Έργα και ημέρες της ΕΕ στην Εκπαίδευση: Αντιδραστική αναδιάρθρωση, αξιολόγηση, διάλυση εργασιακών σχέσεων

Κατηγορία: 
θρανιο

Η τελευταία δεκαετία σφραγίστηκε από τη βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική των τριών Μνημονίων και των εκατοντάδων αντιλαϊκών εφαρμοστικών νόμων που επέφεραν συντριπτικά πλήγματα στις κατακτήσεις και στα δικαιώματα των φτωχομεσσαίων λαϊκών στρωμάτων, των εργαζομένων και της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Η αντιλαϊκή πολιτική που επέβαλαν ΕΕ και ΔΝΤ και υλοποίησαν πρόθυμα όλες οι κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ, και η οποία παραμένει σε πλήρη ισχύ παρά τις κυβερνητικές δημαγωγίες του ΣΥΡΙΖΑ περί του “τέλους των μνημονίων”, είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση και την υποβάθμιση των βασικών δομών σε υγεία – παιδεία – πρόνοια, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο τη θέση και την κατάσταση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.

Ιδιαίτερα στην εκπαίδευση η περίοδος των μνημονίων αποτέλεσε “χρυσή” ευκαιρία για την ντόπια άρχουσα τάξη, ώστε να υλοποιήσει κατευθύνσεις και διακηρυγμένους στόχους    δεκαετιών. Στόχους που υπαγορεύθηκαν από την ΕΕ, αλλά και από τον ιμπεριαλιστικό οργανισμό του ΟΟΣΑ και οι οποίοι αποτελούν εξειδίκευση όλων των βασικών αντιδραστικών συμφωνιών (“Μάαστριχτ”, “Λισαβόνα” κλπ), που υπαγόρευσαν και επέβαλαν τα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά κέντρα της ΕΕ και υπέγραψαν και υλοποίησαν με προθυμία όλες οι αστικές κυβερνήσεις στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες.

Μπολόνια – Λισαβόνα – Πράγα: Μοχλοί αντιδραστικής αναδιάρθρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Το αντιδραστικό όραμα των ισχυρών της Ευρώπης για την περίφημη “ολοκλήρωση” σφράγισε τις εξελίξεις στην εκπαίδευση μέσα από μια σειρά κομβικών Συνόδων των υπουργών Παιδείας της ΕΕ, οι οποίες χάραξαν τη βασική κατεύθυνση της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής εδώ και πάνω από 25 χρόνια. Όπως πολύ γλαφυρά διατυπώνουν οι ίδιοι υπουργοί Παιδείας της ΕΕ σε όλες τους τις διακηρύξεις, από την Μπολόνια ως τη Λισαβόνα και την Πράγα, στόχος τους είναι η “δημιουργία του Eυρωπαϊκού Xώρου Aνώτατης Eκπαίδευσης, που θα αποτελέσει το κλειδί για την προώθηση της κινητικότητας και απασχολησιμότητας των Eυρωπαίων πολιτών”. Οι λέξεις – κλειδιά “κινητικότητα” και “απασχολησιμότητα” εισάγονται πλέον επίσημα και στο λεξιλόγιο της εκπαιδευτικής πολιτικής της ΕΕ, φωτίζοντας έτσι τις πραγματικές επιδιώξεις των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κέντρων.

Κύρια επιδίωξή τους ήταν και παραμένει μέχρι και σήμερα, η μεγαλύτερη προσαρμογή και εναρμόνιση των εκπαιδευτικών συστημάτων με τις γενικότερες αναδιαρθρώσεις που προωθεί η EE, με τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου, ώστε να παράγεται μαζικά ένα ευέλικτο, μισοειδικευμένο εργατικό δυναμικό και μια ελίτ επιστημόνων στην υπηρεσία της καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτή η γενική κατεύθυνση της εκπαιδευτικής πολιτικής της ΕΕ επέδρασε καταλυτικά στο σύνολο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σηματοδοτώντας τη βαθμιαία υποβάθμιση του περιεχομένου των σπουδών. Η κυρίαρχη πολιτική της ΕΕ επέβαλε ένα νέο διαχωρισμό εντός της τριτοβάθμιας βαθμίδας της εκπαίδευσης, ανάμεσα στον προπτυχιακό και τον μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών. Προφανής επιδίωξη της πολιτικής αυτής, μέσα στις δεκαετίες αυτές, είναι η ακόμα πιο στενή σύνδεση και προσαρμογή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς και της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα όπως η Γερμανία και η Γαλλία, με τη μαζική παραγωγή αποφοίτων με πτυχία υποβαθμισμένα και αφυδατωμένα από τα επιστημονικά αντικείμενα στα οποία υποτίθεται πως ανταποκρίνονται. 

Την ίδια στιγμή, μεγάλο τμήμα των γνωστικών αντικειμένων μεταφέρεται στον λεγόμενο “μεταπτυχιακό” κύκλο σπουδών, ο οποίος έχει μετατραπεί σήμερα σε μια ακριβοπληρωμένη επιχείρηση εντός του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Αυτό λοιπόν που “οραματίστηκαν” τα επιτελεία του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού σήμερα αποτελεί μια ζοφερή πραγματικότητα. Σαν να μην ήταν λοιπόν αρκετά ακριβό το εισιτήριο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και σαν να μην έφταναν οι εξανεμισμένοι οικογενειακοί προϋπολογισμοί των λαϊκών στρωμάτων για μια θέση σε μια πανεπιστημιακή σχολή, τώρα ολοένα και περισσότεροι νέοι και οι λαϊκές οικογένειές τους υποχρεώνονται να βάλουν ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για μια θέση στα “ανώτερα θεωρεία” της – κατά τα άλλα – ανώτατης εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, τα πτυχία όπως τα γνωρίσαμε την προηγούμενη περίοδο αποτελούν πλέον παρελθόν και τη θέση τους παίρνουν τα κάθε λογίς μεταπτυχιακά που χρηματοδοτεί η ΕΕ μέσα στα Δημόσια Πανεπιστήμια, μετατρέποντάς τα σε σούπερ-μάρκετ τίτλων σύμφωνα με τις επιταγές της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Αυτονομία και αξιολόγηση

Βασικό εργαλείο για την επιβολή αυτής της πολιτικής είναι η αξιολόγηση και η σύνδεσή της με τη χρηματοδότηση. Για σχεδόν τρεις δεκαετίες, τόσο στην τριτοβάθμια όσο και σε όλη την έκταση της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) η πολιτική της ΕΕ απαιτεί την πλήρη εφαρμογή της αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από τον εκπαιδευτικό  και φτάνοντας μέχρι τη σχολική μονάδα ή το πανεπιστημιακό ίδρυμα. 

Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι αγοραίοι όροι που επιβάλλει η πολιτική της ΕΕ αλλάζουν ριζικά το νόημα των λέξεων. Κριτήριο για την ποιότητα της εκπαίδευσης – σύμφωνα πάντα με την κυρίαρχη πολιτική της ΕΕ – αποτελεί ο βαθμός που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της λεγόμενης “αγοράς”, με βάση πάντα τις υποδείξεις και τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου ντόπιου και ξένου. Αυτό αποτελεί και το κλειδί που ανοίγει ή κλείνει ανάλογα την πόρτα της χρηματοδότησης, δημιουργώντας σχολές πολλών ταχυτήτων, οδηγώντας στην πιο ακραία έκφραση ολόκληρα τμήματα και ιδρύματα στο μαρασμό, την εγκατάλειψη και το οριστικό κλείσιμο. Ταυτόχρονα, ανοίγει το δρόμο στο κράτος για τη βαθμιαία απαλλαγή του από την ευθύνη της δημόσιας χρηματοδότησης της εκπαίδευσης, στρέφοντάς την προς τα ιδιωτικά συμφέροντα για αναζήτηση πόρων. 

Το αντιδραστικό ιδεολόγημα της ΕΕ, πάνω στο οποίο στηρίζεται αυτή η πολιτική και το οποίο αναπαράγει διαχρονικά η ντόπια αντίδραση, είναι πως τα “πτυχία πρέπει να ανταποκρίνοται στις ανάγκες των φοιτητών και όχι σε κάποια αφηρημένη ακαδημαϊκή γνώση” (Γκ. Χάουγκ δ/νων σύμβουλος της Ένωσης Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων). Η ντόπια αστική προπαγάνδα επένδυσε αυτό το αντιδραστικό ιδεολόγημα με το επιχείρημα πως τα “καλά” πτυχία είναι αυτά που διασφαλίζουν άμεσα μια θέση στην αγορά εργασίας. Σήμερα, σχεδόν μια δεκαετία από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, την ώρα που ο λαός μας βιώνει τις συνέπειες από την επιβολή της ανελέητης μνημονιακής πολιτικής, η οποία εκτόξευσε την ανεργία σε δυσθεώρητα ύψη ιδιαίτερα στη νέα γενιά, τα κυρίαρχα μυθεύματα καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος.

Το δίπτυχο αξιολόγηση και αυτονομία αφορούν το σύνολο της εκπαίδευσης και επανέρχονται με ιδιαίτερη ένταση στην περίοδο των μνημονίων απ’ όλες τις κυβερνήσεις τόσο της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, όσο και του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Όλες οι κυβερνήσεις με μοχλό την αξιολόγηση επιχειρούν μια εκ βάθρων αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, ενώ ταυτόχρονα συνδέοντάς τη με τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας επιδιώκουν να περιορίσουν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης, να μετακυλήσουν το κόστος λειτουργίας στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και στους “χορηγούς”, ακόμα και να βάλουν λουκέτο σε σχολεία ακριβώς όπως έγινε την περίοδο της Διαμαντοπούλου, όταν 1500 σχολεία σβήστηκαν οριστικά από το σχολικό χάρτη στο όνομα της εξοικονόμησης πόρων.

Η πολιτική των τριών μνημονίων σημαίνει ένταση των ταξικών φραγμών

Στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής που υπαγορεύτηκε από την ΕΕ, οι κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ βρήκαν “χρυσή” ευκαιρία να εξαπολύσουν μια νέα αντιεκπαιδευτική επίθεση στα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενιάς, υπηρετώντας ένα διαχρονικό και διακαή πόθο της άρχουσας τάξης, τη βίαιη μετατόπιση του κύριου όγκου του μαθητικού δυναμικού από τη γενική μόρφωση προς τη φτηνή και ευέ­λικτη τεχνική κατάρτιση. Η πρώτη απόπειρα ξεκίνησε ήδη από την περίοδο του Αρσένη (ΠΑΣΟΚ, 1998) υπακούοντας στις τότε ντιρεκτίβες της ΕΕ, που απαιτούσαν σχεδόν το 70% του μαθητικού πληθυσμού να στραφεί προς την Τεχνική Εκπαίδευση, για να αποτελέσει φθηνό εργατικό δυναμικό στα χέρια της εργοδοσίας και του κεφαλαίου. 

Την περίοδο των μνημονίων, αρχικά με την πολιτική της ΝΔ (ν. Αρβανιτόπουλου) και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ (ν. Γαβρόγλου), η δευτεροβάθμια εκπαίδευση μετατρέπεται ακόμα πιο έντονα σε εξεταστική αρένα. Το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων ευθυγραμμίζεται ακόμα περισσότερο προς την κυρίαρχη ιδεολογία της ΕΕ, που παραχαράσσει και ξαναγράφει την Ιστορία, εξωραΐζει την αναβίωση του φασισμού και τα αναρίθμητα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι δεξιότητες και η “χρήσιμη γνώση” γίνονται το νέο δόγμα, όπως ακριβώς υπαγορεύει η ΕΕ. Το σχολείο της γενικής μόρφωσης για όλα τα παιδιά, μεταμορφώνεται με ραγδαίο τρόπο σε ένα αριστοκρατικό σχολείο για “λίγους κι εκλεκτούς”, των πολλαπλών ταξικών φίλτρων και φραγμών. Για τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων ανοίγουν επίσημα οι πύλες της μαθητείας, της πιο μαύρης δηλαδή και ανελέητης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της ανήλικης εργασίας.

Οι εργασιακές σχέσεις στην εκπαίδευση στις μυλόπετρες των μνημονίων

Η γενικότερη αντιλαϊκή και αντεργατική πολιτική της ΕΕ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συντριβή των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων, με τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων συνολικά, με την πιο στυγνή καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση των εργαζομένων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, αλλά ιδιαίτερα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ζουν τις συνέπειες της αντεργατικής πολιτικής της ΕΕ με ιδιαίτερη ένταση τα χρόνια των μνημονίων.

Πάνω στο έδαφος των τριών μνημονίων, οι εκπαιδευτικοί ήρθαν αντιμέτωποι με τις δραματικές περικοπές στους μισθούς τους, την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, καθώς και την αύξηση του ωραρίου τους.

Ταυτόχρονα όμως για πρώτη φορά η εκπαίδευση βρέθηκε αντιμέτωπη με την ολομέτωπη επίθεση ενάντια στη σταθερή και μόνιμη εργασία, όταν η κυβέρνηση της ΝΔ, με την υπογραφή του Μητσοτάκη, έφερε περίπου 2500 μόνιμους εκπαιδευτικούς αντιμέτωπους με τη διαθεσιμότητα και το φάσμα της οριστικής απόλυσης καθ’ υπαγόρευση της ΕΕ. Κι αν αυτή είναι η μια όψη αυτής της πολιτικής, η άλλη πλευρά είναι αυτή που έχει επιβάλει και παγιώσει το καθεστώς της ελαστικής εργασίας και της αδιοριστίας, καταργώντας ουσιαστικά και τυπικά τη μονιμότητα στην εργασία στη Δημόσια Εκπαίδευση. Την πολιτική αυτή ολοκληρώνει τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που με την επιβολή του διαβόητου “προσοντολόγιου”, που φέρει τη σφραγίδα και την υπογραφή της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, ανατρέπει τα κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα δεκαετιών των εκπαιδευτικών. Τα πτυχία ως μοναδική προϋπόθεση για την εργασία απαξιώνονται. Το καθεστώς της ελαστικής και επισφαλούς εργασίας παγιώνεται. Δεκάδες χιλιάδες συμβασιούχοι εκπαιδευτικοί βρίσκονται σε έναν αγώνα δρόμου χωρίς τελειωμό για την απόκτηση τίτλων, με στόχο μια θέση στο κάδρο της εκπαίδευσης.

Επίλογος

Πάνω από τρεις δεκαετίες, η ένταξη και η παραμονή της χώρας μας στο ιμπεριαλιστικό μόρφωμα της ΕΕ επιδείνωσε δραματικά και υποβάθμισε συνολικά την Εκπαίδευση. Παρά τα αφηγήματα, τις απατηλές διακηρύξεις και τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα που κατά καιρούς εκτοξεύει η άρχουσα τάξη περί του αντιθέτου, η συνέχιση της παραμονής μόνο χειροτέρευση των όρων και της ποιότητας της εκπαίδευσης ως δημόσιου κοινωνικού αγαθού μπορεί να φέρει. Η πραγματική λύση στα προβλήματα βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής που υπαγορεύει η ΕΕ. Και απ’ αυτή λοιπόν την άποψη είναι αναγκαίο και επίκαιρο το αίτημα για έξοδο από την ΕΕ. Χωρίς μισόλογα.

Διαβάστε επίσης