Με αφορμή το camping που διοργανώνει η νεολαία Πορεία τον Αύγουστο στον Πλατανιά Πηλίου, θα πραγματοποιηθεί επίσκεψη στο νησί Τρίκερι.
Το Τρίκερι πέρασε στη λαϊκή μνήμη σαν τόπος εξορίας χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών που πάλεψαν για ελευθερία, ειρήνη κι ανεξαρτησία στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Αγωνιστές εξορίστηκαν στο νησί από το 1947 ως το 1949, χρονιά που μεταφέρουν εκεί τις γυναίκες, για να τις πάνε το 1950 στη Μακρόνησο και μετά πάλι στο Τρίκερι από το 1951 ως το 1953. Οι εξόριστες γυναίκες έγραψαν στο Τρίκερι τη δική τους ιστορία μέσα από την υποδειγματική αντοχή, τη λεβεντιά και τη σοφία τους.Στο ιστορικό του αγώνα των εξόριστων γυναικών στο Τρίκερι, αναφέρεται το σημείωμα που ακολουθεί.
Μάνες κι αδερφές ανταρτών, αγωνίστριες μωρομάνες, νέες κι ηλικιωμένες ή άρρωστες, εργάτριες κι αγρότισσες, διανοούμενες κι αγράμματες, στάλθηκαν στην εξορία γιατί συμμετείχαν αυτές ή οι δικοί τους σ' έναν δίκαιο αγώνα πρώτα ενάντια στους ξένους κατακτητές και στη συνέχεια στους ντόπιους δυνάστες. Γυναίκες που δεν απαρνήθηκαν, δεν πρόδωσαν τους δικούς τους και τον αγώνα, δεν υπέγραφαν "δηλώσεις μετανοίας", γυναίκες που δε λύγισαν.
Το 1948, την περίοδο της πιο άγριας τρομοκρατίας, την περίοδο "που κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ούτε για μία ώρα'', όπως γράφει η εξόριστη στο μαρτυρικό τρίγωνο Ουρανία Στάβερη, φεύγουν οι πρώτες καραβιές με γυναίκες πολιτικές κρατούμενες. Ταξιδεύοντας σε άθλιες συνθήκες, τσουβαλιασμένες μέσα σε σαπιοκάραβα, μετά από τα δεινά της εξορίας στο προηγούμενο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Χίο, με το φόβο του θανάτου να καραδοκεί κάθε στιγμή από τους χωροφυλάκους, οι πρώτες που έφτασαν νύχτα στο νησί Τρίκερι βρήκαν αντίσκηνα και μισογκρεμισμένα τοιχάκια, έργα των αντρών που είχαν προηγηθεί σ' αυτή την εξορία, στον ψηλότερο λόφο όπου ήταν χτισμένο ένα μοναστήρι από το 1840.
Συνεχίζει η Ουρανία Στάβερη: «Με τη νομοθετική ρύθμιση του «Οργανισμού αναμορφωτηρίου Μακρονήσου» (ΟΑΜ), ξεκίνησε η πρακτική εφαρμογή στο στρατόπεδο εξόριστων γυναικών στο Τρίκερι. Το φθινόπωρο του 1949 έφτασαν στο Τρίκερι οι αναμορφωτές της Μακρονήσου για να ενημερωθούν και να παραλάβουν το ανθρώπινο εμπόρευμα από τη χωροφυλακή. Πρώτο τους μέλημα ήταν να μαζέψουν τις γυναίκες σ' ένα χώρο. Μας έβαλαν γύρω απ' το μοναστήρι κι έκλεισαν ορισμένες, κατά τη γνώμη τους επικίνδυνες, λίγο πιο κάτω στο σύρμα. Η μεταφορά έγινε μια μέρα που έβρεχε ασταμάτητα. Όλα τα πράγματα μας, εμείς, οι σκηνές που μας δώσανε, ο χώρος που θα τις στήναμε, όλα ήταν μούσκεμα. Στήσαμε τις σκηνές και μας έβαλαν να περάσουμε εκεί τη νύχτα μας».
Πήρανε, βέβαια, μια ανάσα οι γυναίκες όταν αντίκρισαν το ύπαιθρο γύρω απ' το μοναστήρι, μετά την κλεισούρα και τη μούχλα του στρατώνα της Χίου. Αλλά, μόλις αρχίσανε, το πρώτο ξημέρωμα στο νησί, να μαντάρουνε τις σκηνές και να χτίζουν με λάσπη τα μισογκρεμισμένα τειχάκια, μιας κι έπρεπε μόνες τους να στεγαστούν, οι χωροφύλακες τις έκλεισαν ολόγυρα με σύρματα και ένοπλες σκοπιές, αποκαλύπτοντάς τους γρήγορα τη σκληρή πραγματικότητα που θα ζούσαν, με όλες τις βαριές στρατοπεδικές δουλειές να πέφτουνε στις πλάτες τους: το κουβάλημα καυσόξυλων, ασβέστη και τσιμέντου, το ξεφόρτωμα και η μεταφορά τροφίμων, η καθαριότητα του στρατοπέδου και η δουλειά στα μαγειρεία με τα υπέρβαρα ζεματιστά καζάνια που σε πολλές προκάλεσαν αναπηρίες. Για την προετοιμασία επίσης και μετάβαση από το Τρίκερι στα στρατόπεδα της Μακρονήσου, περάσαν από τα χέρια των βασανισμένων γυναικών όλες οι αγγαρείες και οι βαριές δουλειές.
Παρ' όλες τις αφάνταστες δυσκολίες, την κούραση και την εξάντληση από τα στρατοπεδικά δεινά, το ξύλο και τους βασανισμούς, τις αρρώστιες όπως η φυματίωση που θέριζε, παρά την έλλειψη τροφής, φαρμακευτικής περίθαλψης, απολύμανσης στο πόσιμο νερό, την έλλειψη σαπουνιού και οποιασδήποτε στοιχειώδους καθαριότητας, το χαμόγελο, το τραγούδι κι η λεβεντιά των γυναικών έκανε τους δήμιους ν' απορούν και να λυσσάνε πιο μανιασμένα για να αποσπάσουνε δηλώσεις από τις κρατούμενες. Η απάντηση των χωροφυλάκων στην ανυποχώρητη στάση τους ήταν κάθε φορά το ανελέητο ξύλο μέχρι αναπηρίας, η απομόνωση, οι εξευτελισμοί, τα βασανιστήρια στρατοπέδου όπως να φέρνουνε το μοναστήρι γύρω-γύρω ασταμάτητα, με συνεχείς καταναγκαστικές εργασίες, πολλές φορές χωρίς διακοπή για το συσσίτιο, διαρκείς απειλές εκτελέσεων και στρατοδικείων και απαγόρευση σε γράμματα, δέματα ή επιταγές από συγγενείς. Ήταν εξαιρετικά δύσκολα τα πράγματα εκεί γιατί ήταν κυριολεκτικά απομονωμένες, στα χέρια του χωροφύλακα.
Η πείνα και η δίψα στο στρατόπεδο του Τρίκερι ήταν απ' τις χειρότερες δοκιμασίες, μιας και το συσσίτιο είχε περικοπεί τόσο που οι εξόριστες το έλεγαν πια «συσσίτιο θανάτου» και τα τρία πηγάδια είχαν ελάχιστο νερό για τόσα γυναικόπαιδα. Ο περίφημος για το φιλανθρωπικό του έργο Ερυθρός Σταυρός δεν αναγνώριζε ως πολιτικούς κρατούμενους τα παιδιά των γυναικών, έτσι που το καλοκαίρι του 1949 το φαγητό δεν έφτανε ούτε για τις επίσημα γραμμένες στους καταλόγους και περίπου 180 παιδάκια θα είχαν βρει βέβαιο θάνατο από την πείνα, μαζί και οι γυναίκες, αν το νησί το ίδιο δεν τις έσωζε. Οι πεσμένες ελιές από τα ελαιόδεντρα που υπάρχουν σε αφθονία στο Τρίκερι, μαζί με τα μανιτάρια που μάζευαν κρυφά οι γυναίκες κάθε φορά που πήγαιναν για κάποια αγγαρεία, έσωσαν κι αυτές και τα παιδιά από το λιμό εκείνη τη χρονιά. «Τα τρόφιμα που έμπαιναν στο στρατοπεδικό καζάνι ήταν σκουληκιασμένα ή νοθευμένα, μια μόνιμη απειλή δηλαδή για την υγεία και τη ζωή χιλιάδων γυναικών και των παιδιών τους», γράφει η Ναταλία Αποστολοπούλου στο βιβλίο-μαρτυρία της. Οι πρώτες δηλητηριάσεις εμφανίστηκαν πολύ γρήγορα, έπεσε επιδημία εντερικών στις γυναίκες, διάρροιες, εμετοί και χολεριάσεις και παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες δεν τους παρείχαν στο στρατόπεδο ούτε ρύζι, ούτε τσάι, ούτε λεμόνι. Οι σακατεμένες από το ξύλο και οι άρρωστες κατάπιναν τους πόνους τους και υπόμεναν με θάρρος, όρθιες στο φρόνημά τους και για χάρη των παιδιών. Πολλές μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία του Βόλου ή των Αθηνών σε κρίσιμη κατάσταση, κεκλεισμένων των θυρών κι αυτό συνέβαινε μόνον όταν οι χωροφύλακες φοβόνταν μην τους μείνουν στα χέρια και μετράνε κι άλλες νεκρές στο «αναμορφωτικό τους πρόγραμμα», όπως το ονόμαζαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αγωνίστρια και πρωτοπόρος παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη, απέναντι στην οποία η συμπεριφορά των φρουρών υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή, προκειμένου να καμφθεί το ηθικό και των άλλων κρατουμένων, κατά τη συνηθισμένη πρακτική των χωροφυλάκων. Βασανίστηκε και απομονώθηκε από τους δήμιους, ενώ είχε υποστεί έμφραγμα δυο μήνες πριν, κι από το Κεντρικό Στρατηγείο Λάρισας, το τρομερό αυτό στρατόπεδο όπου μεταφέρθηκε, η Ιμβριώτη μεταφέρει στο χρονικό της: «Κι είναι μεγάλη η χαρά της δοκιμασίας: να δαμάσεις τους πόνους, να νικήσεις τον ίδιο τον εαυτό σου. Ακόμα μια φορά αύριο. Να μπορέσω να γονιμοποιήσω το μαρτύριο τούτο πριν χαθώ. Αυτή η χαρά της νίκης του νου πάνω στη βία και τη σύγχυση είναι σωστό μεθύσι. Από τούτη τη στιγμή γίνηκα άτρωτη». Η Ρόζα Ιμβριώτη έδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή στα βασανιστήρια και δεν αποκήρυξε τις ιδέες της.
Τον Αύγουστο του 1950 οι εξόριστες μεταφέρονται από τη Μακρόνησο πάλι στο Τρίκερι, αλλά αυτή τη φορά αρνούνται να επιστρέψουν στο προηγούμενο στρατόπεδο. Μένουν ένα μήνα στο ύπαιθρο κι έπειτα διεκδικούν και καταλαμβάνουν τα άδεια κελιά του μοναστηριού. Προκειμένου να κρατήσουν το φρόνημα υψηλό, να ενισχύσουν το ηθικό των γυναικών και να τις εμψυχώσουν, οι μορφωμένες εξόριστες με πρωτοστάτρια τη Ρόζα Ιμβριώτη, έβαλαν σε εφαρμογή ένα μορφωτικό εκπολιτιστικό πρόγραμμα εκπαίδευσης των γυναικών. Για την υλοποίηση του εκπαιδευτικού–εκπολιτιστικού προγράμματος συνεργάστηκαν δασκάλες και καθηγήτριες που είχαν εξοριστεί λόγω της συμμετοχής τους στο ΕΑΜ. Ήταν το κρυφό σχολειό της εξορίας, γιατί όλα γίνονταν μυστικά και, σχεδόν, χωρίς καθόλου εκπαιδευτικά υλικά.
Οι «εκπαιδευτικές», όπως τις αποκαλούσαν στο στρατόπεδο, δίδαξαν: α) ανάγνωση και γραφή σε 230 περίπου αναλφάβητες και 380 αγράμματες, β) έκθεση στη δημοτική γλώσσα, γραμματική, αριθμητική, γεωγραφία, ιστορία στις γυναίκες που είχαν εγκαταλείψει το δημοτικό σχολείο στις μεσαίες και τελευταίες τάξεις και ήταν περίπου 470, γ) σε 80 μαθήτριες γυμνασίου που οδηγήθηκαν στην εξορία λόγω της συμμετοχής τους στην ΕΠΟΝ οι καθηγήτριες δίδαξαν τα αντίστοιχα μαθήματα κάθε τάξης ανάλογα με την ειδικότητά τους και δ) στις 15 απόφοιτες του Γυμνασίου που απέβλεπαν σε πανεπιστημιακές σπουδές μετά την απελευθέρωσή τους έγινε προσπάθεια προετοιμασίας για εισαγωγικές εξετάσεις.
Με όλες τις καθημερινές ασχολίες να γίνονται οργανωμένα, οι γυναίκες προσπαθούσαν να διατηρήσουν έναν ρυθμό ζωής στο στρατόπεδο που να μοιάζει φυσιολογικός, έτσι ώστε να ξεπερνάνε τις χυδαιότητες των στρατιωτών, τα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια. Μέσα στα κελιά οι γυναίκες στήσανε ραφτάδικο, παπουτσάδικο, παπλωματάδικο, συχνά η εξόριστη μουσικός Έλλη Νικολαϊδη οργάνωνε μουσικές βραδιές, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κρατιούνται ζωντανές και δυνατές. Η Αλέκα Παϊζη, η σπουδαία ηθοποιός, μιλώντας για το «θέατρο της εξορίας, λέει: «Πήγα εξορία στο Τρίκερι στις 22-4-1949. Σχεδόν αμέσως άρχισαν τα άγρια καψόνια που προηγήθηκαν της μεταφοράς μας στη Μακρόνησο. Εκείνο τον καιρό, τόσο στο Τρίκερι όσο και στη Μακρόνησο, ήταν αδύνατη κάθε απόπειρα οργανωμένης ψυχαγωγίας. Διάβαζα ποιήματα στις γυναίκες όταν υπήρχε κάποια ανάσα. [...] Είχαμε γυναίκες από επιστημόνισσες ως αναλφάβητες. Όταν ύστερα από το Μακρονήσι μάς γύρισαν ξανά στο Τρίκερι, μπορέσαμε να δώσουμε μια παράσταση.» Tα τραγούδια, τα θέατρα και οι πλάκες, τις έκαναν να ξεφεύγουν από τη «φυλακή» τους, οι συλλογικότητες που είχαν αναπτύξει και επιπλέον οι στρατηγικές και τακτικές επιβίωσης και αντίστασης, τις βοηθούσαν να αντέξουν τους στρατοπεδικούς όρους διαβίωσης.
Χιλιάδες αγωνίστριες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, και ολόκληρες οικογένειες αγωνιστών, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και μαρτύρησαν στο Τρίκερι. Λόγω της διεθνούς κατακραυγής ενάντια στα στρατόπεδα, από το 1950 άρχισε η σταδιακή απόλυση εξόριστων γυναικών, μέχρι τον Απρίλη του '53 που μεταφέρουν τις τελευταίες 19 εξόριστες στον Αϊ-Στράτη.
Το Τρίκερι σήμερα είναι ένα πολύ όμορφο και γραφικό νησάκι και δε θυμίζει σε τίποτα όλη αυτή τη θηριωδία που διαδραματίστηκε εκεί εκείνα τα χρόνια. Οι μνήμες όμως παραμένουν ζωντανές σε κάθε δέντρο και βράχο, στο χώμα που ποτίστηκε με το αίμα και την απαντοχή όσων πέρασαν απ'αυτόν το μαρτυρικό τόπο.