Σε μια φανταστική κοινωνία, οι μόνοι (από μοίρα ή επιλογή) σύρονται σε αναγκαστική διαβίωση μέγιστης διάρκειας 45 ημερών σε κάποιο ξενοδοχείο εκτός αστικής ζώνης, με κύρια επιταγή το ζευγάρωμα με άτομο του αντίθετου φύλου. Σε περίπτωση αποτυχίας, ο ή η ατυχήσας/σα μεταμορφώνεται σε ζώο που έχει ο ίδιος προεπιλέξει, και αφήνεται ελεύθερος στην εγγύς δασική περιοχή.
Οι ελάχιστοι που καταφέρνουν ν’ αποδράσουν, συντρέχονται από επαναστατικές ομάδες που δρουν εντός των ορίων του δάσους, αλλά και εντός πλαισίου συμβάσεων – όχι πολύ διαφορετικών απ’ αυτές που επιβάλλει η ζωή του ξενοδοχείου.
Ο Γιώργος Λάνθιμος επιστρατεύει βρετανικά και ιρλανδικά κεφάλαια, αλλά κι ένα λαμπρό καστ διεθνών προδιαγραφών (Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Λεά Σεϊντού, Τζον Σι Ράιλι) για να καυτηριάσει τις συμβάσεις που καταδυναστεύουν τον δυτικό άνθρωπο. Το ερώτημα είναι αν το αποτέλεσμα αναλογεί στην πρόθεση.
Σ’ ένα από τα πιο αριστοτεχνικά πλάνα της τελευταίας δεκαετίας, ο Μίκαελ Χάνεκε κινηματογραφεί μια κλειστή πόρτα (Λευκή Κορδέλα – 2009), για να περιγράψει το τρίπτυχο εξουσίας – υποταγής – βίας, και καταφέρνει πανθομολογούμενα να “πει” όλα όσα στον ένα ή τον άλλο βαθμό εξαιρούνταν από αντίστοιχες προγενέστερες απόπειρες επίδοξων δημιουργών. Το πως φτάνει βέβαια ως εκείνη την κλειστή πόρτα, σε άρρηκτη σχέση με το στήσιμο αυτού του μοναδικού πλάνου, το χτίσιμο μ’ άλλα λόγια της (κινηματογραφικής) αφήγησής του, αποτελεί το συμπύκνωμα της δύναμης της λεγόμενης έβδομης τέχνης. Ο καθ’ όλα σύγχρονος Χάνεκε (και δις, παρεμπιπτόντως, βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες), πιάνει το νήμα από κει που το άφησε ο Αϊζενστάιν: από τη σχέση Ιστορίας και διαλεκτικής και της κινηματογραφικής της αντιστοίχισης, εφοδιάζοντας τον θεατή με τις αναγκαίες αναλυτικές συνιστώσες αλλά και το κίνητρο για να κάνει τη σύνθεση στο κεφάλι του.
Που είναι τα στοιχεία που αδυνατεί κανείς να εντοπίσει σ’ αυτήν την τελευταία απόπειρα του διεθνώς αναγνωρισμένου και κατοίκου Λονδίνου πλέον, Γιώργου Λάνθιμου. Ο “Αστακός” του βρίθει δυνατών συμβολισμών και αλληγοριών, η φόρμα είναι σε κάθε περίπτωση πρωτότυπη, και ουδείς νομιμοποιείται ν’ αμφισβητήσει τη σαφήνεια των προθέσεων. Τι λείπει; Η δύναμη από την εικόνα (με μικρές εξαιρέσεις, όπως το άψυχο σώμα του χτυπημένου σκύλου, το ματωμένο πόδι της Αγγελικής Παπούλια, το πλάνο με τα νεκρά κουνέλια στο δάσος – ο εντυπωσιασμός στερείται κατά κανόνα βάθους), η σχέση αιτίου κι αιτιατού, το κέντρισμα για το “γιατί” των πραγμάτων.
Εστετίστικα φλύαρη όσο και άρρυθμη, στο πρώτο ειδικά μισό μέρος (εσκεμμένα, ενδεχομένως, αλλά αναποτελεσματικά), η φιλόδοξη ταινία του Λάνθιμου καταπιάνεται με το ρόλο και την ισχύ της κοινωνικής σύμβασης με τρόπο οπωσδήποτε αντισυμβατικό, ελάχιστα έως καθόλου ωστόσο διαλεκτικό, γι αυτό και παρά τις εντυπωσιακές αναφορές, δεν υποβάλλει και κυρίως, δεν πείθει: στην κοινωνία δυτικού τύπου του “Αστακού” δεν υπάρχουν περιθώρια για ιστορικές, ταξικές ή κάποιες τέλος πάντων διακριτές αιτιακές αναγωγές, ούτε όμως και για ριζικές ανατροπές. Οι ήρωές του γίνονται από θύτες θύματα και τούμπαλιν, κινούμενοι, θα 'λεγε κανείς, από κάποια συμπαντική νομοτέλεια, καταδικασμένοι ν’ αναπαράγουν με μικρές παραλλαγές την ίδια καταστροφική (και αυτοκαταστροφική) συμπεριφορά στο διηνεκές.
Ο “Αστακός” δεν είναι βεβαίως Χόλυγουντ, δεν στοχεύει μ’ άλλα λόγια να κεντρίσει ευτελή μαζικά αντανακλαστικά. Το ερώτημα είναι αν έχει τη δύναμη να ταρακουνήσει – στιγμιαία έστω – αυτόν στον οποίο αναφέρεται, τον μικροαστό που αναπαράγει τυφλά μια μανιέρα ζωής, γινόμενος εναλλάξ καταπιεστής και καταπιεζόμενος. Κι εδώ η απάντηση είναι αρνητική.
Ο Λάνθιμος στόχευσε το δίχως άλλο “ψηλά”, και κατάφερε να κερδίσει την υπόκλιση του (αδιαφιλονίκητα εστέτ, με τι αντίκρισμα όμως;) κοινού των Καννών και μιαν ακόμα διάκριση, είναι όμως έτη φωτός μακριά από το να γεννήσει γόνιμες σκέψεις κι αντιδράσεις σ’ ένα πλατύ κοινό, και πριν απ’ όλα, στο κοινό του τόπου του. Δυστυχώς για τον ίδιο, και όχι βεβαίως για τον κινηματογράφο, τα νήματα που κόβει μάλλον αφαιρούν, παρά προσθέτουν στην τέχνη του.
Στα συν της ταινίας, οι μετρημένες, αφαιρετικές ερμηνείες των Αριάν Λαμπέντ και Τζον Σι Ράιλι, και το λαμπύρισμα στο βαθύ γαλάζιο των ματιών της “τυφλής” Ρέιτσελ Βάις.