Στο έλεος του κορονοϊού, με ανύπαρκτα μέτρα προστασίας σε εργοστάσια, αποθήκες logistics και παντός είδους άλλες επιχειρήσεις, χωρίς τεστ και κρατική μέριμνα, εν μέσω εργοδοτικών εκβιασμών, βρίσκονται οι εργαζόμενοι της χώρας. Την ίδια ώρα, υποχρεώνονται να μετακινούνται με ασφυκτικά γεμάτα μέσα μαζικής μεταφοράς, με αραιά δρομολόγια, χωρίς τις απαιτούμενες αποστάσεις και αερισμό.
Πολλούς μήνες τώρα, κυβέρνηση και μεγάλα ΜΜΕ σιωπούν, κάνοντας τα στραβά μάτια για τα κρούσματα στις επιχειρήσεις που μετατρέπονται σε εστίες μετάδοσης με τη μη εφαρμογή των υγειονομικών πρωτοκόλλων που γίνονται «λάστιχο», σύμφωνα με τις επιταγές της εργοδοσίας. Όταν δε η κατάσταση δείχνει να ξεφεύγει, ρίχνεται στο τραπέζι το «χαρτί» της καταστολής με «σκληρά» lockdown.
Το αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής φάνηκε με το χειρότερο τρόπο σε περιοχές όπως η Δυτική Αττική, η Κοζάνη και άλλες βιομηχανικές ζώνες της χώρας, με πλήθος μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων. Η κυβέρνηση δεν δίστασε να εφαρμόσει ακραία καταστολή, απαγορεύοντας την κυκλοφορία, επιβάλλοντας δυσβάσταχτα πρόστιμα και απειλώντας με παράταση των περιορισμών απέναντι στη λαϊκή δυσαρέσκεια και τις διαμαρτυρίες.
Ταυτόχρονα, στη Δυτική Αττική, των εκατοντάδων μεγάλων επιχειρήσεων, των 130.000 εργαζομένων και του πλήθους των μετακινήσεων ανθρώπων και εμπορευμάτων καθημερινά, υπάρχουν ελάχιστοι επιθεωρητές Υγείας και Ασφάλειας που καλούνται να καλύψουν ολόκληρη την περιοχή, ενώ σωματεία καταγγέλλουν την έλλειψη προστασίας στους χώρους δουλειάς, την απουσία ελέγχων και τις «πλάτες» στην εργοδοσία.
Πόλεις όπως ο Ασπρόπυργος, η Ελευσίνα και η Μάνδρα μετατρέπονται σε νέα «Μπέργκαμο», για να θυμηθούμε την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στο βιομηχανικό κέντρο του ιταλικού βορρά το 2020, όπου απασχολούνται εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι σε μερικές από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές μονάδες της Ευρώπης.
Σε παρόμοιες καταγγελίες προβαίνουν και σωματεία στην Εύβοια, επισημαίνοντας τους κινδύνους διασποράς του ιού σε επιχειρήσεις τροφίμων, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της παραγωγής. Οι εργαζόμενοι υπογραμμίζουν ότι η εργοδοσία ουσιαστικά βάζει πάνω απʼ όλα την παραγωγή και το κέρδος, αδιαφορώντας για την υγεία τους.
Αυτό που αποδεικνύεται στην πράξη με τον πιο μακάβριο τρόπο είναι η βαθιά ταξική, αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στη διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού. Μιας πολιτικής που στοιβάζει εργάτες σε εργοστάσια, αποθήκες και άλλους χώρους δουλειάς χωρίς στοιχειώδη μέτρα προστασίας, με απουσία ελέγχων για την τήρηση των μέτρων, χωρίς τεστ, σε υπερπλήρη μέσα μαζικής μεταφοράς.
Την ίδια ώρα δίνει παχυλές κρατικές επιδοτήσεις στους εργοδότες, οι οποίοι απαλλάσσονται από... ανεπιθύμητα βάρη, όπως η προστασία της υγείας των εργαζομένων. Είναι ελεύθεροι να εκβιάζουν τους εργαζόμενούς τους, προκειμένου να μη δημοσιοποιούνται τα κρούσματα στους εργασιακούς χώρους, να καταστρατηγούν συμβάσεις, να μην πληρώνουν υπερωρίες, να καθυστερούν μισθούς κλπ.
Απο το πρώτο απαγορευτικό, αλλά και το περασμένο καλοκαίρι και φθινόπωρο, πλήθος εστιών μετάδοσης δημιουργούνταν σε εργοστάσια και άλλους χώρους εργασίας.
Η έλλειψη μέτρων προστασίας από τον κορονοϊό και οι πρακτικές της ανεξέλεγκτης πλέον εργοδοσίας δεν σχετίζονται με κάποια «γραφειοκρατική ολιγωρία» ή με την «ανευθυνότητα των πολιτών», όπως θέλει το κυβερνητικό «αφήγημα», αντιθέτως αποτελούν απόρροια της πολιτικής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Της ίδιας πολιτικής που αρνείται να προσλάβει γιατρούς και υγειονομικό προσωπικό στο ΕΣΥ, που αρνείται να ενισχύσει τις δημόσιες μεταφορές, που δεν διορίζει εκπαιδευτικούς και προσωπικό καθαριότητας στα σχολεία, της ίδιας πολιτικής που ρίχνει τις ευθύνες στο λαό, μετακυλίοντας σε αυτόν τα βάρη της οικονομικής κρίσης που έφερε μαζί του ο κορονοϊός.
Αυτή ακριβώς η πολιτική είναι που μπορεί και πρέπει να ανατραπεί. Μέσα από το μαζικό, οργανωμένο και συλλογικό αγώνα των εργαζομένων κάθε επιχείρησης, κάθε κλάδου, μέσα από την ανυποχώρητη πάλη του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας.