Οι δημόσιες ανακοινώσεις Κοτζιά την επομένη της παραίτησής του, παρουσία του Τσίπρα, για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, αποδείχνονται πυροτεχνήματα, λίγα μόλις 24ωρα μετά την πανηγυρική εξαγγελία τους. Στόχος τους να στρέψουν την προσοχή σε κατεύθυνση διαφορετική από τα κυβερνητικά ρήγματα, που οδήγησαν στην παραίτηση Κοτζιά.
Οι βαρύγδουπες πρωθυπουργικές διακηρύξεις για τη μετατροπή της Ελλάδας σε «αδιαμφισβήτητο πυλώνα σταθερότητας σε μια ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο», και οι κομπασμοί ότι «η χώρα επεκτείνεται», μαζί με το νέο δόγμα μιας «ενεργητικής, πατριωτικής πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής», κατέρρευσαν, μετά τις τελεσιγραφικές αντιδράσεις της Άγκυρας.
Σύμφωνα με τον απερχόμενο υπουργό είχαν ετοιμαστεί τα Προεδρικά Διατάγματα για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης σταδιακά, σε πρώτη φάση από τα διαπόντια νησιά, (Νήσοι βόρεια της Κέρκυρας), μέχρι τα Αντικύθηρα, σε δεύτερη στην Κρήτη και θα ακολουθούσαν Σαρωνικός, Παγασητικός και Εύβοια.
Κούφια λόγια, που ανατράπηκαν κιόλας με την απόφαση του Τσίπρα, να μην προχωρήσει η διαδικασία με Προεδρικό Διάταγμα, αλλά με την κατάθεση νομοσχεδίου στη Βουλή, αφού προηγουμένως ενημερωθούν τα κόμματα, συγκληθούν Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ) και Επιστημονικό Συμβούλιο του υπουργείου, προκειμένου να ... ξανασυζητηθούν οι πτυχές του θέματος.
Η μικροπολιτική στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εκθέτει τη χώρα υπονομεύοντας κρίσιμα κυριαρχικά της δικαιώματα, βάζοντας επιπόλαια τους λαούς Ελλάδας και Τουρκίας μπροστά σε επικίνδυνες περιπέτειες και ανοίγοντας νέους δρόμους «μεσολαβητικών» ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων στην περιοχή και νέων «ευχαριστιών» στους πάτρωνές τους, όπως συνέβη με τα Ίμια.
Ποντάροντας στις πλάτες των Αμερικανών προστατών της, στο ρήγμα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και στις εφήμερες τριμερείς συνεργασίες της με τα μαντρόσκυλα των ΗΠΑ στην περιοχή, Ισραήλ και Αίγυπτο, η κυβέρνηση κρίνει ευνοϊκή τη συγκυρία, για τυχοδιωκτικούς λεονταρισμούς. Όμως για άλλη μια φορά η Αθήνα μένει έκθετη μπροστά την πάγια στάση ίσων αποστάσεων και υπόθαλψης των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων της Ουάσιγκτον, που καλεί τις δυο «σύμμαχες», νατοϊκές χώρες σε «διπλωματική διευθέτηση» του ζητήματος.
Η μερική επέκταση των χωρικών υδάτων εκτός του Αιγαίου νομιμοποιεί τους τουρκικούς ισχυρισμούς για τις «ιδιαιτερότητες» του Αιγαίου και ταυτόχρονα ισχυροποιεί τις επεκτατικές απαιτήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο, που συνοδεύονται με την απειλή πολέμου (casus belli) από το 1995.
Τη στιγμή που η Άγκυρα έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο στα 12 μίλια, εγείρει απειλές και στο άκουσμα ανακήρυξης αντίστοιχων ελληνικών δικαιωμάτων ακόμα και στο Ιόνιο, που τυπικά δεν έχει δικαιώματα, επιβεβαιώνοντας τις φιλοδοξίες της να έχει λόγο στην ευρύτερη περιοχή των «συνόρων της καρδιάς» της.
Η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης ή χωρικών υδάτων αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα της Ελλάδας, που εκπορεύεται από τις Διεθνείς Συνθήκες. Αυτές που σήμερα βρίσκονται σε πολύπλευρη αμφισβήτηση από τον Τραμπ(ούκικο) αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, σε πλανητικό επίπεδο αλλά και από τα νεοοθωμανικά οράματα που θέτουν ανοικτά, μαζί με την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης, την επαναχάραξη των συνόρων της περιοχής.
Η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNLOSC), που προώθησαν μια σειρά παραθαλάσσιες χώρες του τρίτου κόσμου, με επικεφαλής την Κίνα, για την κατοχύρωση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων από τις ασύδοτες, ληστρικές πρακτικές των ιμπεριαλιστών, ψηφίστηκε στη Νέα Υόρκη στις 30 Απρίλη 1982 από 130 κράτη (17 κράτη απείχαν και 4 κράτη την καταψήφισαν, μεταξύ τους και η Τουρκία) και τέθηκε σε εφαρμογή στις 16 Νοέμβρη 1994. Μέχρι το τέλος του 2008 η Σύμβαση επικυρώθηκε από 157 χώρες, μεταξύ αυτών η Κύπρος (12/12/1988) και η Ελλάδα (21/7/1995).