«Πάγωμα» του κατώτατου μισθού για ολόκληρο το 2020, στο ύψος που είχε καθοριστεί το Φλεβάρη του 2019, αποφάσισε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας την... Εργατική Πρωτομαγιά. Με το άρθρο 14 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 1.5.2020 προβλέπεται μεταξύ άλλων ότι ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ μεικτά δεν αυξάνεται -όπως θα έπρεπε ήδη να έχει γίνει- μέχρι το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2021, οπότε ο υπουργός Εργασίας θα εισηγηθεί το νέο ποσό.
Πατώντας στην κατάσταση που επιβλήθηκε από την τρόικα στα χρόνια των μνημονίων, όταν με το νόμο 4172/2013 (άρθρο 103) επιβλήθηκε η διαβόητη κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και καθορίστηκε πως ο κατώτατος μισθός, κάθε χρόνο, θα αποφασίζεται από την κυβέρνηση «λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας», η ΠΝΠ της 1.5.2020 τροποποιεί επί το δυσμενέστερο το κατάπτυστο άρθρο 103 αυτού του μνημονιακού νόμου προσθέτοντας ότι «η εισήγηση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων προς το Υπουργικό Συμβούλιο, για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών» θα «λάβει χώρα εντός του τελευταίου δεκαπενθημέρου του μηνός Ιανουαρίου 2021».
Έτσι, η κυβερνητική απόφαση για τον κατώτατο μισθό του 2020 που θα έπρεπε να είχε ληφθεί από τις αρχές αυτού του χρόνου μετατίθεται για ένα χρόνο μετά! Οι στόχοι αυτής της μετάθεσης είναι προφανέστατοι:
Πρώτο, με δικαιολογία την επιδημία, να μην δοθεί φέτος καμία αύξηση στον κατώτατο μισθό. Πράξη που χειροτερεύει ακόμα περισσότερο τη δεινή οικονομική θέση των εργαζομένων ύστερα από τα κυβερνητικά μέτρα για τον κορονοϊό. Έτσι, αντί να ενισχυθούν οι πιο χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι μέσα στην οικονομική κρίση, ενισχύονται οι εργοδότες!
Δεύτερο, τον Ιανουάριο του 2021, τα προσχήματα που θέτει ως άλλοθι η κυβέρνηση για να πλήξει τον κατώτατο μισθό θα έχουν δοθεί με την συσσώρευση των συνεπειών της εξελισσόμενης οικονομικής κρίσης και με έρεισμα ότι ο νόμος για τον κατώτατο μισθό επιβάλλει τον καθορισμό του «λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη». Προφανώς, οι κυβερνητικές υποσχέσεις του 2019 για τη πενιχρή αύξηση του κατώτατου μισθού από τα 650€ σε 680€ φέτος και σε 703 σε μια τριετία «πάνε περίπατο».
Στο μεταξύ ανοιχτό παραμένει και το ζήτημα των τριετιών, για τις οποίες αναμένεται η απόφαση του ΣτΕ που θα κρίνει αν οι μισθωτοί που είχαν «κλειδώσει» τα επιδόματα προϋπηρεσίας το 2012 τα δικαιούνται ακόμη ή θα τα χάσουν, καταγράφοντας απώλειες μισθού έως και 195 ευρώ το μήνα. Υπενθυμίζεται ότι το θέμα είχε ανακινήσει ο ΣΕΒ που προσέφυγε στο ΣτΕ ζητώντας να προσδιορίζεται ο κατώτατος μισθός ως «μία μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς» -όπως γράφει ο μνημονιακός νόμος κυβερνητικού καθορισμού του κατώτατου μισθού- για όλους χωρίς τριετίες έστω και «παγωμένες» από το 2012 και ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς μέσα στις παρούσες οικονομικές συνθήκες πώς μπορεί να διαμορφωθεί και η απόφαση του ΣτΕ.
Ο κατώτατος μισθός ξαναμπαίνει έτσι σε νέες συμπληγάδες με πολλαπλές οικονομικές συνέπειες για τεράστιο αριθμό εργαζομένων, καθώς είναι γνωστό πως από τον κατώτατο μισθό και την αύξηση ή μείωσή του εξαρτώνται μια σειρά από επιδόματα και αμοιβές, όπως το επίδομα ανεργίας, οι μισθοί των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, η αμοιβή της πρακτικής άσκησης κλπ.
Η νέα ΠΝΠ προεξοφλεί ότι την κρίση που πυροδότησε ο κορονοϊός η κυβέρνηση θέλει να την πληρώσει και το πιο χαμηλά αμειβόμενο κομμάτι των εργαζομένων. Είναι μια νέα μεγάλης κλίμακας επίθεση στις αμοιβές εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων.