Από τις 22 Μαρτίου 2021, χιλιάδες πολίτες της Αθήνας μπόρεσαν να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τις περίφημες τσιμεντένιες «διαστρώσεις» και διαδρομές περί τον Παρθενώνα. Στις 18 Απριλίου, ημέρα ελευθέρας εισόδου του κοινού σε μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους, ο κόσμος μάλιστα έκανε ουρές για να μπορέσει να ανέβει στην Ακρόπολη Αθηνών, και να απολαύσει ένα δημόσιο αγαθό το οποίο 355 ημέρες τον χρόνο είναι ακριβοθώρητο (τουριστική τιμή εισιτηρίου), εφόσον προσφέρεται και δεν είναι κι αυτό σφραγισμένο μαζί με ολόκληρους τομείς της κοινωνικής ζωής.
Θυμίζουμε ότι από τις 7 Νοεμβρίου 2020 όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι στην Ελλάδα παρέμειναν ερμητικά κλειστοί για το κοινό, επιτρέποντας είσοδο μόνο σε ειδικές περιστάσεις, με επιλεγμένους καλεσμένους, και αποκλειστικά για ακαλαίσθητες εκδηλώσεις του ΥΠΠΟΑ, όπως εκείνη της 25ης Φεβρουαρίου 2021, οπότε ο Αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Μεσσήνης υποδεχόταν τη «Dj φαινόμενο, Charlotte de Witte» στην οποία προσφέρθηκε το κατάλληλο έδαφος για να παίξει «την ασυμβίβαστη και επιθετική της techno» συνεχίζοντας «να συνταράζει τους clubbers σε κάθε γωνιά του πλανήτη», όπως κατά λέξη ενημέρωνε το Ίδρυμα Ωνάση, ένας από τους νέους στενούς συνεργάτες του υπουργείου Πολιτισμού.
Έναν μήνα μετά, στις 24 Μαρτίου, παραμονή της εθνικής επετείου, και η Εθνική Πινακοθήκη (η οποία ακόμη είναι κλειστή για το κοινό) άνοιγε τις πύλες της για να υποδεχτεί τους …Ρωσσαγγλογάλλους, και να υπηρετήσει το κυρίαρχο αφήγημα για χώρες - ευεργέτες μας «Γιατί η Ελλάδα της Εθνικής Επανάστασης είχε τότε δίπλα της Βρετανούς, Γάλλους και Ρώσους φίλους. Λαούς που οδήγησαν τελικά τις κυβερνήσεις τους στη ναυμαχία του Ναυαρίνου και στις συνθήκες του Λονδίνου. Αυτές που κατοχύρωσαν την εθνική ανεξαρτησία», όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ο Κ. Μητσοτάκης. Ο πρωθυπουργός φυσικά, ούτε το πιστεύει, ούτε θα μπορούσε να μιλήσει για τις χώρες - δυνάστες μας, οι οποίες (μαζί πλέον με Αμερικανούς και Γερμανούς) κηδεμονεύουν ακόμη τη ζωή του τόπου. Ούτε φυσικά μπορούσε να πει κάτι για τα κλεμμένα και λεηλατημένα αντικείμενα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, τα οποία οι «υψηλοί φίλοι της χώρας μας» μετέφεραν στις έδρες τους φορτώνοντας καραβιές «λαφύρων». Το ιστορικό ανέκδοτο της υπόθεσης είναι ότι ο ίδιος ο Κόδριγκτον, διοικητής του συμμαχικού στόλου στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όταν επέστρεψε στη χώρα του έπεσε σε δυσμένεια εξαιτίας του «ατυχούς γεγονότος» (δηλαδή της ναυμαχίας) κατά την ακριβή φράση του βασιλέα Γεωργίου Δ΄ του Ην. Βασιλείου. Δύο αιώνες μετά, ο Κ. Μητσοτάκης, υποδέχεται με τιμές τον πρίγκιπα Κάρολο, ως νόμιμο διάδοχο και εκπρόσωπο χώρας ευεργέτη μας. Στην σύντομη ομιλία του, ο πρωθυπουργός δεν ξέχασε να μνημονεύσει το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, έτερο στενό συνεργάτη του ΥΠΠΟΑ.
Όμως στο διάστημα που οι αρχαιολογικοί χώροι ήταν κλειστοί για το ευρύ κοινό, η ηγεσία του ΥΠΠΟΑ δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Η πανδημία ήταν γι’ αυτήν, μια «χρυσή ευκαιρία». Τη διατύπωση αυτή χρησιμοποίησε ο βουλευτής της ΝΔ, Κ. Κυρανάκης, για να περιγράψει πώς η κυβέρνηση αξιοποιεί τη συγκυρία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προωθώντας αλλαγές στα κλειστά ΑΕΙ, ώστε όταν οι φοιτητές επιστρέψουν με το καλό στα αμφιθέατρα, να τα βρουν όλα έτοιμα (πχ. πανεπιστημιακή αστυνομία, χρονικό όριο σπουδών κι έπειτα διαγραφές, κλπ.).
Πράγματι, μακριά από τα πολλά επικριτικά βλέμματα, την ώρα που η προσοχή της κοινωνίας ήταν στραμμένη στους διασωληνωμένους και στα αδιάκοπα κύματα, η υπουργός Πολιτισμού έριχνε τόνους τσιμέντου πάνω στην Ακρόπολη, πραγματοποιώντας, σε καιρό υποτιθέμενης ειρήνης, διεθνές αρχαιολογικό έγκλημα.
(θε-) Ούσα η πιο ακατάλληλη και επικίνδυνη υπουργός Πολιτισμού, από καταβολής θεσμού, η Λ. Μενδώνη έχει αποδείξει στην ιστορία της ότι δεν την ενδιαφέρει τίποτα όσο η καρέκλα της, με βασικό όπλο της για όλα όσα ανιστόρητα και αντιεπιστημονικά λέει και πράττει, και καταστροφικά απολείπει, το ανερυθρίαστο θράσος της να υποστηρίζει αρχαιολογικά εγκλήματα και τον ψευτοτσαμπουκά στους υφισταμένους της (το «όχι μαγκιές σ’ εμένα» είναι από πέρυσι σήμα κατατεθέν της, φράση που απηύθυνε σε προϊστάμενο τμήματος αρχαιοτήτων που τόλμησε να αντιτάξει επιχειρήματα στα σχέδιά της), σε συνδυασμό με τις γονυκλισίες προς τους ανωτέρους της.
Για τη θέση της υπουργού σε κυβέρνηση της ΝΔ, είχε ήδη επί Σαμαρά υποβάλει τα διαπιστευτήριά της: μπροστά στα κομμένα κεφάλια των σφιγγών (κλασική μέθοδος εισόδου τυμβωρύχων) στην είσοδο του τύμβου Καστά στην Αμφίπολη (2014), κι έπειτα μπροστά στη φραγμένη από φερτές επιχώσεις (εξαιτίας, ακριβώς, της παραβίασής της) επόμενη αίθουσα, η Λ. Μενδώνη διαπίστωνε: «αναπτερώνονται οι ελπίδες μας ότι ο τάφος είναι ασύλητος»! Αλήθεια, ποιος αρχαιολόγος στο πρώτο έτος σπουδών του θα έφτανε σε τέτοια «επιστημονικά» συμπεράσματα; Μόνον εκείνος που θα ήθελε να υπηρετεί καλά τους προϊσταμένους του, προσβλέποντας σε έναν καλό αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης την ώρα που ψηφίζονταν τα μνημόνια.
Μπροστά στην κατακαμένη Ακρόπολη των Μυκηνών (2020) και με τις φωτογραφίες γλαφυρά να αποτυπώνουν πουρνάρια και άλλους θάμνους να φύονται εμφατικά μέσα από την τοιχοδομία των μυκηναϊκών τάφων, μόνο η Λ. Μενδώνη είχε το θράσος να υποστηρίξει ότι ο αρχαιολογικός χώρος ήταν «ριζικά αποψιλωμένος», έπειτα ότι «κάηκε μόνο το πούσι», και στη συνέχεια (όταν διαπιστώθηκε ότι τη φωτιά προκάλεσε γυμνό καλώδιο από ρευματοκλοπή του ΥΠΠΟΑ, προκειμένου να τροφοδοτηθεί -μεταξύ άλλων- ο Τάφος του Ατρέα) να εξηγήσει ότι η ίδια δεν έχει ευθύνες, αλλά οι ηλεκτρολόγοι.
Η Λίνα Μενδώνη είχε βέβαια υποστηρίξει το διδακτορικό της στην υποβάθμιση των πολιτικών ευθυνών της ήδη από το 2012 (από τη θέση, της γ.γ. του υπουργείου): Μικρό χρονικό διάστημα έπειτα από κλοπή πίνακα του Πικάσο από την Εθνική Πινακοθήκη (ο συγκεκριμένος πίνακας είχε εκτεθεί, χωρίς προστατευτικό υαλοπίνακα, χωρίς καν τζάμι, κρεμασμένος από μία πρόκα -και ακόμη αναζητείται), σημειωνόταν νέα κλοπή, δεκάδων αρχαίων αντικειμένων από το Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Π. Γερουλάνος, έστω υποκριτικά, υπέβαλε την παραίτησή του η οποία δεν επρόκειτο να γίνει δεκτή. Όμως η Λ. Μενδώνη, βασιλικότερη του βασιλέως, εξηγούσε ότι δεν χάθηκε δα κι ο κόσμος: «Τα αρχαία αντικείμενα, που κλάπηκαν από την Ολυμπία δεν έχουν ιδιαίτερα μεγάλη αρχαιολογική αξία. Είναι μικρά, χάλκινα και πήλινα, αγγεία και ειδώλια, από αυτά που υπάρχουν κατά χιλιάδες στα μουσεία μας». Αλήθεια, σε ποια άλλη χώρα του προηγμένου ή και του υπανάπτυκτου κόσμου, οι υπόλογοι θα τολμούσαν να κάνουν τέτοιες δηλώσεις; Και, πράγματι, αν η υπουργός έχει σε τέτοια εκτίμηση τις αρχαιότητες, πώς να αισθανθεί ότι ζημιώνει τον ελληνικό λαό και τον τόπο όταν νομοθετεί τον μακροχρόνιο δανεισμό ελληνικών αρχαιοτήτων (2020) σε μουσεία του εξωτερικού για διάστημα μισού αιώνα;
Η επιμονή της Λ. Μενδώνη να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα δεν μας έχει επιτρέψει ακόμη να γνωρίζουμε αν τελικά ο βράχος της Ακρόπολης Αθηνών καλύφθηκε από «τεχνητό λίθο με περιεκτικότητα τσιμέντου μόλις 12%» (με την υπουργό, πρακτικώς να περιγράφει το μπετόν) ή από σκυρόδεμα, το οποίο ως υλικό «είναι στενός συγγενής του φυσικού βράχου» (κατά τον Μ. Κορρέ, ο οποίος επίσης εδώ πρακτικώς περιγράφει το μπετόν).
Επιστρατεύοντας την ειρωνεία και τον χλευασμό προς όλους όσοι την αμφισβήτησαν, η Λ. Μενδώνη, μέσω Δελτίο Τύπου του ΥΠΠΟΑ, εκφράζει τη λύπη της διότι «οι ίδιοι ευαίσθητοι πολίτες που διαμαρτύρονται, θα πρέπει μην έχουν επισκεφθεί τον Ιερό Βράχο τουλάχιστον επί μία εικοσαετία, που αυτές οι διαδρομές υφίστανται στρωμένες με τσιμέντο». Τελικά είναι επιστρωμένες με «τεχνητό λίθο», με «σκυρόδεμα» ή με «τσιμέντο»; Πάντως κανένας από όσους ανέβηκαν από τις 22 Μαρτίου και εξής στην Ακρόπολη, έχοντας ανέβει έστω μια φορά στο παρελθόν στον βράχο, δεν αισθάνθηκε ότι βάδιζε στις ίδιες διαδρομές.
Ο Μ. Κορρές -ο ίδιος ακαδημαϊκός που είναι υπέρ του τεμαχισμού αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου και δεν έκρινε σκόπιμο να παραιτηθεί από τη θέση του στο ΚΑΣ παρά το γεγονός ότι ο αδελφός του θα υλοποιήσει την απόσπαση, αν αυτή εγκριθεί- σε πρόσφατη ψηφιακή του διάλεξη θύμισε στο κοινό ότι όταν εκείνος σπούδαζε, μπορούσε να σχεδιάσει από μνήμης την Ακρόπολη στην αρχαιότητα καθώς θυμόταν απ’ έξω τις διαστάσεις των βασικών κτηρίων. Βέβαια η αυτοαναφορικότητα, γενικά μιλώντας, δεν είναι καλή για τα αρχαία μνημεία. Ο ακαδημαϊκός είναι πολύ ικανοποιημένος με την επιλογή του υλικού επίστρωσης της Ακρόπολης, προσθέτοντας: «ο ιδανικός για εμένα τρόπος είναι η ανάπλαση επιφάνειας από παρόμοιο βράχο, αλλά αυτό κοστίζει πάρα πολύ και είναι πολύ δύσκολο. Αν ήμουν νέος, ίσως το δοκίμαζα…» Κρίμα, θα έλεγε κανείς, η επιλογή του υλικού και η τύχη ενός μνημείου παγκόσμιας εμβέλειας, να κρίνεται από την ηλικία του ιθύνοντος επιστήμονα...
Μυστήριο αποτελεί ακόμη η περίοδος της Ακρόπολης την οποία θέλει να αποκαταστήσει ο Μ. Κορρές. Μολονότι ο ακαδημαϊκός καθηγητής μοιάζει να θέλει να αποκαταστήσει την εικόνα βασικά την κλασικής περιόδου και υπενθυμίζει ότι «την κλασική εποχή, εξαιρουμένων μόνον του τεμένους του Διός, και κάποιων μικρών εκτάσεων, όλες οι επιφάνειες στην Ακρόπολη ήταν καλυμμένες με απολύτως επίπεδες διαστρώσεις με μείγμα χαλίκων, αργίλου και ασβέστη», ωστόσο επιλέγει το τσιμέντο, το οποίο απενοχοποιεί ως υλικό διότι έχει χρησιμοποιηθεί ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή: «Τσιμέντο στην Ακρόπολη, γιατί όχι; (…) είναι ένα υλικό πολύ κοντά στην Φύση, ένα υλικό που χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους και προφανώς και αναστρέφεται εύκολα η στρωμένη με αυτό περιοχή και δεν δημιουργεί προβλήματα». Εδώ, η διευκρίνιση ότι το μπετόν πράγματι μπορεί να αφαιρεθεί, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι κατασκευαστές των επιστρώσεων εδέησαν έστω να τοποθετήσουν προστατευτικές μεμβράνες στον βράχο πριν τον καλουπώσουν, γίνεται επιχείρημα για τη επιλογή του υλικού επίστρωσης. Όμως το ερώτημα παραμένει: τελικά, αποκαθιστούμε την κλασική περίοδο, με υλικά της ρωμαϊκής περιόδου;
«Τι έχει το τσιμέντο; Δεν αρέσει διότι είναι πολυχρησιμοποιημένο και το έχουμε ακόμα και στα σπίτια μας; Επειδή δεν το έχουν κάποιοι σε εκτίμηση, σημαίνει πως βλάπτει;» δηλώνει, βγαίνοντας στην αντεπίθεση, ο Μ. Κορρές. Αλήθεια λοιπόν, δεν σημαίνει τίποτα φοβερό η επιλογή ενός υλικού αναγνωρισμένου στην πλατιά συνείδηση του κόσμου ως ακαλαίσθητου, βεβαρημένου ιστορικώς με έντονα αρνητικούς συνειρμούς; Δεν σημαίνει άραγε τίποτα ότι η θέα -και μόνο- του τσιμέντου στις ποσότητες αυτές διατελεί ποιοτικώς ασύμβατη με τον χαρακτήρα του κορυφαίου αρχαίου ελληνικού μνημείου, καταντώντας προσβλητική;
Τουλάχιστον μάλλον ξεκαθαρίσαμε, και μέσω Μ. Κορρέ, ότι οι τσιμεντένιες επιστρώσεις ΔΕΝ έγιναν για τα ΑΜΕΑ, όπως αρχικά είχε ισχυριστεί η υπουργός. Κάποιο ρόλο θα έπαιξε το γεγονός ότι καμία συλλογικότητα που εκπροσωπεί άτομα με ειδικές ανάγκες δεν ζήτησε ποτέ, έστω με γνώμονα μια στοιχειώδη εξυπηρέτησή τους, μια τέτοιου είδους βεβήλωση του βράχου.
Τώρα η Μενδώνη ξαναχτυπά. Αφού προκάλεσε και πάλι το κοινό αίσθημα με την μαρμάρινη πλάκα στην Ακρόπολη δια της οποίας θα υπέγραφε το έγκλημά της (…«αποκλειστική χορηγία του Ιδρύματος Ωνάση επί υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη»), μετά αναπροσάρμοσε τα γεγονότα με τον πλέον εξυπηρετικό για την ίδια τρόπο, και αφού (κλασικά) κατηγόρησε τους επικριτές της ως παραγωγούς fake news, τελικά δήλωσε ότι όντως το όνομά της «μνημονευόταν» στην πρόβλεψη για μαρμάρινη πλάκα στην Ακρόπολη, κάνοντας λόγο, ωστόσο, για «πρόταση» του χορηγού.
Κουτοπόνηρη σε δημόσια θέα, η υπουργός δεν περισώζεται με τίποτα, ούτε μ’ όλες τις μιντιακές κυβερνητικές αβάντες. Τώρα για να βγει κι από πάνω, προτείνει μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των Γλέζου και Σάντα. Μάλλον στα τελευταία 40 χρόνια δεν έχει επισκεφτεί τον βράχο της Ακρόπολης, για να διαπιστώσει ότι ήδη υπάρχει μία πινακίδα με τα ονόματα των δύο αγωνιστών στο φυλάκιο της Σημαίας, από το 1982. Ίσως πάλι βρίσκει έναν χυδαίο τρόπο για επιτεθεί σε μερίδα των επικριτών της για μικροπολιτικές σκοπιμότητες: «αν είναι να μπει το όνομα κάποιου αριστερού σε μάρμαρο, δεν διαμαρτύρεστε! Μόνο όταν υπογράφει η κυβέρνησή μας έχετε πρόβλημα!».
Με αφορμή την 18η Απριλίου, παγκόσμια ημέρα πολιτιστικής κληρονομιάς, και εν όψει δρομολογημένων, νέων δραματικών επεμβάσεων του ΥΠΠΟΑ, αυτή τη φορά στα Προπύλαια της Ακρόπολης, είναι ανάγκη να ζητήσουμε τον άμεσο τερματισμό του τσιμενταρίσματος, διεκδικώντας να ανοίξει τώρα η συζήτηση για τους όρους πραγματικής προστασίας και ανάδειξης των μνημείων, για τα κριτήρια της πραγματικής προάσπισης του ανθρωπιστικού μηνύματος της αρχαίας και νεότερης πολιτιστικής μας κληρονομιάς.