Το συνέδριο που οργάνωσε η ΝΔ στις 29.11-1.12 δεν είχε τα χαρακτηριστικά συνεδρίου κόμματος, όπου λαμβάνονται αποφάσεις και εκλέγονται όργανα. Ήταν, όπως είπε στο κλείσιμο των εργασιών της ο Κυρ. Μητσοτάκης, μια κομματική συνάθροιση στην οποία «ενεγράφησαν και παρακολούθησαν έστω ένα τμήμα του Συνεδρίου» περίπου 5.000 «μέλη, φίλοι, παρατηρητές που εξέφρασαν ενδιαφέρον να συμμετέχουν στις διαδικασίες του».
Από άποψη περιεχομένου το 13ο συνέδριο της ΝΔ, αν εξαιρέσει κανείς τις ομιλίες του Κυρ. Μητσοτάκη και ορισμένων πολιτικών στελεχών του κυβερνητικού κόμματος, με διακριτή την ακροδεξιά τοποθέτηση του Αντ. Σαμαρά, ήταν μια διαδικασία που θύμιζε περισσότερο ημερίδα με θέματα μακριά από τα κεντρικά και καυτά επίκαιρα πολιτικά ζητήματα («εισηγήσεις για τον λαϊκισμό, την ψηφιακή εποχή και την κλιματική κρίση»), η οποία συνοδεύτηκε και με …«μορφές δημιουργικού ακτιβισμού» όπως τις αποκάλεσε ο Κυρ. Μητσοτάκης (νυκτερινός «αγώνας δρόμου» για την κακοποίηση των γυναικών κ.α.).
Ωστόσο έγινε φανερό και από τις δύο ομιλίες που έκανε ο πρόεδρος της ΝΔ πως στόχοι του 13ου συνεδρίου ήταν να προβληθεί με «πανηγυρικό» τρόπο η ανάδειξη της ΝΔ σε κυβέρνηση και το κυβερνητικό έργο της και να ενισχυθεί και με ιδεολογικά επιχειρήματα η αντιδραστική πολιτική που εφαρμόζει. Στην εισηγητική του ομιλία χαρακτηριστικά τόνισε πως «δεν επιμένει τυχαία στον πυρήνα της ιδεολογίας της ΝΔ» και ότι το κάνει αυτό γιατί «οι σκέψεις αφορούν τελικά τον καθημερινό πολιτικό αγώνα της. Επενδύουν τα μέτρα που λαμβάνουμε ως κυβέρνηση. Κι αποτελούν επιχειρήματα με τα οποία εμβολιάζουμε την κοινωνία ως σύγχρονο φιλελεύθερο κόμμα». Αμέσως δε εξήγησε με τι είδους ιδεολογία θέλει να «εμβολιάσει» την κοινωνία η ΝΔ υπογραμμίζοντας ότι «εκεί που οι φθαρμένες ιδεολογίες θέλουν θολές κοινότητες εμείς βλέπουμε αυτόνομες προσωπικότητες. Γι’ αυτό, άλλωστε, και επιλέγουμε τον προσδιορισμό του «πολίτη» αντί του απρόσωπου «λαού». Δεν αναγνωρίζουμε θολές μάζες, αλλά ευκρινή πρόσωπα»
Αυτό το αστικό μανιφέστο εκθειασμού του «αυτόνομου ατόμου» και της επίθεσης κατά του «συλλογικού», κατά του «απρόσωπου λαού» και των «μαζών» έσπευσε να το συμπληρώσει με ένα «εκλεπτυσμένο» αλλά πολύ ευδιάκριτο αντικομμουνισμό λέγοντας πως το 13ο συνέδριο της ΝΔ συμπίπτει με τα «30 χρόνια από μία ιστορική στιγμή. Την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την συμβολική επανένωση της Ευρώπης. Είναι δύο γεγονότα που άφησαν πίσω τους ένα οικουμενικό δίδαγμα: Μοναδικός ορίζοντας, είναι αυτός της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Γιατί η πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης έβαλε τέλος σε εκείνο το θολό όραμα, που ταύτιζε την κατάληξη της ανθρώπινης ιστορίας με την άρση κάθε αδικίας. Ένα όραμα που μετατράπηκε τελικά σε εφιάλτη. Για να βυθιστεί, τελικά, στα έγκατα της Ιστορίας, παρασύροντας μαζί του και τις δοξασίες περίπου ενός αιώνα».
Ο Κυρ. Μητσοτάκης έκανε έτσι σαφές ότι η ΝΔ επιδιώκει να εμβολιάσει την ελληνική κοινωνία με τον αντικομμουνισμό και την αστική ιδεολογία του ατομισμού θεωρώντας ότι μια τέτοια ιδεολογική επένδυση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον «πολιτικό αγώνα» της ΝΔ και για το άνοιγμα του δρόμου στα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησής του.
Μέτρα που εξύμνησε με τις ομιλίες του, δίνοντας έμφαση σε εκείνα που επιβάλλουν την «ασφάλεια και την τάξη» και σε εκείνα που κάνουν το «κράτος ισχυρό» και «αρωγό της επιχειρηματικότητας», λέγοντας πως «η ασφάλεια θα αποκατασταθεί χωρίς άβατα, άσυλα και αναβολές» και ότι η ΝΔ θα φέρει την «αναγέννηση του ιδιωτικού τομέα» και την «χειραφέτηση των επιχειρηματιών» απαλλάσσοντάς τους από φόρους και τον κρατικό έλεγχο των επενδύσεών τους. Επαινώντας τα μέχρι α κυβερνητικά μέτρα σε αυτήν την κατεύθυνση, προανάγγειλε και την κλιμάκωσή τους περιγράφοντας συγκεκριμένα, στο κλείσιμο του, ένα ακόμη αντιδημοκρατικό μέτρο: «την κατάθεση στη Βουλή, μέσα στις επόμενες εβδομάδες, ενός νομοσχεδίου που θα ρυθμίζει την ανακοίνωση, την οργάνωση και την κατανομή των διαδηλώσεων».
Στις ομιλίες του ο Κυρ. Μητσοτάκης προσπάθησε να δώσει και την εικόνα ότι η ΝΔ είναι ένα κόμμα που «δεν χωρίζει τους Έλληνες» και ότι «υπηρετεί τα συμφέροντα του Έθνους πέρα και πάνω από τις παραπλανητικές ετικέτες της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς». Ισχυριζόμενος υποκριτικά πως «τα παλιά πολιτικά σύνορα μεταφέρονται από το δίπολο Αριστερά-Δεξιά στο δίλημμα «Πίσω ή Μπροστά», πως δικαιώνεται το σύνθημα της ΝΔ «ανάπτυξη για όλους», υποστήριξε πως το «οι πολλοί και οι λίγοι είναι η Ελλάδα του αυταρχισμού» και το «εμείς ή αυτοί είναι η Ελλάδα της κρίσης». Με το χρεωκοπημένο θεώρημα ότι δεν υπάρχουν ιδεολογικές, πολιτικές και ταξικές διαχωριστικές γραμμές στην κοινωνία και το έθνος, ότι δεν υπάρχουν οι λίγοι που εκμεταλλεύονται τους πολλούς, ότι δήθεν η ΝΔ εκφράζει τα συμφέροντα «όλων των Ελλήνων», ο Κυρ. Μητσοτάκης επαναφέρει μια παλιά, πολυμασημένη όσο και φθαρμένη αστική δημαγωγία για την απόσπαση μιας κομματικής και κοινωνικής συναίνεσης γύρω από την κυβερνητική πολιτική του αλλά και για το μασκάρεμα του στυγνού ταξικού προσώπου της ΝΔ.
Αξίζει να σημειωθεί πως στις ομιλίες του στο συνέδριο ο Κυρ. Μητσοτάκης ήταν εξαιρετικά φειδωλός στα πιο καυτά πολιτικά ζητήματα, όπως τα ελληνοτουρκικά, το προσφυγικό και το ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών, προφανώς γιατί προκαλούν πονοκέφαλο και εσωτερικές τριβές.
Σε ένα τμήμα από αυτά τα ζητήματα επικεντρώθηκε η πιο «θορυβώδης» τοποθέτηση του συνεδρίου, αυτή του Αντ. Σαμαρά, η οποία σε υψηλούς ακροδεξιούς τόνους, αφού «εκτίμησε θετικά τις πρωτοβουλίες» της κυβέρνησης, όσον αφορά την αυταρχική και φιλοεπιχειρηματική ατζέντα της μίλησε για «λαθροεποικισμό» και επιδόθηκε σε ένα αντιμεταναστευτικό κρεσέντο, ζήτησε τη μαζική επαναπροώθηση των προσφύγων και των μεταναστών βγάζοντάς τους όλους σχεδόν παρανόμους και υπερθεμάτισε την πολιτική των στρατοπέδων «Αμυγδαλέζας» και των φρακτών στα σύνορα που είχε στήσει όταν ήταν πρωθυπουργός. Παράλληλα έθεσε ζήτημα αποδέσμευσης από τη συμφωνία των Πρεσπών.
Η παρέμβαση του Αντ. Σαμαρα υπογράμμισε την παρουσία των ακροδεξιών απόψεων μέσα στη ΝΔ και, καθώς περιείχε και κριτικές αιχμές και πιέσεις προς την ηγεσία του Κυρ. Μητσοτάκη σε καίρια θέματα, δεν έμεινε ασχολίαστο πως ο Κυρ. Μητσοτάκης στο κλείσιμο των εργασιών την προσπέρασε και απέφυγε και την παραμικρή τοποθέτηση για ζητήματα που έθιξε. Όπως, επίσης, δεν έμεινε ασχολίαστο ότι για μια ακόμα φορά ο Κ. Καραμανλής παρέμεινε σιωπηλός.