Η δήλωση του προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ότι θεωρεί το Brexit ως “την πιο τραγική μεταπολεμική απόφαση στην Ευρώπη”, είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί στους διαδρόμους των Βρυξελλών, καθώς το ορόσημο της 29ης Μαρτίου πλησιάζει επικίνδυνα και οι συζητήσεις για το θέμα αυτό επισκιάζουν σχεδόν τα πάντα στην έδρα της ΕΕ.
Με τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών να συνεχίζονται ακόμη, χωρίς να διαφαίνεται τελική συμφωνία, επανέρχονται τα σενάρια για παράταση της διαδικασίας, εάν η βρετανική πλευρά το ζητήσει, σύμφωνα με αξιωματούχους της Κομισιόν, ώστε να αποφευχθεί ένα “άτακτο” Brexit. “Βρισκόμαστε στα χέρια του Θεού” σε ότι αφορά χρονοδιάγραμμα και για το πόσο μπορεί να αναβληθεί το Brexit, ανέφερε ο Γιούνκερ σε πρόσφατη συνέντευξή του.
Σε μια ακόμη άκαρπη συνάντηση που είχε με την πρωθυπουργό Μέι, αφού δεν προέκυψε συμφωνία, διερευνήθηκαν οι πιθανές λύσεις γύρω από το ακανθώδες ζήτημα του Backstop, δηλαδή του καθεστώτος που θα ισχύσει στα σύνορα Ιρλανδίας και Βορείου Ιρλανδίας, μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε. Το θέμα αυτό θα κρίνει εν πολλοίς την τύχη της συμφωνίας.
“Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν ότι οι συνομιλίες ήταν εποικοδομητικές. Προέτρεψαν τις ομάδες τους να συνεχίσουμε να εξετάζουν τις επιλογές σε θετικό πνεύμα” τονίζεται στην κοινή ανακοίνωση. Οι δύο ηγέτες διαβεβαίωσαν ότι η πρόβλεψη για το Βackstop είναι προσωρινή και ότι “οι συνομιλίες τους αφορούσαν το ποιες εγγυήσεις θα μπορούσαν να δοθούν αναφορικά με το Βackstop…και να παρασχεθούν οι κατάλληλες νομικές διασφαλίσεις και στις δύο πλευρές”.
Από την πλευρά της, η πρωθυπουργός Μέι επισήμανε την ανάγκη για “νομικά δεσμευτικές αλλαγές σχετικά με το Βackstop, που θα διασφαλίζουν ότι δεν θα είναι αόριστο”.
Πάντως, στη ανακοίνωση Λονδίνου και Βρυξελλών, δεν τίθεται θέμα “επαναδιαπραγμάτευσης” της συμφωνίας για το διαζύγιο, αλλά κυρίως να “υπάρξουν τροποποιήσεις” στην πολιτική διακήρυξη, που θα τη συνοδεύει.
Με τα χρονικά όρια να στενεύουν καθώς η όποια συμφωνία πρέπει να γίνει μέχρι τα μέσα Μαρτίου, ώστε να εγκριθεί από τους 27 της ΕΕ και το βρετανικό κοινοβούλιο, η πολιτική κρίση στο Λονδίνο παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας, διαπερνώντας τόσο το κυβερνητικό κόμμα των Τόρρις όσο και το αντιπολιτευτικό Εργατικό Κόμμα.
Η πρωθυπουργός Μέι βρίσκεται μεταξύ “σφύρας και άκμονος” με την κάθε πλευρά του κόμματός της να πιέζει για ένα Βrexit που να ικανοποιεί τα δικά της συμφέροντα ή ακόμη και για ακύρωση της αποχώρησης από την Ε.Ε.
Οι υποστηρικτές του “ήπιου” Brexit
Ενώ οι υπέρμαχοι του “σκληρού” Brexit επιμένουν στην άκαμπτη θέση τους πιέζοντας την πρωθυπουργό για το θέμα του Βackstop και οδηγώντας την διαπραγμάτευση στα όριά της, οι υποστηρικτές ενός “ήπιου” Brexit, θέση που ουσιαστικά αποδέχεται και η Μέι, ή ακόμη και ενός δεύτερου δημοψηφίσματος κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση, μεταφέροντας επί πλέον πίεση στη βρετανίδα πρωθυπουργό, που καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στις διαφορετικές απόψεις, που δυναμιτίζουν την κυβερνητική σταθερότητα.
Επίσης η “στροφή” Κόρμπιν και η πρόταση του κόμματος των Εργατικών, προς την κυβέρνηση, για υποστήριξη σε ένα Brexit με συμφωνία με την ΕΕ, οδήγησε σε εξέγερση των υποστηρικτών της παραμονής σε αυτή και της διενέργειας ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, απειλώντας με διάσπαση το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα δύο κόμματα μέτρησαν απώλειες στις κοινοβουλευτικές τους ομάδες, που πυροδότησαν διεργασίες για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού στη Βρετανία. Το χορό των αποχωρήσεων άνοιξαν οκτώ βουλευτές των Εργατικών που ζητούν τη διενέργεια νέου δημοψηφίσματος, για να ακολουθήσουν άλλοι τρεις από το κόμμα της Μέι που κινούνται στην ίδια κατεύθυνση.
Οι έντεκα συγκρότησαν κοινοβουλευτική ομάδα, την “Ανεξάρτητη Ομάδα”, έχοντας την ίδια κοινοβουλευτική δύναμη με το κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και έναν βουλευτή περισσότερο από το βόρειο-ιρλανδικό κόμμα DUP (10 βουλευτές), που στηρίζει την κυβέρνηση των Συντηρητικών. Χωρίς να έχουν διαμορφώσει κοινή πολιτική πλατφόρμα, δημοσκοπήσεις τους εμφανίζουν τρίτη πολιτική δύναμη, αποτυπώνοντας τις πολιτικές διεργασίες που συντελούνται στο παρασκήνιο.
Οι Τόρρις έχουν πλέον τρεις λιγότερους βουλευτές (314) από όσους είχαν στις γενικές εκλογές του 2017, ενώ το κόμμα των Εργατικών έχει 14 λιγότερους – οι οχτώ που προσχώρησαν στην “Ανεξάρτητη Ομάδα” και οι άλλοι έξι, που είχαν αποχωρήσει παλιότερα και διατηρούν τις έδρες τους ως ανεξάρτητοι (δηλαδή συνολικά 248).
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει την πλειοψηφία του κοινοβουλίου, όταν υποστηρίζεται από το DUP (δηλαδή 324 βουλευτές), αφού το σύνολο των εδρών όλων των υπόλοιπων κομμάτων ανέρχεται σε 318.
Οι ζυμώσεις στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του “ήπιου” Brexit είναι πυρετώδεις, μετά και το “άνοιγμα” της ηγεσίας των Εργατικών προς τη κυβέρνηση. Σύμφωνα με δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg, έως και 15 υπουργοί της βρετανικής κυβέρνησης, που αντιτίθενται στο σενάριο ενός Brexit χωρίς συμφωνία, εξετάζουν να υπερψηφίσουν στο κοινοβούλιο πρόταση βουλευτών των Εργατικών που θα στηρίζει την καθυστέρηση του Brexit, εάν δεν υπάρχει συμφωνία.
Ωστόσο δεν θα παραιτηθούν, πετώντας το μπαλάκι στην Τερέζα Μέι να τους αποπέμψει, με κίνδυνο να χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αναγκάζοντάς την να βρεθεί ενώπιον δύο επιλογών: είτε να προχωρήσει σε Brexit χωρίς συμφωνία είτε να παρατείνει το άρθρο 50. Όμως κάθε απόφαση θα τεθεί στην ψήφο του Kοινοβουλίου, στο οποίο διαμορφώνεται πλειοψηφία που απορρίπτει το πρώτο σενάριο, αλλά παράλληλα φοβάται και το δεύτερο.
Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Τζέρεμι Χαντ, μιλώντας σε εκδήλωση του Ιδρύματος “Κόνραντ Αντενάουερ” στο Βερολίνο, τάχθηκε κατά του ενδεχόμενου αναβολής της ημερομηνίας εξόδου της χώρας του από την Ε.Ε., ενώ παράλληλα τόνισε ότι η Βρετανία μπορεί να αποφύγει το “σκληρό” Brexit μόνο εφόσον καταλήξει εγκαίρως σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το ζήτημα του Backstop της Ιρλανδίας.
“Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος σε αυτή την κατάσταση και αν η καταληκτική ημερομηνία για το Brexit αναβληθεί, τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Ε.Ε. θα οδηγηθούν σε παράλυση”, δήλωσε.