Η επέτειος της 28ης Oκτώβρη 1940, επέτειος του «Όχι» που πρόβαλε ο λαός μας στην εισβολή του Μουσολίνι, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ιστορία του Κομμουνιστικού Κινήματος, με τη ζωή και τη δράση του παλιού ηρωικού ΚΚΕ.
Το ανοιχτό γράμμα τού τότε φυλακισμένου από το καθεστώς της μεταξικής διχτατορίας, Γ.Γ. του κόμματος, Νίκου Ζαχαριάδη (με ημερομηνία 31 Oκτώβρη 1940, δημοσιεύτηκε στις 2 Νοέμβρη 1940), η ιστορία το ανύψωσε σε πατριωτικό – εθνικό ντοκουμέντο που η σημασία και η απήχησή του φτάνει ως τις μέρες μας:
«O φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει, πρέπει να παλεύει αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. O λαός της Ελλάδας, διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα…».
Η επέτειος της 28ης Oκτώβρη, δεν ανήκει στους εθνοκάπηλους, είναι ταυτισμένη στη συνείδηση του δημοκρατικού ελληνικού λαού με τον αγώνα για μια Ελλάδα λεύτερη, δημοκρατική κι ανεξάρτητη, με το λαό αφέντη στον τόπο του. «Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα – τόνιζε το ιστορικό γράμμα – πρέπει να είναι και θα είναι μια καινούρια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ έναν πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό…». Αυτή η κατεύθυνση θα ηχήσει ως το βάθος της λαϊκής ψυχής και θα σημαδέψει όλη την κατοπινή εξέλιξη, δίνοντας ανεκτίμητη συνεισφορά στον αντιφασιστικό αγώνα των λαών και αποτελώντας το προοίμιο της μεγάλης εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης, που θα απλωθεί ορμητικά στα κατοπινά μαύρα χρόνια της τριπλής φασιστικής ιταλο-γερμανο-βουλγαρικής κατοχής.
Η γραμμή, την οποία καθόριζε το γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη, έκφραζε με πρωτοβουλία και τόλμη, μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας, τις γενικές οδηγίες που διαμόρφωσε και πρόβαλε η Κομμουνιστική Διεθνής για τον αγώνα ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο, καθώς και τις αποφάσεις του ΚΚΕ σε κατεύθυνση αντιστοίχισης προς αυτές, που είχαν παρθεί πριν ακόμα επιβληθεί η μοναρχοφασιστική τεταρτοαυγουστιανή μεταξική διχτατορία. Τέτοιες ήταν οι αποφάσεις της 4ης Oλομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Σεπτέμβριος 1935) και στη συνέχεια οι αποφάσεις του 6ου συνεδρίου του ΚΚΕ (Δεκέμβριος 1935), που βασίζονταν στις ιστορικές αποφάσεις του 7ου (τελευταίου) συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που είχε συγκληθεί λίγο νωρίτερα (25 Ιούλη – 20 Αυγούστου 1935).
Στην απόφαση της 4ης Ολομέλειας της ΚΕ, σημειωνόταν:
«Το ΚΚΕ διακηρύττει, ότι μπροστά στον άμεσο κίνδυνο φασιστικής ιταλικής επιδρομής, είτε άλλης μεγαλοϊμπεριαλιστικής (λ.χ. από την πλευρά της χιτλερικής Γερμανίας) απειλής κατά της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, θέτει σαν υπέρτατο καθήκον του την υπεράσπιση της εθνικής ελευθερίας και θα παλέψει με όλες του τις δυνάμεις για να καταχτήσει αυτό την ηγεμονία της πάλης, εφόσον η ιστορία και η πράξη όλων των αστικοτσιφλικάδικων κομμάτων, είναι ιστορία και πράξη ξεπουλήματος της χώρας και του λαού στους ξένους ιμπεριαλιστές».
Το 6ο συνέδριο του ΚΚΕ, 4 μήνες μετά το 7ο συνέδριο της ΚΔ, ψήφισε απόφαση για την «πάλη κατά του πολέμου». Η απόφαση αυτή «υπογραμμίζει τους κινδύνους του πολέμου, την απειλή κατά της εθνικής ανεξαρτησίας από την πλευρά των ιμπεριαλιστών και άμεσα από την Ιταλία του Μουσολίνι, και ρίχνει το σύνθημα του ενιαίου αντιπολεμικού μετώπου με όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις που δέχονται την παλλαϊκή πάλη για την εθνική ανεξαρτησία, ενάντια σ’ όλες τις ιμπεριαλιστικές επιβουλές».
Με την επιβολή της μοναρχοφασιστικής διχτατορίας τον Αύγουστο 1936, το ΚΚΕ δέχτηκε σοβαρά και εκτεταμένα χτυπήματα. Τα επίλεκτα στελέχη του τραβούν το δρόμο της φυλακής και της εξορίας, ο ίδιος ο γ.γ. του κόμματος βρίσκεται φυλακισμένος στα κάτεργα της διχτατορίας. Αν και η βασιλομεταξική διχτατορία χρησιμοποιεί όλες τις χιτλερικές μεθόδους, δεν παύει ουσιαστικά να καθορίζει τελικά την πολιτική της σαν ενεργούμενο της Αγγλίας.*Όταν εκδηλώνεται η ιταλική στρατιωτική επίθεση στις 28 Oκτώβρη, η Ελλάδα ήταν όχι μόνο εσωτερικά διασπασμένη και ηθικά αδυνατισμένη απέναντι στην ιταλική φασιστική εισβολή, μα και υλικά απροετοίμαστη χάρη στην οικονομική καθυστέρησή της και την τεταρτοαυγουστιανή ρεμούλα.
O πόλεμος που έκανε ο Μουσολίνι ενάντια στην Ελλάδα (όπως και ο Χίτλερ στη συνέχεια) ήταν άδικος, ιμπεριαλιστικός, ληστρικός πόλεμος. Από τη μεριά της Ελλάδας ήταν δίκαιος, εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος. Η θέση του ΚΚΕ απέναντι στον πόλεμο αυτό θα συνοψιστεί στο γράμμα – κάλεσμα «προς το λαό της Ελλάδας» του Ν. Ζαχαριάδη. Η βασική αυτή εκτίμηση, αντανακλώντας σωστά το αντικειμενικό περιεχόμενο του αγώνα και την προοπτική του, θα επιτρέψει ακριβώς στο ΚΚΕ, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, να υψωθεί σε ηγέτιδα δύναμη της αντίστασης του ελληνικού λαού. Ευνόητο είναι ότι οι Ιταλοί κομμουνιστές όφειλαν να καταγγείλουν και να αντιταχθούν στον άδικο, ιμπεριαλιστικό, ληστρικό πόλεμο, που εξαπόλυσε ο Μουσολίνι και στη συνέχεια η χιτλερική Γερμανία κατά της Ελλάδας. Και αυτό έκαναν.
Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, διακήρυξε από την παρανομία τα παρακάτω: «Λένε ψέματα οι φασίστες ηγέτες όταν υποστηρίζουν ότι τάχα η Ελλάδα μας απειλούσε και μας επιτέθηκε. Σε ολόκληρη την ιστορία μας οι καλύτεροι άνθρωποι της Ιταλίας, ο φιλελεύθερος Σανταρόζα, οι γαριβαλδινοί και οι σοσιαλιστές στο Δομοκό – όλοι τους έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Κάτω από την απειλή των ιμπεριαλιστών των δύο εμπολέμων μερών ο ελληνικός λαός υποχρεώθηκε να υπερασπίσει τη γη του απ’ αυτούς που του επιτέθηκαν, όπως την υπεράσπισε στο παρελθόν από τις οθωμανικές ορδές. O ιταλικός λαός δεν έχει κανένα συμφέρον να καταλάβει το έδαφος της Ελλάδας και να στερήσει τη λευτεριά από τον ελληνικό λαό, με τον οποίο πρέπει και μπορούμε να ζήσουμε ειρηνικά. Πολύ λιγότερο έχουμε συμφέρον τα στρατεύματα του Χίτλερ να καταλάβουνε την Ελλάδα και τις άλλες βαλκανικές χώρες και να τις μετατρέψουνε σε γερμανική αποικία. Αυτό είναι ακριβώς το αποτέλεσμα της τυφλής και εγκληματικής πολιτικής του Μουσολίνι και του Τσιάνο».
Παρόμοια, θα στηλιτεύσει, απ’ τη βαθιά παρανομία, τη χιτλερική επίθεση κατά της Ελλάδας, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας.
Όταν ξεσπάει η γερμανική επίθεση στην Ελλάδα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, με την 12.9.41 διακήρυξή του, καταδικάζει την απρόκλητη γερμανοφασιστική επίθεση και καλεί τους Γερμανούς «να σεβαστούν τη θέληση για ειρήνη του ελληνικού λαού και να πράξουν ό,τι πρόσταζε η τιμή της γερμανικής νεολαίας. Παρέχοντας κάθε είδους βοήθεια στο δίκαιο αγώνα του ελληνικού λαού βοηθούσαν ταυτόχρονα και το γερμανικό λαό στον αγώνα του μέσα στη χώρα τους κατά των πολεμοκάπηλων καπιταλιστών».
Η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο
Το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Ιούλιος – Αύγουστος 1935) θα καθορίσει τα καθήκοντα της πάλης των κομμουνιστών για την ενότητα της εργατικής τάξης ενάντια στο φασισμό και της πάλης ενάντια στον πόλεμο.*Στο συνέδριο, ο Δημητρόφ θα επαναλάβει την εκτίμηση της 13ης Oλομέλειας της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ, που όρισε το φασισμό ως εξής:
«O φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο σωβινιστικών, πιο αντιδραστικών και πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Θα υπογραμμίσει επίσης ότι: «ο φασισμός δεν είναι μια διακυβέρνηση πάνω από τάξεις, ούτε διακυβέρνηση της μικροαστικής τάξης ή του κουρελοπρολεταριάτου ενάντια στο χρηματιστικό κεφάλαιο. O φασισμός αποτελεί την ίδια την εξουσία του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Στην εισήγηση του Δημητρόφ, σημειώνεται για την ιδεολογική πάλη ενάντια στο φασισμό: «Oι κομμουνιστές που ανήκουν σε ένα καταπιεζόμενο, εξαρτημένο έθνος, δεν μπορούν να εμφανιστούν με επιτυχία ενάντια στο σωβινισμό μέσα στις γραμμές του έθνους τους, αν ταυτόχρονα δεν δείξουν έμπραχτα στο μαζικό κίνημα, ότι αυτοί πραγματικά αγωνίζονται για την απελευθέρωση του έθνους τους από τον ξένο ζυγό.
Από την άλλη πάλι μεριά, οι κομμουνιστές του έθνους καταπιεστή δεν είναι σε θέση να διαπαιδαγωγήσουν τις εργαζόμενες μάζες του έθνους τους στο πνεύμα του διεθνισμού, όπως είναι απαραίτητο, αν δεν διεξάγουν αποφασιστικό αγώνα ενάντια στην πολιτική καταπίεσης της «ίδιας τους» της μπουρζουαζίας, για το πλέριο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των υποδουλωμένων από αυτήν εθνών. Αν δεν το κάνουν αυτό, δε διευκολύνουν ούτε και τους εργαζόμενους του καταπιεζόμενου έθνους να ξεπεράσουν τις εθνικιστικές τους προκαταλήψεις. Μόνο αν εμφανιζόμαστε με αυτό το πνεύμα, αν υποδείχνουμε πειστικά σε όλη μας τη μαζική δουλειά, ότι είμαστε το ίδιο ελεύθεροι τόσο από εθνικό μηδενισμό όσο και από αστικό εθνικισμό, μόνο τότε θα μπορέσουμε να διεξάγουμε έναν πραγματικά πετυχημένο αγώνα ενάντια στη σωβινιστική δημαγωγία των φασιστών».
Το 7ο συνέδριο της ΚΔ πήρε αποφάσεις σχετικά με την προώθηση των αντιφασιστικών Λαϊκών μετώπων, στις διάφορες καπιταλιστικές χώρες, σαν βάση του αγώνα των αντίστοιχων λαών ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο._Προσδιορίζοντας τα καθήκοντα της αντιπολεμικής πάλης, η απόφαση της ΚΔ προσδιόριζε επίσης πως «αν ωστόσο ξεσπάσει ο πόλεμος το καθήκον (των κομμουνιστών) είναι να δράσουν για το γρήγορο τερματισμό του και να προσπαθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις ώστε η οικονομική πολιτική κρίση, που προκαλεί ο πόλεμος, να χρησιμοποιηθεί για την αφύπνιση της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών και την επίσπευση έτσι της κατάρρευσης της κυριαρχίας της καπιταλιστικής τάξης».
Παρά τους πεισματικούς αγώνες των εργατών πολλών χωρών ενάντια στο ογκούμενο κύμα του φασισμού και την απειλή του πολέμου, 4 χρόνια ύστερα απ’ το 7ο συνέδριο της ΚΔ, ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Όπως είχε τονιστεί στο 7ο συνέδριο, «οι κύριοι υποκινητές του πολέμου» ήταν οι Γερμανοί φασίστες που πάλευαν για την «ηγεμονία του γερμανικού ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη». Για το χαρακτήρα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο Ι.Β. Στάλιν, μετά τον πόλεμο, θα κάνει την παρακάτω πολύ σημαντική εκτίμηση, στο «Λόγο προς τους εκλογείς του»: «O δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ενάντια στα κράτη του άξονα πήρε από την αρχή χαρακτήρα αντιφασιστικού, απελευθερωτικού πολέμου, που ένας από τους σκοπούς του ήταν και η αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών. Η είσοδος της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο ενάντια στα κράτη του άξονα δεν μπορούσε παρά να δυναμώσει και πραγματικά δυνάμωσε τον αντιφασιστικό και απελευθερωτικό χαρακτήρα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου».