Ότι η υγειονομική κρίση έχει ήδη μετατραπεί σε οικονομική, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι γνωστό. Όσο κι αν λαχανιάζουν τα ΜΜΕ να μας πείσουν για την «καλή διαχείριση» της κρίσης από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, το άμεσο μέλλον-αλλά και το μακροπρόθεσμο- ξεδιπλώνεται ζοφερό.
Οι ξενοδόχοι και λοιποί του τουριστικού κλάδου κάνουν λόγο για απώλεια πάνω από το 50% των αναμενόμενων εσόδων. Γιατί όμως θορυβούμαστε τόσο πολύ από τη χασούρα ενός ούτως ή άλλως ασταθούς τομέα;
Το 2018 ο τουρισμός συνέβαλε στο ΑΕΠ της χώρας μας σε ποσοστό πάνω από 20% απασχολώντας το 1/4 του πληθυσμού. Και αν μιλήσουμε για τον τριτογενή τομέα γενικότερα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 85% του ΑΕΠ (!).
Η οικονομική δραστηριότητα αυτής της κλίμακας στο πεδίο των υπηρεσιών έχει οδηγήσει στην απαξίωση των άλλων, πιο σταθερών και ασφαλών τομέων. Οι νέοι, εφόσον η ενασχόληση με τη γη δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει εισόδημα ικανό νατους θρέψει, στρέφονται προς τον τριτογενή τομέα σανφθηνό εργατικό δυναμικό. Φταίνε όμως οι νέοι και η επιλογές τους για αυτή την απαξίωση;
Όχι. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ από το 1981 και έπειτα επιβάλλει διαρκώς όλο και χαμηλότερα όρια στην αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία με τις υπογραφές, την συναίνεση και στο τέλος την απόλυτη υποταγή των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων. Η Ελλάδα εισάγει τα διπλάσια προϊόντα από αυτά που εξάγει, οδηγούμενη σε σοβαρά ελλείμματα και η ανάγκη για εισαγωγές αυξάνει, εφόσον κάθε χρόνο καλείται να θρέψει διπλάσιο πληθυσμό εξαιτίας του τουρισμού.
Οι ευρωπαίοι δυνάστες κατάφεραν να διαλύσουν τον παραγωγικό ιστό της χώρας και αυτό γίνεται ολοφάνερο από τους αριθμούς των τελευταίων 39 ετών όντας «Ευρωπαίοι». Το 1981 ο πρωτογενής τομέας ήταν ο σημαντικότερος στην ελληνική οικονομία με ποσοστό 37% του ΑΕΠ. Σήμερα με το ζόρι φτάνει το 4%. Σιγά σιγά ισχυροποιούνται τα δεσμά μας από τις χώρες που κυβερνούν την Ευρώπη με τους πιο αισχρούς όρους.
Στην ουσία δηλαδή, η γεωργία από το 1981 και έπειτα κατέρρευσε, και η βιομηχανία παρουσιάζει έκτοτε σταθερή μείωση. Τομείς όπως η αλιεία, η κτηνοτροφία, η γεωργία κλπ. έχουν διαλυθεί, ενώ η απασχόληση στις υπηρεσίες έχει εκτοξευτεί αν αναλογιστούμε πως οι χρηματοπιστωτικές και οι επιχειρηματικέςδραστηριότητεςαυξήθηκαν από το 1981 έως το 2015 από 3,3% σε 11,3% αντίστοιχα.Η εμμονή στο εύκολο και αβέβαιο χρήμα του τουρισμού επιβεβαιώνεται από τον διπλασιασμό των ξενοδοχειακών μονάδων από το 1981 έως και το 2015 και τον τριπλασιασμό των κρεβατιών!
Εκτός από τις οικονομικές συνέπειες της λεγόμενης μονοκαλλιέργειας στον τουρισμό,αμελητέες δεν είναι και οι περιβαλλοντολογικές. Το κόστος για τα φυσικά τοπία είναι γνωστό. Οι παρθένες ομορφιές του τόπου μας όλο και λιγοστεύουν και τη θέση τους παίρνουν πολυτελή ξενοδοχεία και αναρίθμητα νυχτερινάμαγαζιά. Αυτονόητο έχει καταντήσει να είναι ότι τα μαγικά αυτά τοπία είναι πλέον απλησίαστα οικονομικά από τον μέσο Έλληνα πολίτη και στην ουσία διατίθενται μόνο στους ξένους και ντόπιους έχοντες.
Ύστερα από αυτά, το ότι οι κυβερνώντες μιας χώρας -αλλά και οι Ευρωπαίοι
«εταίροι» τους- δεν επιδιώκουν τη βιομηχανική ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό καθώς και την καλλιέργεια της γης του τόπου, τα οποία οδηγούν σε πιο βέβαιη και σταθερή οικονομική ανάπτυξη και εξασφαλίζουν αυτάρκεια σε ένα κράτος, αλλά προτιμάται η επένδυση στον τουριστικό κλάδο ο οποίος δεν οδηγεί πάρα μόνο σε ελλείμματα και σε οιαδήποτε κρίση καταρρέει, σαν αυτή του κορωνοϊού για παράδειγμα, απορρέει εύκολα.
Δήμητρα Κ.
Αναδημοσίευση από το νέο τεύχος του Περιοδικού Πορεία που κυκλοφορεί.