Στις αρχές Αυγούστου ψηφίστηκε στη Βουλή ο νόμος 4485/17 με τίτλο «Οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, ρυθμίσεις για την έρευνα και άλλες διατάξεις». Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που αφορά και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης και προωθεί μια σειρά αλλαγών -στο πνεύμα όλων των προηγούμενων αντιεκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων- με βασικό στόχο την πλήρη στοίχιση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης με την πολιτική που υπαγορεύουν τα μνημόνια των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας ολιγαρχίας του πλούτου. Και η πολιτική αυτή επιτάσσει ένα φθηνότερο, «παραγωγικότερο», ευέλικτο πανεπιστήμιο για λίγους και εκλεκτούς, αφού σύμφωνα και με το νεοφιλελεύθερο δόγμα που -ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις της, υπηρετεί κατά γράμμα και η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας- η γνώση και η μόρφωση δεν είναι για όλους.
Η κατάσταση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
Και είναι ακριβώς αυτή η πολιτική που έχει οδηγήσει σήμερα τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ της χώρας στην κρατική εγκατάλειψη και τη μείωση της χρηματοδότησης σε ποσοστό πάνω από 70%, που έχει κλείσει 155 τμήματα με το σχέδιο «Αθηνά», που έχει μειώσει κατά χιλιάδες τους εισακτέους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που -εξαιτίας των μηδενικών προσλήψεων- έχει αφήσει ολόκληρες σχολές να υπολειτουργούν λόγω της έλλειψης διδακτικού, επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού. Είναι η ίδια πολιτική που χορηγεί στους φοιτητές πτυχία-«διαβατήρια ανεργίας ή μετανάστευσης», που οδηγεί τη νεολαία στο κυνήγι ατομικών προσόντων και στον ανταγωνισμό, για την εξασφάλιση «μιας θέσης στον ήλιο», δηλαδή στην πραγματικότητα για την εξασφάλιση ενός μισθού πείνας, μιας θέσης ελαστικής και ανασφάλιστης εργασίας.
Ο νόμος Γαβρόγλου
Στο πνεύμα λοιπόν της μνημονιακής πολιτικής, αλλά και των προηγούμενων αντιεκπαιδευτικών νομοσχεδίων (Νόμος Διαμαντοπούλου 2011, νόμος Αρβανιτόπουλου 2012, σχέδιο «Αθηνά» 2013), ο νόμος Γαβρόγλου επιχειρεί να προωθήσει μια σειρά αλλαγές που βασικά αφορούν έξι σημεία:
1.Τα ΠΜΣ (Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών).
2.Την ενίσχυση της «έρευνας» μέσω της οικονομικής και διοικητικής «αυτοτέλειας» των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων.
3.Τη θεσμοθέτηση χορήγησης πτυχίων διετούς κύκλου σπουδών.
4.Την αλλαγή της ισχύουσας νομοθεσίας για τα ΤΕΙ.
5.Την εκ νέου συγχώνευση και κατάργηση τμημάτων και σχολών.
6.Την επαναφορά (με ορισμένες αλλαγές) του προηγούμενου μοντέλου διοίκησης των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ.
Αλλά ας δούμε πιο συγκεκριμένα τι προβλέπει για καθένα από αυτά τα σημεία ο νέος νόμος και πού ακριβώς συνίσταται η δική μας κριτική:
Δίδακτρα στα μεταπτυχιακά
1. Σε ό, τι αφορά τα ΠΜΣ, ο νόμος Γαβρόγλου προβλέπει τη θεσμοθέτηση διδάκτρων σε όλα τα μεταπτυχιακά. Μέχρι σήμερα, μια σειρά σχολές και τμήματα είχαν βάλει δίδακτρα σε αρκετά μεταπτυχιακά προγράμματα (αφού το ύψος των διδάκτρων και η αυτοχρηματοδότηση των μεταπτυχιακών αποτελεί και ένα από τα κριτήρια για το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης ενός ιδρύματος). Ωστόσο, κάτω και από την πίεση των αγώνων του φοιτητικού και του ευρύτερου εκπαιδευτικού κινήματος, είχε αποτραπεί η γενίκευση και η πλήρης απελευθέρωση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά. Κι αν η Κυβέρνηση σε μια πρώτη φάση είχε υποσχεθεί την ύπαρξη πλαφόν μέχρι 1.600€ το πολύ στο ύψος των διδάκτρων, φαίνεται ότι κατά την κατάθεση του νομοσχεδίου λησμόνησε γρήγορα την υπόσχεσή της. Αυτό βέβαια που δε λησμόνησε, ήταν η δημιουργία πλαφόν στους δικαιούχους δωρεάν μεταπτυχιακών (μέχρι 30% επί του συνόλου!). Τα κριτήρια για να μπορέσει κανείς να δικαιούται δωρεάν είσοδο σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών είναι φυσικά οικονομικά και το ύψος του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος ορίζεται περίπου στα 5.250€, δηλαδή γύρω στα 437€ τον μήνα! Αν πάλι οι φοιτητές που πληρούν το παραπάνω κριτήριο ξεπερνούν το 30% του συνολικού ποσοστού των μεταπτυχιακών φοιτητών, τότε οι θέσεις για τα δωρεάν μεταπτυχιακά θα δίνονται στους φοιτητές με το χαμηλότερο προς το υψηλότερο εισόδημα. Υπενθυμίζουμε ότι για τα ΠΜΣ δεν προβλέπεται η διανομή δωρεάν συγγραμμάτων, καθώς και ότι οποιοδήποτε κόστος που αφορά αναλώσιμα, βιβλία κλπ. επιβαρύνει τους ίδιους τους φοιτητές.
Πρόκειται για ένα βαθύτατα ταξικό μέτρο, που καταρχήν κλείνει την πόρτα προς τα μεταπτυχιακά σε χιλιάδες φοιτητές. Ακόμα, και λόγω των απαιτήσεων της αγοράς εργασίας, αναγκάζει όσους θέλουν να παρακολουθήσουν κάποιο μεταπτυχιακό να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Στην ίδια τσέπη που ματώνει καθημερινά από τη φορομπηχτική πολιτική, τις μειώσεις των μισθών, τις απολύσεις και την ανεργία. Τέλος, η θεσμοθέτηση διδάκτρων στα μεταπτυχιακά ανοίγει και τον ασκό του Αιόλου σε ό, τι αφορά τη μελλοντική εισαγωγή διδάκτρων και στα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών. Άλλωστε, τα δίδακτρα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης αποτελούν βασική κατεύθυνση και επιταγή των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Έρευνα» στην υπηρεσία της αγοράς
2. Στο νόμο Γαβρόγλου, ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος είναι αφιερωμένο στη λεγόμενη «έρευνα». Διανθισμένος με εύηχες λέξεις και φράσεις όπως «καινοτομία», «ανάπτυξη», «προαγωγή της γνώσης», ο νόμος δίνει την εντύπωση ότι η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ενδιαφέρεται πραγματικά για την έρευνα των δημόσιων τριτοβάθμιων ιδρυμάτων. Αν βέβαια διαβάσει κανείς λίγο πιο προσεχτικά τις διατάξεις που αφορούν την έρευνα, γρήγορα θα καταλάβει ότι πίσω από τις ωραίες λέξεις κρύβεται η πλήρης κρατική εγκατάλειψη των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων. Και αυτό διότι η «έρευνα» που ευαγγελίζεται το υπουργείο Παιδείας, όπως άλλωστε ήδη συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια σε μια σειρά σχολές και τμήματα συνδέεται με την οικονομική «αυτοτέλεια» των ιδρυμάτων, με τη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και φυσικά με την εναρμόνιση των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς. Η στροφή προς την ιδιωτική πρωτοβουλία, προς το ντόπιο και ξένο μεγάλο κεφάλαιο, το κυνήγι χρηματοδότησης από ιδιώτες (που έχουν λόγο όχι μόνο στα ερευνητικά προγράμματα, αλλά και στην ίδια τη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών των ιδρυμάτων!) και η θυσία της δημόσιας και δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο βωμό του κέρδους των μεγάλων επιχειρήσεων δεν αποτελεί βέβαια κάποια καινοτομία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Κάθε αντιδραστική αντιεκπαιδευτική αλλαγή που έφερνε κάθε κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, συνοδευόταν με τις ίδιες λίγο-πολύ διατάξεις για την «έρευνα». Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στην έρευνα, οφείλουμε να βάζουμε το ίδιο ερώτημα που για χρόνια έβαζε και συνεχίζει να βάζει το εκπαιδευτικό κίνημα και για τη λεγόμενη «αξιολόγηση»: Από ποιον και για ποιον;
Πτυχία πολλών ταχυτήτων
3. Το τρίτο σημείο αφορά τη θεσμοθέτηση διετών προγραμμάτων σπουδών, καθώς και τη μετατροπή των πενταετών προγραμμάτων σπουδών σε master. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργούνται πτυχία, άρα και φοιτητές πολλών ταχυτήτων. Πρόκειται για ένα ακόμη μέτρο στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός ταξικού Πανεπιστημίου, στο οποίο δε θα έχουν θέση τα παιδιά των φτωχών λαϊκών οικογενειών. Η υποβάθμιση των πτυχίων, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους σπουδών και τη μετακύλισή του στις πλάτες των φοιτητών, συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική των μνημονίων. Στο βαθμό που το πτυχίο δεν αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση για δουλειά, πόσο μάλλον όταν αυτό διαιρείται σε πολλαπλές ταχύτητες, κυριαρχεί η ανθρωποφαγία και το κυνήγι ατομικών προσόντων μέσα από την παρακολούθηση των λεγόμενων Κέντρων Δια Βίου Μάθησης, των διαφόρων Μεταλυκειακών Ιδρυμάτων, όπως τα ΙΕΚ, κυριαρχεί η συλλογή διαφόρων πιστοποιητικών και η παρακολούθηση σεμιναρίων (εννοείται επί πληρωμή και εξαιρετικά αμφίβολης ποιότητας). Όπως λοιπόν στην κοινωνία υπάρχουν εργαζόμενοι και μισθοί πολλών ταχυτήτων, δε θα μπορούσε αυτό να μη βρίσκει την έκφρασή του και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Υποβάθμιση των ΤΕΙ
4. Σε ό, τι αφορά τις διατάξεις του νόμου Γαβρόγλου για τα ΤΕΙ, απλώς επανεπιβεβαιώνεται η τρίτη από το 2001 «ανωτατοποίησή» τους, ενώ μετονομάζονται τα όργανα διοίκησης και οι καθηγητές, δηλαδή οι πρόεδροι και οι αντιπρόεδροι των ΤΕΙ μετονομάζονται αντίστοιχα σε Πρυτάνεις και Αντιπρυτάνεις, καθώς και οι καθηγητές σε μέλη ΔΕΠ. Πρόκειται φυσικά μόνο για ονομαστική «αναβάθμιση» των ΤΕΙ και των διοικητικών τους οργάνων, αφού κατά τ’ άλλα και η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δεν έχει κάνει το παραμικρό για τη στοιχειώδη ενίσχυση των τεχνολογικών ιδρυμάτων. Αποτελεί το λιγότερο κοροϊδία και χυδαία υποκρισία να μιλούν για «αναβάθμιση» των ΤΕΙ, την ίδια στιγμή που είναι αμφίβολο αν ολόκληρα τμήματα και ιδρύματα θα μπορέσουν να λειτουργήσουν εξαιτίας της πενιχρής χρηματοδότησης, την ίδια στιγμή που δεκάδες τμήματα ΤΕΙ συγχωνεύτηκαν και καταργήθηκαν (κάτι που προβλέπει ρητά για το προσεχές μέλλον και ο νόμος Γαβρόγλου), την ίδια στιγμή που οι σπουδαστές στοιβάζονται στα τμήματα και τα εργαστήρια λόγω των τεράστιων ελλείψεων σε καθηγητές, επιστημονικό προσωπικό, υλικοτεχνικές υποδομές και εργαστηριακό εξοπλισμό. Με το ένα χέρι υπογράφουν τη δήθεν «αναβάθμιση» των ΤΕΙ και με το άλλο τα οδηγούν στην πλήρη υποβάθμιση. Η υποκριτική αναβάθμιση των ΤΕΙ φάνηκε ξεκάθαρα πριν την ψήφιση του νόμου, όπου η κυβέρνηση, διά στόματος του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα εξήγγειλε τη μετονομασία (δηλαδή στην πραγματικότητα τη συγχώνευση) του ΤΕΙ Αθήνας και του ΤΕΙ Πειραιά σε «Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής». Ας δούμε λοιπόν και ας βγάλουμε τα συμπεράσματά μας για το πόσες συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων θα ακολουθήσουν την εκ νέου «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, πόσους χιλιάδες σπουδαστές λιγότερους θα χωρούν τα νέα «αναβαθμισμένα» τεχνολογικά ιδρύματα. Χαρακτηριστική είναι η πρόταση της νέας πρύτανη του ΤΕΙ Αθήνας για τη συγχώνευση τμημάτων πριν καν προχωρήσει η συγχώνευση των δύο μεγαλύτερων ΤΕΙ της χώρας.
Νέες συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων και σχολών
5. 4 χρόνια μετά το κακόφημο «Σχέδιο Αθηνά», με το οποίο συγχωνεύτηκαν πάνω από το 30% των τότε υφιστάμενων τμημάτων, ο νόμος Γαβρόγλου έρχεται τώρα να προαναγγείλει νέες συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων και σχολών. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 του νόμου σύμφωνα με το οποίο είναι δυνατό «...με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, ιδρύονται, συγχωνεύονται, κατατέμνονται, μετονομάζονται και καταργούνται Α.Ε.Ι. και μεταβάλλεται η έδρα τους, όταν: (...), β) επιβάλλεται από τον δυσανάλογα μεγάλο ή μικρό ετήσιο αριθμό φοιτητών ή αποφοίτων ανά μέλος Δ.Ε.Π. σε ένα Α.Ε.Ι. ή γ) η λειτουργία μεμονωμένων Α.Ε.Ι. όχι μόνο δεν δικαιολογείται επιστημονικά αλλά, αντιθέτως, δυσχεραίνει την έρευνα και τη διδασκαλία στα αντίστοιχα γνωστικά πεδία ή δ) συνάδει με τις οικονομικές και κοινωνικές αναπτυξιακές ανάγκες και τις δυνατότητες της χώρας ή μιας συγκεκριμένης περιφέρειας.» Ακριβώς στα ίδια επιχειρήματα στηρίχτηκε όλη η αντιδραστική προπαγάνδα, κατά το προηγούμενο κύμα συγχωνεύσεων και καταργήσεων τμημάτων, το οποίο οδήγησε χιλιάδες φοιτητές έξω από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, πέρα από τους δεκάδες έμμεσους εξεταστικούς, οικονομικούς και ταξικούς φραγμούς που υψώνει στους νέους φοιτητές, κάνει ένα βήμα παραπέρα, δείχνοντας την κυριολεκτική άμεση έξοδο από το πανεπιστήμιο σε όσους φοιτητές δεν έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν πόλη (κάτι που γίνεται κατά κόρον κατά τη συγχώνευση τμημάτων και σχολών), μειώνοντας ταυτόχρονα και κατά πολύ τον αριθμό των εισακτέων στα τριτοβάθμια ιδρύματα.
Αλλαγές στα όργανα διοίκησης, αυταπάτες και πραγματικότητα
6. Κάνοντας λόγο για «επαναφορά της δημοκρατίας» στα Πανεπιστήμια, η κυβέρνηση μέσω του νόμου Γαβρόγλου κατήργησε τα εξωπανεπιστημιακά Συμβούλια Διοίκησης που ορίζονταν από την εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, επαναφέροντας λίγο-πολύ το προηγούμενο μοντέλο διοίκησης των Πανεπιστημίων. Εδώ λοιπόν χρειάζεται να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις: Επισήμανση πρώτη: Τα Συμβούλια Διοίκησης (που θεσμοθετήθηκαν από το 2011 με το νόμο Διαμαντοπούλου) επί της ουσίας δε λειτούργησαν ποτέ ως όργανα διοίκησης, διατηρώντας βασικά έναν πλήρως διακοσμητικό ρόλο. Επισήμανση δεύτερη: Το λεγόμενο «αυτοδιοίκητο» των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων αποτελεί στάχτη στα μάτια του εκπαιδευτικού κόσμου, αφού στην πραγματικότητα η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική παραμένει ίδια, όποιο και αν είναι το μοντέλο διοίκησης. Όσο λοιπόν και αν τα Συμβούλια Διοίκησης αποτελούσαν όργανα αντιδραστικά που δεν είχαν καμία σχέση με την ακαδημαϊκή κοινότητα, θα τρέφαμε σοβαρές αυταπάτες αν θεωρούσαμε ότι η Σύγκλητος ή το Πρυτανικό Συμβούλιο αποτελούν όργανα προοδευτικά, πόσο δε μάλιστα όταν στην πράξη έχει αποδειχτεί ουκ ολίγες φορές ότι τα όργανα αυτά εξαντλούν τον ρόλο τους στην «αυτοδιοίκηση» των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων βασικά μέσα από τη διαχείριση της τραγικής οικονομικής τους κατάστασης. Επισήμανση τρίτη: Η κυβέρνηση κομπορρημονεί για την επαναφορά της αύξησης του αριθμού των φοιτητών στα διοικητικά όργανα των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, μιλώντας για τη σημασία της συνδιοίκησης. Οφείλουμε να κάνουμε καθαρό ότι η συνδιοίκηση δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο παρά ένα μέσο για τη συμμετοχή των φοιτητών στο έργο της διάλυσης της δημόσιας-δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μέσα από την ψευδαίσθηση της «συμμετοχής», γίνεται προσπάθεια να καλλιεργηθεί η αντίληψη στους φοιτητές ότι είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι για την κατάσταση που επικρατεί στις σχολές μας.
Η κάλπικη αντιπαράθεση κυβέρνησης-αντιπολίτευσης
Αυτές είναι ορισμένες από τις βασικές πλευρές σε ό, τι αφορά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση του νέου νόμου για την παιδεία. Ο νόμος Γαβρόγλου αποτελεί στην πραγματικότητα ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ της επιχείρησης διάλυσης της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης, έναν ακόμη νόμο που φέρνει το Πανεπιστήμιο στα μέτρα των μνημονίων και της υποτέλειας, στα μέτρα που επιβάλλουν οι επιταγές των αντιεκπαιδευτικών κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ. Γι’ αυτό κιόλας η αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα υπόλοιπα αστικά και πρώην κυβερνητικά κόμματα, ιδιαίτερα τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ δεν έγινε στη βάση των πραγματικών προβλημάτων του εκπαιδευτικού κόσμου ή στη βάση των σημείων εκείνων του νόμου που απασχολούν την πλειοψηφία των φοιτητών όπως είναι τα δίδακτρα ή η υποχρηματοδότηση ή η διάλυση των πτυχίων, αλλά στη βάση άλλων ζητημάτων με στόχο τον αποπροσανατολισμό του κόσμου από τα φλέγοντα σημεία του νόμου.
Από την αντιπαράθεση που διεξήχθη στη Βουλή και σε ό, τι αφορά το θέμα της επαναφοράς του ασύλου, δε θα μπορούσε μία αριστερή τοποθέτηση να μη θεωρήσει ότι αποτελεί μια αντικειμενικά θετική εξέλιξη στην οποία έπαιξαν ρόλο τόσο οι αγώνες του φοιτητικού και ευρύτερα του εκπαιδευτικού κινήματος για την υπεράσπιση των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, όσο και η βαθιά και μεγάλη αγωνιστική και δημοκρατική παράδοση των φοιτητικών συλλόγων και συνολικά η ιστορία του ελληνικού φοιτητικού κινήματος. Από την άλλη, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε την τεράστια υποκρισία μιας κυβέρνησης που απ’ τη μία κομπορρημονεί για την «επαναφορά της δημοκρατίας» στα πανεπιστήμια, την ίδια στιγμή που στήνει μαθητοδικεία, που χτυπά με ΜΑΤ και δακρυγόνα εργατικές και λαϊκές διαδηλώσεις, που σέρνει με αβάσιμες και ανύπαρκτες κατηγορίες φοιτητές στα δικαστήρια και τις φυλακές, όπως πρόσφατα έγινε με την περίπτωση της Ηριάννας Β.Λ.
Τι να κάνουμε
Κλείνοντας, αν από τη μία βασικός όρος για την ανατροπή του νόμου Γαβρόγλου αποτελεί η ενημέρωση, η συγκρότηση επιχειρηματολογίας και συγκεκριμένων θέσεων πάνω στα κομβικά σημεία του νόμου, όπως και συνολικά η διαμόρφωση συγκεκριμένης άποψης και τοποθέτησης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, από την άλλη η διαδικασία αυτή θα μείνει στα μισά του δρόμου αν δε συνδεθεί με την ανάγκη αφύπνισης των ίδιων των φοιτητών. Για να μπορέσει το φοιτητικό κίνημα να ορθώσει το ανάστημά του και να παλέψει αποτελεσματικά απέναντι στο νέο νόμο-έκτρωμα, αυτό θα το κάνει μόνο μέσα από τη συσπείρωση των φοιτητών στους συλλόγους τους, την πραγματοποίηση μαζικών Γενικών Συνελεύσεων και την ενότητα πάνω στον κεντρικό στόχο πάλης για την ανατροπή του νόμου. Αναμφίβολα, ο νόμος Γαβρόγλου δεν αποτελεί την τελευταία σκηνή στο έργο της επιχείρησης διάλυσης της δημόσιας και δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όσο όμως ο εκπαιδευτικός κόσμος δεν ορθώνει αντιστάσεις ακόμη και σε επιμέρους πλευρές της αντιεκπαιδευτικής και αντιλαϊκής πολιτικής, η τελευταία κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος. Και αντίστοιχα από την άλλη, κάθε μικρός και μεγάλος αγώνας (ανεξάρτητα απ’ το άμεσο αποτέλεσμά του) είναι αγώνας που δίνει πνοή, κουράγιο και ελπίδα όχι μόνο στον κόσμο της εκπαίδευσης, αλλά συνολικά στον λαό μας.