Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Λαϊκός Δρόμος" με τιτλο: Οι συνθήκες που έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία. Σύντομα θα αναρτηθεί και το 2ο, και τελευταίο, μέρος του άρθρου.
Στις σημερινές συνθήκες, οι εκλογές στη Βαυαρία και ο διπλασιασμός της εκλογικής δύναμης των «φασιστών με γραβάτες» πρέπει να μας προβληματίσουν σοβαρά.
Αν μάλιστα οι ευρωφασίστες, από τη Λεπέν ως τον Όρμπαν, κατορθώσουν να συντονιστούν ως τις ευρωεκλογές, τότε θ’ αποτελέσουν έναν ισχυρότερο πολιτικό πόλο με σημαία την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και την κούφια αντιπαράθεση ενάντια στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Επισημάναμε ήδη ότι η ιστορική αναφορά πρέπει να μας προσφέρει πολύτιμα και χρήσιμα συμπεράσματα και να μην χρησιμοποιείται ως «σκονάκι αντιγραφής».
Η γνώση των ιστορικών γεγονότων αναμφίβολα μας βοηθάει να δούμε τις αναλογίες και να κάνουμε αναγκαίους παραλληλισμούς.
Η άνοδος (και πτώση) του γερμανικού φασισμού είναι ένα τέτοιο πεδίο.
Το άρθρο χωρίζεται στα κεφάλαια:
α) Η άνοδος των ΝΑΖΙ
β) Η δημοκρατία της Βαϊμάρης
γ) Το κεφάλαιο και ο ναζισμός
δ) Κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες
ε) Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών
στ) Συνόψιση – συμπεράσματα
α) Η άνοδος των ΝΑΖΙ στη Γερμανία
Για τους ιστορικούς υλιστές και σοβαρούς επιστήμονες η άνοδος του φασισμού στη Γερμανία δεν σχετίζεται με τις μεγαλομανίες και υστερικότητες του Α. Χίτλερ. Είναι ιστορία βαθειά συνυφασμένη με την ανάγκη της άρχουσας τάξης της Γερμανίας να ξεφύγει από την ήττα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να συγκροτηθεί και να απαιτήσει νέες αγορές.
Η προπαγανδιστική μηχανή των Γερμανών φασιστών εμφανίζεται σε τρία επίπεδα:
α) στο ρεβανσισμό και την επέκταση (άνσλους ή θεωρία του ζωτικού χώρου)
β) στην καθαρότητα της φυλής (άριοι – Εβραίοι)
γ) στην εκδίωξη - καταδίωξη των κομμουνιστών και των «μη κανονικών» (ανάπηροι, ομοφυλόφιλοι κλπ).
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την περίοδο 1924 – 1929, η γερμανική βιομηχανία αναδιοργανώνεται με τη βοήθεια κυρίως αμερικανικών δανείων και ξένων επενδύσεων. Χάρη στα αμερικάνικα δάνεια, η γερμανική βιομηχανία αυξάνει κατά ένα τρίτο την παραγωγική ικανότητά της. Αλλά ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας οδηγεί στην αύξηση της τεχνικής ανεργίας και η συγκέντρωση επιτρέπει στα μονοπώλια να αυξάνουν αυθαίρετα τις τιμές πώλησης υπονομεύοντας την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Το γερμανικό κεφάλαιο «διψά» για νέες αγορές.
Όμως, ενώ ετοιμάζονται για την κατάκτηση των διεθνών αγορών, ξεσπά η οικονομική κρίση. Έτσι, ο δείκτης παραγωγής από 101,4 το 1929 (με δείκτη 100 το 1928) πέφτει στο 60 στα τέλη του 1931. Τον Φεβρουάριο του 1931 ο αριθμός των ανέργων ξεπερνά τα 4 εκατομμύρια. Η βιομηχανική κρίση συνοδεύεται από ανάλογη κρίση του τραπεζικού συστήματος και την απαρχή χρεωκοπιών τραπεζών.
Έτσι οι κεφαλαιοκράτες θίγονται ιδιαίτερα από αυτή την καταστροφή. Μόνο με τη βοήθεια ενός ισχυρού κράτους μπορούν να ξαναβάλουν μπροστά τον μηχανισμό αναπαραγωγής του κεφαλαίου και αναγέννησης των κερδών τους. Για να το πετύχουν θα πρέπει να συντριβούν οι μισθοί και οι εργατικές κατακτήσεις, να διαλυθούν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις, να καταργηθούν οι «κοινωνικές δαπάνες». Το κράτος οφείλει να στηρίξει οικονομικά τις επιχειρήσεις και να ξαναβάλει μπροστά την παραγωγή τους μέσω κρατικών παραγγελιών. Η κρίση θίγει και τη γεωργία και έτσι οι μεγάλοι γαιοκτήμονες απαιτούν και αυτοί τη συνδρομή του κράτους για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Σ’ αυτό το υπόβαθρο στηρίζεται η απόφαση των μεγιστάνων της βιομηχανίας και των τραπεζών να στηρίξουν το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP) του Χίτλερ και τελικά να το προωθήσουν στην κρατική εξουσία.
Στις 30 Μαρτίου 1930 ο στρατάρχης Χίντενμπουργκ, πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1925, διορίζει καγκελάριο τον Μπρύνινγκ, ηγέτη του καθολικού κόμματος Zentrum (Κέντρο). Όταν ένα διάταγμα για την περικοπή των δημόσιων δαπανών απορρίπτεται από το Ράιχσταγκ, ο Μπρύνινγκ πετυχαίνει μέσω του προέδρου τη διάλυση του Ράιχσταγκ και την προκήρυξη εκλογών στις 14 Σεπτεμβρίου 1930.
Η κατάσταση είναι ευνοϊκή για το ναζιστικό κόμμα του Χίτλερ. Στο έδαφος του βαθέματος της κρίσης τα κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα, αγρότες και λούμπεν στοιχεία θεωρούν ότι η δημοκρατία τούς πρόδωσε και το σύστημα πρέπει να καταργηθεί και στελεχώνουν τις οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος. Στην προεκλογική εκστρατεία του Χίτλερ κυριαρχούν το θέμα της ανάγκης «ζωτικού χώρου» για τη Γερμανία και η επίθεση ενάντια στην κοινοβουλευτική και «κομματική δημοκρατία» που διαιρεί το λαό (αυτό κάτι μας θυμίζει), κατάσταση την οποία μόνο το ναζιστικό κόμμα μπορεί να υπερβεί δημιουργώντας μια καινούρια ενότητα του Volk (λαού). Η προεκλογική καμπάνια του ναζιστικού κόμματος, χάρη και στα τεράστια υλικά μέσα που του παρέχουν οι μεγιστάνες του πλούτου, στέφεται με την εκλογή 107 ναζιστών βουλευτών στο Ράιχσταγκ (18,25% των ψήφων έναντι 2,6% στις εκλογές του 1928 και 12 βουλευτές).
Οι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών είναι τα αστικά κόμματα της Δεξιάς και του Κέντρου. Η εκλογική βάση των εργατικών κομμάτων, του SPD και του KPD (που γνωρίζει άνοδο στο 13,1% των ψήφων) είναι η μόνη που αντιστέκεται στην πίεση των ναζιστών.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1931 η Reichsverband der Deutschen Industrie (RDI), η ένωση των Γερμανών βιομηχάνων, απευθύνει τελεσίγραφο στον Μπρύνινγκ με το οποίο απαιτεί νέα μείωση των κοινωνικών δαπανών, νέες φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο. Έτσι ο Μπρύνινγκ προχωρά σε κυβερνητικό ανασχηματισμό, αναθέτοντας το υπουργείο Οικονομικών στον Βάρμπολντ, αφεντικό της IG Farben, και το υπουργείο Εσωτερικών στον στρατηγό Γκρένερ, ήδη υπουργό της Reichswehr.
Οι σχέσεις του Χίτλερ με τα επιχειρηματικά περιβάλλοντα εντείνονται. Το 1932 στη λέσχη της Βιομηχανίας του Ντύσελντορφ, μπροστά σε 300 επιχειρηματίες, ο Χίτλερ πρότεινε στους συνομιλητές του μια απολυταρχική κυβέρνηση που θα συνέτριβε τους κομμουνιστές και θα απαιτούσε «ένα μεγάλο ζωτικό χώρο με μεγάλη εσωτερική αγορά και την προστασία της οικονομίας στο εξωτερικό, χάρη στη συγκεντροποίηση της γερμανικής δύναμης». Ο μεγαλοβιομήχανος Ζήμενς υπογράμμιζε μπροστά στους Αμερικανούς βιομήχανους και τραπεζίτες τη σημασία του ναζιστικού κόμματος «του οποίου ο κύριος στόχος ήταν ο αγώνας εναντίον του σοσιαλισμού και της λογικής κατάληξής του, του κομμουνισμού» και αντιπαρέθετε την πολιτική σεβασμού της νομιμότητας από τη μεριά του Χίτλερ στην απειλή κομμουνιστικής επανάστασης.
Η θητεία του προέδρου Χίντενμπουργκ έληγε στις αρχές του 1932. Στις προεδρικές εκλογές τον Μάρτιο του 1932, η σοσιαλδημοκρατία - πάντα στο όνομα του μικρότερου κακού - στηρίζει τον Χίντενμπουργκ. Στον πρώτο γύρο των εκλογών ο Χίντενμπουργκ θα κερδίσει το 49,6% των ψήφων, ο Χίτλερ το 30,1% και ο Ταίλμαν, ο υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος, το 13,2%. Στον δεύτερο γύρο ο Χίντενμπουργκ επανεκλέγεται με το 53% των ψήφων, αλλά ο Χίτλερ κερδίζει άλλα δύο εκατομμύρια ψήφους και φτάνει στο 36,9%.
Ακολουθούν οι εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932. Οι εθνικοσοσιαλιστές αναδεικνύονται πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, με δεύτερο κόμμα το SPD. Τα εκλογικά κέρδη των ναζιστών πραγματοποιούνται εις βάρος των παραδοσιακών κομμάτων της Δεξιάς και των διαφόρων σχηματισμών του Κέντρου, οι οποίοι ουσιαστικά εξαφανίζονται από τον πολιτικό χάρτη. Το μόνο αστικό κόμμα που διατηρεί την εκλογική δύναμή του είναι το κόμμα του Κέντρου. Οι ψήφοι της Αριστεράς διατηρούνται σταθερές και συνεχίζεται η μετατόπιση από τη σοσιαλδημοκρατία στο Κομμουνιστικό Κόμμα (5.370.000 ψήφοι για το KPD και 7.960.000 για το SPD).
Οι εκλογικές επιτυχίες των ναζιστών συνοδεύονται από την ενίσχυση της ναζιστικής τρομοκρατίας, κυρίως μετά την άρση της απαγόρευσης των SA (Σωμάτων Ασφαλείας) από τον φον Πάπεν. Οι επιδρομές των SA στις εργατογειτονιές αφήνουν πάντα πίσω τους νεκρούς και τραυματίες. Έτσι οι ναζιστές απαιτούν την καγκελαρία.
Το Ράιχσταγκ που συγκαλείται στις 12 Σεπτεμβρίου καταψηφίζει την κυβέρνηση φον Πάπεν με 512 ψήφους, έναντι 42 υπέρ και 5 αποχών.
β) Η δημοκρατία της Βαϊμάρης
Πρόκειται για μία μυθοποίηση που πάτρωνές της είναι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και η ιστορική αναθεώρηση.
Έτσι ονομάστηκε το πολίτευμα της Γερμανίας από το 1919 ως το 1933, χρονιά που ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία. Όταν η μοναρχία του Κάιζερ ανατρέπεται τον Νοέμβρη του 1918, στην κυβέρνηση της Γερμανίας έρχονται οι σοσιαλδημοκράτες όλων των αποχρώσεων και το Κέντρο.
Στις 3 Νοέμβρη 1918 τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων στο Κίελο στασιάζουν· η στάση πνίγεται στο αίμα από τον Γκουστάβ Νόσκε, ανώτατο στέλεχος της κυβέρνησης και του SPD.
Αμέσως μετά σ’ όλη τη Γερμανία ξεσπούν διαδηλώσεις και απεργίες, αναγκάζοντας τη βασιλεία των Βίτελσμπαχ – Χοετζόλερν να αποσυρθεί.
Στις 30 Νοέμβρη γίνονται καθολικές εκλογές στις οποίες ψηφίζουν για πρώτη φορά και οι γυναίκες. Οι εκλογές αναδεικνύουν ως πρώτο κόμμα το SPD (σοσιαλδημοκράτες).
Ωστόσο η κυβέρνηση των Σάιντεμαν – Έμπερτ - Νόσκε συμμαχεί γοργά με τη γερμανική αστική τάξη για να πνίξει την επελαύνουσα εξέγερση. Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες μεταβάλλονται σε σφαγείς του προλεταριάτου και συνασπίζονται με το βιομηχανικό κατεστημένο, τους μεγαλογαιοκτήμονες (Γιούγκερς) και τον πρωσικό μιλιταρισμό. Αυτοί επέλεξαν ως κύριο στόχο την επαναστατική αριστερά και αψήφησαν – αν δεν επώασαν - το φασιστικό φίδι.
Ανάμεσα στον Νοέμβρη 1918 και τον Γενάρη 1919 στη Γερμανία επικρατεί αναβρασμός. Εργοστασιακά συμβούλια κατά το πρότυπο των σοβιέτ ξεπηδούν παντού· ο Καρλ Λήμπκνεχτ αρνείται να γίνει υπουργός στην κυβέρνηση Έμπερτ, το Κέντρο διχάζεται, το αίτημα για εργατική κυβέρνηση και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ισχυροποιείται. Όμως οι κομμουνιστές και οι ανεξάρτητοι σοσιαλιστές είναι αδύναμοι οργανωτικά και με λίγη απήχηση στον αγροτικό κόσμο.
Η κυβέρνηση του προδότη Έμπερτ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Σπαρτακιστές, στρέφεται στο στρατό που παραμένει θωρακισμένος και είναι προπύργιο της αντίδρασης.
Στις 30 Δεκέμβρη 1918 στο Βερολίνο η παγγερμανική Συνδιάσκεψη της Ένωσης Σπάρτακος μετασχηματίζεται σε Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) και σ’ αυτό προσχωρεί η αριστερή πτέρυγα των ανεξάρτητων σοσιαλιστών. Η συνδιάσκεψη, με εμβληματικές προσωπικότητες τον Καρλ Λήμπκνεχτ και την Ρόζα Λούξεμπουργκ, απορρίπτει περιφρονητικά τον συμβιβασμό που προτείνει η κυβέρνηση Έμπερτ, δηλαδή τον αφοπλισμό των εργατών και την παύση των κινητοποιήσεων. Ωστόσο, οι εκκλήσεις των Ρώσων μπολσεβίκων (με τον Ράντεκ) που βρίσκονται στη συνδιάσκεψη να καταλάβουν αμέσως την εξουσία δεν εισακούονται.
Αυτή η διστακτικότητα – αναβλητικότητα θα κοστίσουν στην υπόθεση της Επανάστασης στη Γερμανία, αφού η κυβέρνηση Έμπερτ – Σάιντεμαν έχοντας στα χέρια της τον κρατικό μηχανισμό, και κυρίως το στρατό, αναδιοργανώνεται και αντεπιτίθεται.
Το βράδυ της 15ης Γενάρη 1919 οι Λούξεμπουργκ – Λήμπκνεχτ συλλαμβάνονται και δολοφονούνται από το στρατό.
Η επανάσταση καταστέλλεται και οι νεκροί ξεπερνούν τους χίλιους.
Μία βδομάδα αργότερα από την ομαδική σφαγή των κομμουνιστών γίνονται εκλογές για το κοινοβούλιο. Οι σοσιαλδημοκράτες παίρνουν 163 έδρες (από τις 421), το Κέντρο 91 έδρες, οι Δημοκράτες 75 έδρες, οι εθνικιστές 44 έδρες, οι ανεξάρτητοι σοσιαλιστές 22 έδρες και οι μοναρχικοί 19 έδρες. Οι Σπαρτακιστές απείχαν. Η συνθήκη των Βερσαλλιών που ακολούθησε ταπείνωσε τη Γερμανία σ’ όφελος της Γαλλίας, γεννώντας έναν παγγερμανικό ρεβανσισμό.
Την περίοδο που ακολουθεί και στη βάση της απόρριψης της συνθήκης των Βερσαλλιών στη Γερμανία καλλιεργείται μαζικά ο εθνικισμός.
Οι ψηφοφόροι στρέφονται προς τα δεξιά, ο εθνικισμός – μιλιταρισμός δυναμώνουν. Ο Χίτλερ ύστερα από το αποτυχημένο πραξικόπημα το 1923 στο Μόναχο (κίνημα της μπυραρίας, όπως ονομάστηκε) βρίσκει εύφορο έδαφος για να απλώσει τις φιλοπόλεμες, ρατσιστικές και αντικομμουνιστικές θέσεις του.
Η δημοκρατία της Βαϊμάρης και η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών των Έμπερτ – Νόσκε – Σάιντεμαν δεν σύντριψαν μόνο την εξέγερση των Σπαρτακιστών και δολοφόνησαν τους ηγέτες της αριστεράς. Καλλιέργησαν το κλίμα για την εμφάνιση και ανάπτυξη του ναζισμού κι αυτό το αναμφισβήτητο γεγονός αποτελεί συμπέρασμα – οδηγό για το σήμερα.