Η συμφωνία της βρετανικής κυβέρνησης και της ΕΕ για το Brexit, που έφερε τελικά η Μέι ύστερα από αναβολές και παλινωδίες προς ψήφιση στη Βουλή των κοινοτήτων, την Τρίτη 15 Γενάρη, καταψηφίστηκε με συντριπτικό τρόπο, 432 κατά με 202 υπέρ, επιφέροντας μια βαριά πολιτική ήττα στην κυβέρνηση Μέι, μια πανωλεθρία. Με την πιο βαθειά και παρατεταμένη κρίση της νεότερης ιστορίας του βρίσκεται αντιμέτωπος ο βρετανικός ιμπεριαλισμός και οι πολιτικοί του εκφραστές, το πολιτικό σύστημα, η κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα. Η καταψήφιση της μεταβατικής συμφωνίας, που θα έμπαινε σε εφαρμογή την επομένη της εξόδου της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, στις 29 Μάρτη, οδηγεί σε μεγαλύτερο βάθεμα της κρίσης, σε όξυνση όλων των αντιθέσεων, τόσο στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της βρετανικής κεφαλαιοκρατίας, όσο και μέσα στην κοινωνία. Το κόμμα των Εργατικών ύστερα από αυτό το αποτέλεσμα κατέθεσε πρόταση μομφής ενάντια στην κυβέρνηση και για προσφυγή σε εκλογές που συζητείται σήμερα.
Από τον Ιούνη του 2016 που η πλειοψηφία του βρετανικού λαού ψήφισε στο δημοψήφισμα υπέρ της εξόδου του Ενωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, η πολιτική κρίση που έχει ξεσπάσει κλιμακώνεται διαρκώς στο εσωτερικό της χώρας και στις σχέσεις της με την ΕΕ, μια κρίση που έχει διεθνείς επιπτώσεις και παγκόσμιο αντίκτυπο..
Έκφραση της κρίσης στο εσωτερικό της Μ. Βρετανίας ήταν η παραίτηση του πρωθυπουργού Κάμερον και της κυβέρνησής του την επομένη του Brexit, που είχε προκηρύξει το δημοψήφισμα και είχε υποστηρίξει την παραμονή της Μ. Βρετανίας στην ΕΕ, η ανάδειξη της Μέι στη θέση της πρωθυπουργού και η προκήρυξη στη συνέχεια εκλογών το 2017, στις οποίες υπέστη βαριά ήττα, χάνοντας την αυτοδυναμία και σχηματίζοντας από τότε κυβέρνηση μειοψηφίας με το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Β. Ιρλανδίας. Από τότε, σε κάθε σταθμό της πορείας για την επίτευξη της συμφωνίας εξόδου από την ΕΕ, η βρετανική κυβέρνηση κλυδωνίζεται και σωρηδόν παραιτούνται μέλη του υπουργικού συμβουλίου.
Τώρα βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση η όλη διαδικασία, αφού η μεταβατική συμφωνία για την έξοδο που είχαν καταλήξει η βρετανική κυβέρνηση και η ΕΕ, είναι πολιτικά νεκρή. Και όπως είχε δηλώσει η Μέι πριν την καταψήφιση της συμφωνίας: «Κανείς δεν γνωρίζει τι θα μπορούσε να συμβεί εάν αυτή η συμφωνία δεν εγκριθεί. Θα άνοιγε την πόρτα σε μεγαλύτερο διχασμό και αβεβαιότητα, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται».
Η επόμενη μέρα θα φέρει είτε σκληρό Brexit, που σημαίνει άτακτη έξοδο χωρίς συμφωνία και ανεξέλεγκτη αντιπαράθεση μέσα κι έξω, είτε απόφαση για νέο δημοψήφισμα με στόχο την αναδίπλωση και παραμονή στην ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη της Βρετανίας και τα πολιτικά της κόμματα είναι τριχοτομημένα. Ένα τμήμα της είναι υπέρ του «σκληρού» Βrexit επιδιώκοντας μια γενικευμένη ρήξη με την ΕΕ και το Βερολίνο, το οποίο διαθέτει μάλιστα και την υποστήριξη των ΗΠΑ του Τραμπ, ο οποίος φρόντισε να αποδοκιμάσει τη συμφωνία. Ένα τμήμα της επιδιώκει μια σχετική αυτονομία από την ΕΕ, αλλά θέλει τη συμμετοχή της σε μια κοινή τελωνειακή ένωση, το οποίο αποκαλείται και «ήπιο» Brexit – τέτοια ήταν ακριβώς η συμφωνία που είχε επιτευχθεί και απορρίφτηκε- και ένα τρίτο τμήμα επιδιώκει να γίνει ξανά δημοψήφισμα με στόχο να παραμείνει η Μ. Βρετανία στην ΕΕ. Οι δύο τελευταίες κατευθύνσεις συγκλίνουν και βρίσκονται στην πραγματικότητα σε κοινή πορεία αντιπαράθεσης με την πρώτη.
Στο αμέσως επόμενο διάστημα θα ξεκαθαριστεί ποιο τμήμα της αστικής τάξης θα κυριαρχήσει, και θα διαπιστώσουμε αν η πορεία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ θα γίνει οριστική και αμετάκλητη, με όρους “σκληρού” Brexit, αποτέλεσμα ενός ευρύτερου επανακαθορισμού της διεθνούς πολιτικής του Λονδίνου (ακόμη πιο στενής σχέσης με τις ΗΠΑ και όξυνση των σχέσεών του με την ΕΕ) ή κάτω από την πίεση των δυνάμεων του “μέσα” στη Βρετανία, θα υπάρξει σταδιακά αναδίπλωση, επανάκαμψη και αναζήτηση ενός συμβιβασμού, αυτής ή της άλλης μορφής, στα πλαίσια της ΕΕ. Είναι όμως βέβαιο πως όποιος κι αν κυριαρχήσει και επιβάλει τη θέση του, όχι μόνο δεν πρόκειται να ξεπεραστεί η πολιτική κρίση και ο διχασμός, αλλά αντίθετα θα οδηγήσει σε νέα οξύτερη εσωτερική κρίση σε όλη τη διάρκεια της μεταβατικής τουλάχιστον περιόδου.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες πώς στάθηκε και στέκεται ο βρετανικός λαός; Γνωρίζουμε ότι, παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν από τα κυρίαρχα κόμματα των συντηρητικών του Κάμερον και των εργατικών του Κόρμπιν, καθώς και απ’ όλες τις μεγάλες δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για παραμονή στην ΕΕ, στην πλειοψηφία του, το 52%, συνολικά δέκα επτάμισι εκατομμύρια, ψήφισε υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ, τον Ιούνη του 2016, ρίχνοντας σε βαθιά πολιτική κρίση τη Βρετανία, την ΕΕ και το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η ψήφος του βρετανικού λαού στο δημοψήφισμα έκφραζε τη διάθεση εναντίωσής του τόσο στη βάρβαρη πολιτική της ΕΕ, όσο και στην αντίστοιχη πολιτική της κυβέρνησης Κάμερον.
Η εργατική τάξη και οι λαοί της Ευρώπης εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και της βάρβαρης πολιτικής της ΕΕ, με το πέταγμα εκατομμυρίων εργαζομένων στην ανεργία και την εξαθλίωση, τη ραγδαία χειροτέρευση των όρων διαβίωσης εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων, την άγρια οικονομική εκμετάλλευση και καταπίεση, την επιβολή ενός νέου εργασιακού μεσαίωνα.
Καμιά “τάξη” και σταθερότητα στην Ευρώπη δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω στα ερείπια των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων, πάνω στην πιο άγρια μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης και αιματηρής λιτότητας, που προωθεί το Βερολίνο, το Παρίσι, το Λονδίνο και οι αστικές τάξεις των χωρών της ΕΕ, πάνω στην εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης. Αυτό το βιώνει και ο γαλλικός λαός που κατεβαίνει κατά χιλιάδες στους δρόμους, αντιστεκόμενος στην πολιτική του Μακρόν και την άγρια καταστολή.
Αν οι πολιτικές δυνάμεις που ηγήθηκαν και ηγούνται στο Brexit συγκροτούνται, κατά κύριο λόγο, από αστούς εθνικιστές που εναντιώνονται στο Βερολίνο και ονειρεύονται το αυτοκρατορικό μεγαλείο της Βρετανίας με τις πλάτες της Ουάσιγκτον, αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να μείνουν άφωνοι, αδιάφοροι και αμέτοχοι οι λαϊκοί αγωνιστές μπροστά σε ένα κρίσιμο δίλημμα που απασχολεί και διχάζει τους πάντες και να «ξεχάσουν» την πάλη ενάντια στην ΕΕ και το στόχο της αποχώρησης κάθε χώρας- μέλους από αυτήν τη λυκοσυμμαχία.
Μια τέτοια στάση στην πράξη όχι μόνο εγκαταλείπει τον αγώνα ενάντια στην ΕΕ και αρνείται να υποστηρίξει το πολιτικό αίτημα εξόδου κάθε χώρας αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους θιασώτες της ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα σπρώχνει και παραδίδει πλατιά λαϊκά στρώματα που εναντιώνονται στην ΕΕ να μπουν κάτω από την επιρροή των εθνικιστικών, ακροδεξιών ή και φασιστικών δυνάμεων.
Επειδή αυτές οι αντιδραστικές δυνάμεις στην Ευρώπη και τη χώρα μας εμφανίζονται να υποστηρίζουν την έξοδο από την ΕΕ, να δημαγωγούν ασύστολα και να καπηλεύονται τα πατριωτικά αισθήματα των πλατιών λαϊκών μαζών, (αυτό το εθνικιστικό, φασιστικό ρεύμα θα το δούμε να φουντώνει στις επόμενες ευρωεκλογές), αυτό δε σημαίνει για τους κομμουνιστές πως θα απαρνηθούν τον αγώνα για το γκρέμισμα της κυριαρχίας της ΕΕ σε κάθε χώρα και για κάθε λαό από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Έτσι κι αλλιώς, βέβαια, θα ήταν μεγάλο σφάλμα αν τα εκατομμύρια των Βρετανών που υποστήριξαν το Brexit ή τα εκατομμύρια των Ελλήνων που υποστηρίζουν την έξοδο από την ΕΕ θα τα χαρίζαμε στους Βρετανούς εθνικιστές και στους ντόπιους φασίστες.
Παλεύοντας ακριβώς να μην εγκλωβιστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια και αγανάκτηση και ο αγώνας για την έξοδο από την ΕΕ σε αστικά, εθνικιστικά και φασιστικά κόμματα, ξεσκεπάζοντας την ύπουλη “φιλολαϊκή” και “αντισυστημική” προπαγάνδα και τα κάλπικα αντιδραστικά τους συνθήματα, αποκαλύπτοντας πως όχι μόνο δεν έχουν σχέση με την υπεράσπιση των πραγματικών εθνικών και ταξικών συμφερόντων κάθε λαού, αλλά είναι η έκφραση ενός αντιδραστικού εθνικισμού, μιας σοβινιστικής και αντιμεταναστευτικής υστερίας, εργαλείο στα χέρια των πιο επιθετικών και τυχοδιωκτικών κύκλων που θέλουν να υποδαυλίσουν το μίσος ανάμεσα στους λαούς και να τους σύρουν σε καταστροφικές περιπέτειες, διαιωνίζοντας την πιο άγρια εκμετάλλευση και καταπίεση των λαών τους.
Μόνο αν αναπτυχθεί ένα μαζικό εργατικό λαϊκό κίνημα που θα συνδέσει την πάλη για την έξοδο από την ΕΕ με την πάλη για ριζικές κοινωνικές ανατροπές σε κάθε χώρα, μετουσιώνοντας και μετασχηματίζοντας σε ένα ανώτερο επίπεδο τη θέληση και διάθεση των λαών, μπορεί να ανοίξει μια ελπιδοφόρα προοπτική για την υπόθεση της εργατικής τάξης και των λαών της Ευρώπης.