Με μεγάλη πλειοψηφία καταψηφίστηκε ξανά στη Βουλή των Κοινοτήτων, χθες Τρίτη, 12 Μάρτη, η Συμφωνία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ.
Η Μέι γνώρισε μια νέα πολιτική ήττα, καθώς 391 βουλευτές ψήφισαν κατά της Συμφωνίας, από τους οποίους 75 ανήκουν στο κυβερνητικό συντηρητικό κόμμα, και 242 ψήφισαν υπέρ.
Είχε προηγηθεί μια πρώτη ψηφοφορία στις 15 Γενάρη όπου τότε με συντριπτική πλειοψηφία (432 κατά και 202 υπέρ) η Βουλή των Κοινοτήτων καταψήφισε τη Συμφωνία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ που έχει συνάψει η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι με τις Βρυξέλλες. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τότε έγιναν νέες συνομιλίες ανάμεσα στις δυο πλευρές, για «βελτίωση» της Συμφωνίας, πλην όμως τα παζάρια, οι πιέσεις και οι εκβιασμοί όπως έδειξε και η χθεσινή ψηφοφορία δεν είχαν αποτέλεσμα. Σήμερα θα γίνει ψηφοφορία στο Βρετανικό κοινοβούλιο αν επιλέγεται η λύση του Brexit χωρίς συμφωνία, που η έγκρισή της θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτη κρίση, και αν δεν περάσει κάτι τέτοιο, αύριο θα γίνει ψηφοφορία αν θα δοθεί παράταση στις διαπραγματεύσεις και θα αναβληθεί η απόφαση αποχώρησης που έχει καθοριστεί για τις 29 Μάρτη 2019, σύμφωνα με το άρθρο 50.
Όλη η εξέλιξη των τελευταίων ιδιαίτερα μηνών συνιστά μια βαριά ήττα της κυβέρνησης, από την οποία προσπαθούν να επωφεληθούν οι Εργατικοί, είτε με τις προτάσεις δυσπιστίας που προκαλούν κατά της κυβέρνησης Μέι, είτε με την πίεση που ασκούν για διεξαγωγή εκλογών.
Από τον Ιούνη του 2016 που η πλειοψηφία του βρετανικού λαού ψήφισε στο δημοψήφισμα υπέρ της εξόδου του Ενωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, μια βαθιά και παρατεταμένη πολιτική κρίση έχει ξεσπάσει και κλιμακώνεται διαρκώς στα κυρίαρχα πολιτικά κέντρα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και στις σχέσεις του με την ΕΕ, μια κρίση που έχει διεθνείς επιπτώσεις και παγκόσμιο αντίκτυπο. Το Brexit έχει κάνει σμπαράλια το αστικό πολιτικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα είναι βαθιά διχασμένα και απειλείται η ίδια η υπόσταση του Ενωμένου Βασιλείου, αφού Σκωτία και Β. Ιρλανδία απειλούν με απόσχιση αν εφαρμοστεί η απόφαση για «σκληρό» Brexit. Χαρακτηριστική έκφραση της κρίσης που προκάλεσε το Brexit στο εσωτερικό της Μ. Βρετανίας, για να αναφερθούμε μόνο στους τελευταίους μήνες, είναι η παραίτηση του μισού και παραπάνω υπουργικού συμβουλίου.
To τελευταίο τετράμηνο βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση η όλη διαδικασία, αφού η βρετανική κυβέρνηση και η ΕΕ είχαν καταλήξει σε μια μεταβατική συμφωνία για την έξοδο, η οποία εγκρίθηκε τον περασμένο Νοέμβρη από τις χώρες της ΕΕ, σε έκτακτη Σύνοδο Κορυφής. Λίγες μέρες νωρίτερα η συμφωνία αυτή είχε εγκριθεί από τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά συνοδεύτηκε από την παραίτηση αρκετών υπουργών, ενώ βουλευτές του κυβερνητικού κόμματος προχώρησαν το Δεκέμβρη σε πρόταση δυσπιστίας προς τη Μέι για να πετύχουν την καθαίρεσή της, καθώς διαφωνούν ριζικά με τη συγκεκριμένη Συμφωνία.
Σε κάθε περίπτωση η τύχη της Συμφωνίας κρίθηκε στις δυο ψηφοφορίες του Γενάρη και του Μάρτη, και κανείς δεν αμφιβάλει ότι είναι πλέον νεκρή.
Τις επόμενες μέρες θα φανεί αν με την αναβολή της απόφασης αποχώρησης θα επέλθει ένας προσωρινός συμβιβασμός και μια εκτόνωση της κρίσης στο εσωτερικό της Μ. Βρετανίας και στις σχέσεις της με την ΕΕ, ή αν αντίθετα, θα οδηγηθούν σε σκληρό Brexit, που σημαίνει άτακτη έξοδο χωρίς Συμφωνία και ανεξέλεγκτη αντιπαράθεση.
Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη της Βρετανίας και τα πολιτικά της κόμματα είναι τριχοτομημένα. Ένα τμήμα της είναι υπέρ του «σκληρού» Βrexit, επιδιώκοντας μια γενικευμένη ρήξη με την ΕΕ και το Βερολίνο, διαθέτει μάλιστα και την υποστήριξη των ΗΠΑ του Τραμπ, ο οποίος φρόντισε να αποδοκιμάσει τη Συμφωνία. Ένα τμήμα της επιδιώκει μια σχετική αυτονομία από την ΕΕ, αλλά θέλει τη συμμετοχή της σε μια κοινή τελωνειακή ένωση, που αποκαλείται και «ήπιο» Brexit – τέτοια είναι ακριβώς η συμφωνία που είχε επιτευχθεί και απορρίφτηκε – και ένα τρίτο τμήμα επιδιώκει να γίνει ξανά δημοψήφισμα με στόχο να παραμείνει η Μ. Βρετανία στην ΕΕ. Οι δύο τελευταίες κατευθύνσεις συγκλίνουν και βρίσκονται στην πραγματικότητα σε κοινή πορεία αντιπαράθεσης με την πρώτη.
Στο επόμενο διάστημα θα ξεκαθαριστεί ποιο τμήμα της αστικής τάξης θα επικρατήσει. Είναι όμως βέβαιο πως όποιος κι αν επιβάλει τη θέση του, όχι μόνο δεν πρόκειται να ξεπεραστεί η πολιτική κρίση και ο διχασμός, αλλά αντίθετα θα οδηγήσει σε νέα οξύτερη εσωτερική κρίση.