Ο πρόεδρος της Βραζιλίας, Μπολσονάρου, παραμονές της μαύρης επετείου επιβολής στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας στη Βραζιλία, διέταξε να διοργανωθούν “οι προσήκοντες εορτασμοί”. Η διχτατορία κράτησε 20 ολόκληρα χρόνια, από τις 31 Μάρτη 1964 ως το 1985.
Πρώην λοχαγός των αλεξιπτωτιστών ο ίδιος, με τους 8 εκ των 22 υπουργών της κυβέρνησής του να είναι απόστρατοι αξιωματικοί, ο Μπολσονάρου “δε θεωρεί ότι έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα”, (εκπρόσωπος της Προεδρίας, στρατηγός Οτάβιου Μπάχους).
Σύμφωνα με το αφήγημα του Προέδρου “η κοινωνία, ενωμένη, διαισθανόμενη τον κίνδυνο που διέτρεχε η χώρα κατάφερε εκείνη την ημέρα με μια κοινή προσπάθεια πολιτικών και στρατιωτικών να ανακτήσει τη Βραζιλία, να την ξαναβάλει στο σωστό δρόμο. Άν δε συνέβαινε αυτό, σήμερα θα είχαμε εδώ ένα είδος κυβέρνησης που δε θα ήταν καλό για κανέναν”.
Ο Μπολσονάρου, εκτός από υμνητής της δικτατορίας στη χώρα του, έχει επαινέσει πολλές φορές (και) αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του στις αρχές του χρόνου τις αμερικανοστήριχτες λατινοαμερικάνικες χούντες, όπως στην Παραγουάη (1954-1989), και βέβαια στη Χιλή του Πινοσέτ (1973-1990).
Αν και ο Μπολσονάρου, συχνά – πυκνά, πλειοδοτεί σε φασιστοφρενικά παραληρήματα, αναγκάστηκε στη συγκυρία να αναδιπλωθεί, υπό το βάρος της λαϊκής κατακραυγής.
Πασχίζοντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, κατέφυγε σε φτηνή δημαγωγία, διαβεβαιώνοντας δήθεν πως “δεν πρόκειται για εορταστικές τελετές, αλλά για να ξαναθυμηθεί η χώρα το παρελθόν της”.
Στην κακοστημένη κυβερνητική επιχείρηση χειραγώγησης της κοινής γνώμης εκδηλώθηκε “θεσμική παρέμβαση” δικαστηρίου και ομοσπονδιακού εισαγγελέα, που τάχθηκαν ταυτόχρονα κατά της δημόσιας φιέστας. Η εν λόγω απόφαση ωστόσο ακυρώθηκε πριν αλέκτορα φωνήσαι από το εφετείο.
Ωστόσο οι εκκλήσεις για διαδηλώσεις που απηύθυναν σωματεία και μαζικοί φορείς, οδήγησαν σε αντιφασιστικά-αντικυβερνητικά συλλαλητήρια στις 31 Μάρτη σε πολλές πόλεις της Βραζιλίας, όπου πλήθος κόσμου ματαίωσε τις επιδιώξεις Μπολσονάρου για τους δημόσιους φανφαρονικούς μαύρους εορτασμούς.