Για την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε πριν... και μετά την κάλπη της 5ης Ιουλίου
Η ανάγνωση που ήθελε την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, ως μια «ιστορική ή χρυσή ευκαιρία», ή ως «δυνατότητα αμεσοδημοκρατικής έκφρασης» μέσω της οποίας ο λαός θα καταδίκαζε ή ακόμη και θα απαντούσε στην πολιτική των μνημονίων, από τις εξελίξεις και την ίδια την πραγματικότητα όπως έχει διαμορφωθεί, αποδείχθηκε ιδιαίτερα απλοϊκή και επιπόλαια. Τα όσα μεσολάβησαν μέχρι το δημοψήφισμα, αλλά και τα όσα ακολούθησαν μετά το αποτέλεσμα της 5ης Ιουλίου, είναι σίγουρα αποκαλυπτικά για το τι πραγματικά σήμανε εκείνη η κάλπη και τα όσα ακόμη συνέβησαν το τελευταίο διάστημα, για τις διεργασίες στους κόλπους του λαού και του κινήματος.
Μια κυβέρνηση που επί πέντε μήνες είχε θέσει ως προτεραιότητα της πολιτικής της τη συμφωνία με τους ξένους δυνάστες και μπροστά στο χρονικό αδιέξοδο της λήξης του «μνημονιακού προγράμματος», έθεσε στον ελληνικό λαό το ερώτημα της αποδοχής των μέτρων των «δανειστών». Η ίδια η κυβέρνηση που από τη στιγμή που εκλέχτηκε μέχρι και σήμερα εμφανίζεται ως ακραιφνής οπαδός της (έντιμης ή επωφελούς) συμφωνίας τάχτηκε με το όχι στο δημοψήφισμα, αιφνιδιάζοντας σίγουρα, αν μη τι άλλο, όσους αναγνώριζαν αυτή την αντίφαση. Η ίδια η κυβέρνηση έσπευσε από την πρώτη στιγμή να θέσει το «όχι» που αυτή εισηγήθηκε εντός των ορίων της πολιτικής της. Όπως από την πρώτη νύχτα ξεκαθαρίστηκε, το «δημοψήφισμα αποτελούσε κομμάτι της διαπραγμάτευσης» και το «όχι» θα μετατρέπονταν «σε ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί» για την επίτευξη «έντιμης συμφωνίας».
Από το ίδιο το ερώτημα και την ερμηνεία που έδωσε στο «όχι» ο εισηγητής και εκφραστής του - που δεν ήταν άλλος από την κυβέρνηση - γίνονταν σαφές ότι στόχος του δημοψηφίσματος δεν ήταν άλλος από τη νομιμοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής που επί της ουσίας μέχρι και εκείνη τη στιγμή αποτελούσε συνέχεια της πολιτικής των μνημονίων, αλλά και της διαχείρισης των κοινωνικών και εσωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ αναταράξεων μπροστά σε μια πανθομολογούμενη ολέθρια συμφωνία. Και αν η κυβέρνηση όντως δεν ήθελε αυτή την «πρόταση των δανειστών» θεωρώντας την (σε αντίθεση με τη δικιά της) καταστροφική για το λαό και τον τόπο, είναι τουλάχιστον επικίνδυνος τυχοδιωκτισμός να θέτεις το ενδεχόμενο της καταστροφής του τόπου σε ένα δημοψήφισμα το οποίο, όπως διαφάνηκε στο μέσο εκείνης της εβδομάδας, θα μπορούσε να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα. Για αυτούς τους λόγους η επιλογή της αποχής από μια ναρκοθετημένη διαδικασία, στην οποία τα διλήμματα, η ανάγνωσή τους και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα όριζε με αυτό τον τρόπο η ίδια η κυβέρνηση, πρόβαλλε από την αρχή ως η επιβεβλημένη στάση. Η αναμέτρηση με τις εκλογικές αυταπάτες που σκορπούσε το δημοψήφισμα ήταν από την αρχή δύσκολη αλλά αναγκαία όπως και η πολιτική θέση και στάση της απονομιμοποίησής του.
...η στάση της κυβέρνησης απέναντι στο όχι
Άλλωστε με το λόγο, τις πράξεις και τη στάση της η ίδια η κυβέρνηση υπονόμευε το όχι στο οποίο καλούσε τον ελληνικό λαό να συνταχτεί. Γιατί όταν από το πρωί μέχρι το βράδυ βεβαιώνεις ότι επιδιώκεις τη συμφωνία, όταν η αναζήτηση των διαφορών ανάμεσα στην πρόταση της κυβέρνησης και των δανειστών γίνεται ένα δύσκολο κουίζ, όταν ακόμα και λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα εντείνονταν οι προσπάθειες για την εξεύρεση «λύσης» με τα έκτακτα Eurogoup, τα σενάρια και τις επιστολές να είναι στην ημερήσια διάταξη, τότε δεν προετοιμάζεις τον λαό για αυτό το φαινομενικά απλό «όχι» (ποιος αλήθεια θα απαντούσε «ναι» σε αυτά τα μέτρα;), αλλά κατευθύνεις μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων στο «ναι». Ακόμη και όταν οι θεσμοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες επιχείρησαν να δώσουν το δικό τους περιεχόμενο στο δημοψήφισμα λέγοντας ότι «οι Έλληνες ψηφίζουν ναι ή όχι στο ευρώ» και ενώ ο εκβιασμός αυτός θα απαιτούσε μια άλλη απάντηση από τους εισηγητές του «όχι», η κυβέρνηση επανέλαβε τους αιώνιους όρκους της στην ΕΕ και το ευρώ υπονομεύοντας ακόμη περισσότερο αυτό το φαινομενικά πάντα εύκολο «όχι».
Η στάση της Ευρώπης σκληραίνει, η κυβέρνηση συνεχίζει να υποκλίνεται
Όπως προκύπτει από τη σειρά των γεγονότων, έχοντας αυτή την κυβέρνηση απέαντί τους και με τις τράπεζες κλειστές, οι Ευρωπαίοι και κύρια οι σκληροί γερμανικοί κύκλοι, διέκριναν την πιθανότητα μέσα από αυτό το ναρκοθετημένο δημοψήφισμα να εκμαιευθεί από ένα λαό μια απάντηση που θα μεταφράζονταν σε κόλαφο για τον ίδιο και την κυβέρνησή του, παρά το γεγονός ότι από την πρώτη στιγμή που τέθηκε το ερώτημα η αρνητική απάντηση φαίνονταν δεδομένη. Για αυτό και την αρχική τους αντίθεση, παρά τις ικεσίες της κυβέρνησης για κάποια ψίχουλα που θα μεταφράζονταν σε λύση, τη διαδέχθηκε η εμμονή να πραγματοποιηθεί το δημοψήφισμα. Και σίγουρα, ειδικά από την Τετάρτη το βράδυ και μετά, που η «σκληρή» στάση των δανειστών οδήγησε στο διάγγελμα Τσίπρα με το οποίο έμπαινε τέλος στα σενάρια για συμφωνία και μεταβολής της στάσης της κυβέρνησης (υπέρ του ναι), ή ακόμη και ακύρωσης του δημοψηφίσματος, η ένταση της ωμής και απροκάλυπτης επέμβασης των ξένων και η τρομοκρατική υστερία των ΜΜΕ και του παλιού μνημονιακού μπλοκ πρόσθετε μια ακόμη βασική πτυχή στο περιεχόμενο και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ακόμη και τότε όμως ο εκφραστής του «όχι» που αντικειμενικά θα ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος η κυβέρνηση, συνέχιζε τους όρκους και τις δεήσεις σε αυτούς που κατά τα άλλα επιχειρούσαν την ανατροπή της. Ακόμη και στην «συγκέντρωση του όχι» της Παρασκευής ο Τσίπρας από την αρχή μέχρι το τέλος εξυμνούσε την ΕΕ «των λαών».
Σε αυτές τις συνθήκες που διαμορφώνονταν, το δημοψήφισμα κάθε άλλο παρά «ιστορική ευκαιρία» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Και πώς να ειπωθεί κάτι τέτοιο όταν ήταν βέβαιο ότι από ένα κομμάτι του ελληνικού λαού (εργαζομένων και όχι των βορείων προαστίων) θα εκμαιεύονταν το «ναι» στα επαχθή μέτρα. Οι καθημερινές αλλαγές του κλίματος, έφερναν και αλλαγές των εκτιμήσεων του αποτελέσματος, με ό,τι μπορούσε να σημαίνει αυτό.
Σε κάθε περίπτωση το δημοψήφισμα καλλιεργούσε αυταπάτες για τη δύναμη της κάλπης, νομιμοποιούσε την κυβερνητική πολιτική των συμφωνιών και των μνημονίων, εδραίωνε στη βάση του διλήμματος του την ιδέα του ευρωπαϊκού μονόδρομου και λειτουργούσε αφοπλιστικά για το κίνημα.
Σε μια στιγμή, που ιμπεριαλιστές, κυβέρνηση και αντιπολίτευση κράδαιναν από ένα μνημόνιο στον ελληνικό λαό και από κοινού τον βεβαίωναν ότι η σωτηρία του βρίσκεται στη συμφωνία με την ΕΕ και πολύ περισσότερο ότι αυτή η συμφωνία θα έρθει σίγουρα πριν ή μετά το δημοψήφισμα, ο λαός βρέθηκε μπροστά σε μια ναρκοθετημένη κάλπη. Τη στιγμή που το σύστημα εξαπέλυσε πάνοπλο μια άγρια επίθεση εναντίον του, ο ελληνικός λαός βρέθηκε με ένα ψηφοδέλτιο (με αμφίσημο περιεχόμενο) στο χέρι, να προσπαθεί να βρει τον τρόπο να απαντήσει μέσα από αυτό και ενώ γνώριζε ότι και το ναι και το όχι σήμαιναν συμφωνία. Αφοπλισμένος, αδυνατώντας να προετοιμάσει τους αναγκαίους αγώνες για την απόκρουση αυτής της επίθεσης.
...και μετά την κάλπη της 5ης Ιουλίου
Ώπως έδειξε το αποτέλεσμα της κάλπης ο ελληνικός λαός, δεν υπέκυψε στις πιέσεις, την τρομοκρατία και τους εκβιασμούς με τους οποίους προσπάθησαν να τον πνίξουν. Κι αν το εκλογικό «όχι» σε σκληρά μέτρα λιτότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί «ιστορική νίκη» (αφού θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο), το γεγονός ότι με τη στάση του (με το όχι, και σε μεγάλο βαθμό με την αποχή και το άκυρο) αρνήθηκε τους εκβιασμούς και τα ψεύτικα διλήμματα και θέλησε να καταδικάσει την απροκάλυπτη επέμβαση των ξένων καταγράφει σίγουρα ένα θετικό γεγονός. Όμως μια ανάγνωση της πραγματικότητας που βλέπει στην κάλπη της 5ης Ιούλη ιστορικές ευκαιρίες και μόνο θετικές εξελίξεις και αποτελέσματα, ή πολύ περισσότερο τη «μήτρα της δημοκρατίας, της αντίστασης και της νίκης», σίγουρα είναι μια ανάγνωση που τη διαπερνούν οι εκλογικές αυταπάτες και δεν φωτογραφίζει σωστά τα γεγονότα.
Πρώτα από όλα καθόλου ασήμαντο δεν είναι το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι εργαζομένων φάνηκε στην κάλπη να επικροτεί νέα μνημονιακά μέτρα. Αυτοί που ψήφισαν «ναι» δεν είναι συλλήβδην οι άνθρωποι της κυρίαρχης τάξης, όπως με ευκολία «ξεμπερδεύουν» μαζί τους κάποιες αναλύσεις. Μέσα στο 38,7% του «ναι» βρίσκεται ένα κομμάτι του εργαζόμενου λαού, που δεν ψήφισε κόμμα ή κάποιο πρόγραμμα, αλλά απάντησε θετικά στην εξόντωσή του. Και επειδή βέβαια δεν είναι λογικό να απαντούν έτσι οι εργαζόμενοι, προφανώς κάτω από το κλίμα τρομοκρατίας και φόβου και υποβοηθούμενοι από το θολό έως ακατανόητο όχι της κυβέρνησης οδηγήθηκαν, ερμηνεύοντας κατά πως ήθελαν το «δικό τους» ψηφοδέλτιο, να αθροιστούν σε ένα αντιδραστικό «ναι». Αυτό δε σημαίνει όμως σε καμία περίπτωση ότι θα πρέπει όλοι αυτοί να ταυτιστούν με το αντιδραστικό μπλοκ και να τοποθετηθούν στην αντίπερα όχθη. Ίσα ίσα είναι ανάγκη να κερδηθούν στην κατεύθυνση των νέων αναγκαίων ενωτικών αγώνων.
Πριν καλά καλά ολοκληρωθεί η έκδοση των εκλογικών αποτελεσμάτων, ο Τσίπρας και τα κυβερνητικά στελέχη βιάστηκαν να επαναλάβουν την ερμηνεία τους για το «όχι» της κάλπης. Χωρίς σε καμία περίπτωση να αμφισβητεί κανείς το γεγονός ότι πολλοί έριξαν στη κάλπη ένα «όχι» που για τους ίδιους είχε διαφορετικό από αυτό της κυβέρνησης περιεχόμενο, είναι βέβαιο ότι δεδομένων των συνθηκών και των συσχετισμών, το «όχι» ακουμπάει, ερμηνεύεται και αξιοποιείται πριν από όλους από την ίδια την κυβέρνηση. Το «όχι» αντικειμενικά πιστώνεται στον Τσίπρα, νομιμοποιεί την κυβερνητική πολιτική και «εντάσσεται» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στους σχεδιασμούς της για την επίτευξη της νέας μνημονιακής συμφωνίας. Την επομένη του δημοψηφίσματος η κυβέρνηση, όπως είχε υποσχεθεί, καλώντας συμβούλιο πολιτικών αρχηγών μετέτρεψε το «όχι» του ελληνικού λαού σε ένα μεγάλο «ναι» σε ένα νέο μνημόνιο. Ένα μεγάλο «ναι», το οποίο φώναξε από κοινού με αυτούς που λίγες ώρες πριν, ως ακραία φερέφωνα του ιμπεριαλισμού, τρομοκρατούσαν το λαό και επεδίωκαν την εκπαραθύρωσή της. Ένα «ναι» υπάκουο και σύμφωνα με τις παραγγελίες (ακόμη και στις διατυπώσεις του) των ξένων που μέχρι την προηγούμενη εκβίαζαν και παρενέβαιναν με κάθε τρόπο σε βάρος του ελληνικού λαού. Στην ίδια κατεύθυνση και παρά το αδιαμφισβήτητο «όχι» που βρέθηκε να διαχειρίζεται η κυβέρνηση, έδιωξε και τον Βαρουφάκη πάντα κατά απαίτηση και απροκάλυπτη παρέμβαση των ιμπεριαλιστών. Με τον αέρα του νικητή και με τις υπογραφές της εθνικής ενότητας, ο Τσίπρας έφυγε για τις Βρυξέλλες με στόχο τη συμφωνία, κομίζοντας ως βάση για τη «νέα εκ του μηδενός» διαπραγμάτευση την πρόταση... Γιούνκερ (!) με κάποιες βελτιώσεις. Προτείνει δηλαδή στους δανειστές ένα νέο μνημόνιο, στη βάση της πρότασης που κάλεσε τον λαό να απορρίψει στο δημοψήφισμα. Και ανεξάρτητα με το αν τελικά θα γίνει δεκτή μια συμφωνία (ακόμη και αυτή!) από τα κοράκια της ΕΕ, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί θετική εξέλιξη το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός, εκμεταλλευόμενος τη στήριξη που κέρδισε από το δημοψήφισμα, εισηγείται ένα καταστροφικό (όπως το παρουσίαζε μέχρι χτες) σχέδιο για τη χώρα, με την ανοχή των ψηφοφόρων ή αν μη τι άλλο της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του «όχι» αλλά και του «ναι». Και αυτό είναι κάτι που σίγουρα πιστώνεται και στη διαδικασία του δημοψηφίσματος.
O λαός απλός παρατηρητής με το αίσθημα του νικητή ή του ηττημένου
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα των ξένων και των ντόπιων φερέφωνών τους υφαίνει καταστροφικά σενάρια για τον πολύπαθο ελληνικό λαό και με τη συμβολή και ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ επιβάλλει την αφήγηση του καταστροφικού ευρωμονόδρομου, ο λαός έχει βρεθεί στη γωνία στη θέση του φοβισμένου παρατηρητή των εξελίξεων. Και κάθε μέρα που περνάει, γίνεται όλο και πιο καθαρό, ότι το δημοψήφισμα και το όποιο αποτέλεσμά του στόχευε και στην απορρόφηση των κοινωνικών αναταράξεων που θα γεννούσε το άκουσμα ενός τρίτου μνημονίου. Ότι το αποτέλεσμα των αυταπατών που έσπειρε ο ΣΥΡΙΖΑ και όλης της διαπραγματευτικής πορείας στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και το δημοψήφισμα με τα όσα προκάλεσε τις τελευταίες εβδομάδες, λειτούργησαν αφοπλιστικά για το λαό και το κίνημα.
Γιατί όσοι είδαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ως τη μήτρα της αντίστασης και της νίκης, οφείλουν να αναμετρηθούν με τη σημερινή πραγματικότητα. Και όχι απλά επειδή είναι αντιδιαλλεκτικό και υπερφίαλο να αναζητά κανείς τη μήτρα της αντίστασης στις κάλπες. Αλλά γιατί δεν είναι ότι απλά δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα Θεσσαλονίκης, δεν είναι ότι μετά από πέντε μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ εισηγείται επί της ουσίας ένα τρίτο βάρβαρο μνημόνιο, κάτι που δύο εβδομάδες πριν θα φάνταζε αδιανόητο να το κάνει, αλλά είναι που με τον αέρα του δημοψηφίσματος και εμφανιζόμενος ως εκφραστής όλου του λαού, μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο εκβιασμών που και με δική του ευθύνη δημιουργήθηκε, καταφέρνει να εισάγει τη «διαπραγμάτευση» του τρίτου μνημονίου σε συνθήκες «κοινωνικής ηρεμίας». Γιατί η διαδικασία και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπονόμευε αντικειμενικά, και όπως αποδεικνύεται υπονόμευσε, το «όχι της Δευτέρας». Τις προϋποθέσεις αντίστασης του λαού, δηλαδή, απέναντι στα καταστροφικά σενάρια που απλώνονται μπροστά του, την αντίσταση αυτή που μπορεί να γεννήσει την ελπίδα και στην οποία είναι βέβαιο ότι θα προσφύγει ο λαός παρά τις μεγάλες δυσκολίες και το ασφυκτικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται.