Το ζήτημα της θρησκείας αποτελούσε πάντα ένα αγαπημένο πεδίο των διανοητών, αν εξαιρέσει κανείς το δυτικό Μεσαίωνα όπου τα θέσφατα του χριστιανισμού (Παλαιά και Καινή διαθήκη, διατάγματα, εγκύκλιοι) ήταν τροχοπέδη στη σκέψη και φρένο σε κάθε εξέλιξη. Όμως τα χρόνια της Αναγέννησης και κυρίως του Διαφωτισμού μετέφεραν τον προβληματισμό από τον ουρανό στη γη. Επίκεντρο των διανοημάτων έγινε πλέον ο άνθρωπος, το σύστημα σκέψης μεταβλήθηκε από θεοκεντρικό σε ανθρωποκεντρικό και οι βεβαιότητες υπέστησαν ισχυρές δόσεις και εμβολιασμούς από ερωτήματα, αμφιβολίες, αμφισβητήσεις.
Αργότερα, οι Μαρξ-Ένγκελς υπέβαλαν τον θεολογισμό σε σφοδρή κριτική και οι αιώνες του επελαύνοντος καπιταλισμού είδαν στο πρόσωπο των «αντιπροσώπων του θεού επί γης» πόλεμο, φρίκη, συμπόρευση με την αποικιοκρατία και το φασισμό. Σήμερα, οι επικρατούσες θρησκείες στον πλανήτη είναι ο Ισλαμισμός, ο Χριστιανισμός και ο Βουδισμός, ενώ δεν είναι διόλου υπερβολή να πούμε ότι κάθε πολιτισμός χτίζει τη θρησκεία του «κατ’ εικόνα και ομοίωση», μ’ άλλα λόγια, προσαρμόζει τη φαντασία του στα γήινα πράγματα και τη ζωή του. Έτσι μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε πολύ απλά και πολύ στέρεα τις πρωτόγονες κοινωνίες που είναι πολύ κοντά στον παγανισμό και τον ανιμισμό (όλα έχουν ψυχή) ή τις πιο λεπτές και σύνθετες αναζητήσεις σε λαούς και χώρες με ευρύτερες αναζητήσεις.
Αλλά η θρησκεία δεν καταργείται με νόμους και διατάγματα όπως πίστευε ένας πρώιμος υλισμός και ο πολιτικός αριστερισμός. Αυτό που άντεξε χιλιάδες χρόνια στα μυαλά των ανθρώπων θα χρειαστεί πολύ κόπο και χρόνο για να ξεριζωθεί ολοκληρωτικά. Η θρησκεία ποντάρει στο επέκεινα, τη φαντασία, το ανεπίστροφο, το θάνατο, δηλαδή σε μία φυσική νομοτέλεια που είναι η ανθρώπινη φθορά. Εκεί που η επιστήμη δουλεύει με το ρεαλισμό της φύσης (φθορά), η θρησκεία ορθώνει το ανεξήγητο και τη φαντασία. Κι από αυτή την άποψη ο ανορθολογισμός και το παράδοξο φαίνεται -πρόσκαιρα- να υπερτερεί του ορθολογισμού και της επιστήμης. Δείτε πόσο βαθειά έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους οι γιορτές του θρησκευτικού εορτολόγιου όπως είναι τα Χριστούγεννα που έρχονται. Είναι εξαιρετικά δύσκολο μέσα σ’ αυτό το καταιγιστικό τσουνάμι να ορθώσεις λογικά πώς και γιατί και να θέσεις την ιστορία ως ασπίδα στον «ετσιθελικό πόλεμο».
Όπως και να ’χει όμως το ζήτημα και απ’ όποια γωνία το δει κανείς, επιβάλλεται να υπάρξει άμεσος και δραστικός διαχωρισμός του δίπολου «κράτος-εκκλησία», πράγμα που αποφεύγουν, όπως ο διάολος το λιβάνι, όλα τα καθεστωτικά κόμματα καθώς και η απαγκίστρωση της εκπαίδευσης από κάθε μορφή κατηχισμού, προσηλυτισμού και θρησκοπάθειας. Δεν πρόκειται για κάποιο επαναστατικό και σοσιαλιστικό μέτρο, αλλά για ένα ώριμο αστικοδημοκρατικό αίτημα που πρέπει να το στηρίξουν και τα εκπαιδευτικά συνδικάτα.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να εκλαϊκευτεί σε πλατειά κλίμακα μία υλιστική εκστρατεία για τον σύμπαντα κόσμο, ώστε οι κραυγές απόγνωσης των αδύναμων να μεταβληθούν σε δύναμη αλλαγής της κοινωνίας πάνω στην αρχή «οι άνθρωποι μπορούν να μεταβάλλουν τη μοίρα τους». Χωρίς αλλοπρόσαλλους σχεδιασμούς που θα συγκρουστούν -χωρίς λόγο- με το κοινό αίσθημα αλλά και χωρίς υποχώρηση που τρέφει το παράδοξο και τον αντιεπιστημονισμό. Δεν υπάρχει κανένας λόγος στον χαιρετισμό «Καλά Χριστούγεννα» να ανασύρουμε τον Γ. Κορδάτο και τα σημαντικά βιβλία του, όπως δεν υπάρχει κανένας λόγος σε κάθε θρησκοληπτική κι «αστήρικτη» λογική να υποτασσόμαστε χωρίς μάχη.
Είναι αλήθεια πως η εργατική τάξη και οι αδύναμοι αυτής της κοινωνίας θα ενωθούν και πρέπει να ενωθούν πάνω στα ταξικά τους συμφέροντα. Είναι -μικρότερης αξίας- αλήθεια πως τα πράγματα κρίνονται στη γη και όχι στον ουρανό.