Η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη, ενόψει των «προεδρικών εκλογών» του Απρίλη αναδεικνύει το «στρατηγικό» βάθος των εκκολαπτόμενων εξελίξεων και το μέγεθος των αντιθέσεων των διαφόρων τμημάτων της τουρκικής ολιγαρχίας. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Μ. Ακιντζί, ο οποίος διεκδικεί με σοβαρές πιθανότητες την ανανέωση της «προεδρικής» του θητείας, σε συνέντευξή του στη βρετανική εφημερίδα «The Guardian», δήλωσε πως η επανένωση του νησιού σ' ένα ομοσπονδιακό κράτος είναι η «μοναδική βιώσιμη λύση», προσθέτοντας πως «θα ήταν φρικτό το σενάριο μιας προσάρτησης στην Τουρκία». «Δεν θα γίνω ένας δεύτερος Ταϊφούρ Σοκμέν», συμπλήρωσε αναφερόμενος στον πρωθυπουργό και μοναδικό πρόεδρο της εφήμερης Δημοκρατίας του Χατάι (περιοχή της Αλεξανδρέττας με πρωτεύουσα την Αντιόχεια), που προσαρτήθηκε στην Τουρκία το 1939 μετά την απόσχισή της από την υπό γαλλική εντολή Συρία. Θυμίζοντας έτσι την εναντίωσή του στην τουρκική εισβολή στη Συρία, τον περασμένο Οκτώβρη. Τότε ανέφερε ότι στη Συρία «χύνεται αίμα» κάνοντας και παραλληλισμό με την τουρκική επέμβαση του 1974 στην Κύπρο.
Τα σχόλια του Ακιντζί προκάλεσαν την οργή της τουρκικής κυβέρνησης. Η Άγκυρα σε μια ανοικτή παρέμβασή της, μεσούσης της «προεκλογικής» περιόδου, έδειξε ποιος πραγματικά κάνει κουμάντο στα κατεχόμενα και πώς αντιλαμβάνεται το ρόλο της εγγυήτριας δύναμης. Η τουρκική προεδρία έσπευσε να καταγγείλει τις δηλώσεις του Ακιντζί λέγοντας πως «ο τουρκικός λαός θα του δώσει ένα μάθημα» στις προσεχείς εκλογές. Ο ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος των γκρίζων λύκων (ΜΗΡ), Μπαχτσελί, (που στηρίζει την κυβέρνηση Ερντογάν) ζήτησε την παραίτηση του Ακιντζί λέγοντας ότι αυτός «έχει αλυσοδέσει τους Τουρκοκυπρίους στα σχέδια των Ελληνοκυπρίων με στόχο να τους υποτάξει». «Ουδέποτε εργάσθηκα με έναν πολιτικό αξιωματούχο τόσο ανέντιμο όσο ο κ. Ακιντζί», δήλωσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Τσαβούσογλου, προσθέτοντας ότι «εργαλειοποιεί την Τουρκία για εκλογικούς σκοπούς».
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση Ερντογάν εντείνει τις προκλήσεις. Με πρόσχημα τα επενδυτικά σχέδια, προχώρησε ένα ακόμα βήμα για το «άνοιγμα» σε Τούρκους εποίκους της περίκλειστης πόλης της Αμμόχωστου και έτσι στη χερσαία επέκταση του Αττίλα, παράλληλα με τη θαλάσσια. Ο σχεδιασμός της Άγκυρας γι’ αυτήν την εξέλιξη έχει διακηρυχθεί αμέσως μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων στο Κραν Μοντανά και έκτοτε προωθείται σταθερά. Γι’ αυτό, το περασμένο Σάββατο, οργανώθηκε στην Αμμόχωστο «συνέδριο για τα Βαρώσια», με πρωτοβουλία του Τουρκικού Δικηγορικού Συλλόγου, με τη συμμετοχή του αντιπροέδρου της τουρκικής κυβέρνησης, Οκτάι, και άλλων κυβερνητικών στελεχών της (υπουργοί Δικαιοσύνης, Υγείας κ.ά.).
Ο Οκτάι επέκρινε το ψήφισμα του ΟΗΕ που έχει χαρακτηρίσει την Αμμόχωστο «περίκλειστη πόλη», λέγοντας ότι «είναι έδαφος της Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου... Μιλάμε για έδαφος των Τουρκοκυπρίων. Δεν πήραμε άδεια από κανέναν για να έρθουμε εδώ. Όπως είναι η Λευκωσία, είναι και το Βαρώσι. Πρέπει πρώτα να το καταλάβουμε αυτό πολύ καθαρά». Επισήμανε επίσης ότι «η πόλη πρέπει επιτέλους να ανοίξει» συμπληρώνοντας μάλιστα προκλητικά ότι «και η υπομονή, και η αναζήτηση (λύσης), και η καλή πρόθεση έχουν τα όριά τους. Τίποτε δεν είναι χωρίς τέλος».
Από τη μεριά του, ο Ακιντζί (που δεν είχε προσκληθεί στην εκδήλωση για τα Βαρώσια), συμφώνησε ότι η Αμμόχωστος «δεν πρέπει να μείνει αδρανής», ωστόσο, πρόσθεσε πως το θέμα της αξιοποίησής της έχει νόημα να συζητηθεί εντός του Διεθνούς Δικαίου και «χωρίς αντιπαράθεση με τα Ηνωμένα Έθνη».
Την αντίδραση της κυπριακής κυβέρνησης έκφρασε ο Αναστασιάδης με το συνήθη τρόπο. Από τη μια, με στομφώδη αναφορά του, υποστήριξε: «όσο σέβομαι την πολιτική ισότητα (με τους Τουρκοκύπριους), άλλο τόσο δεν θα δεχθώ και δεν θα ανεχθώ την πολιτική ανισότητα που η Άγκυρα επιθυμεί να επιβάλει στην πατρίδα μας». Από την άλλη, προς εκτόνωση της λαϊκής οργής, δήλωσε ότι η Λευκωσία σκοπεύει να πάρει μέτρα που θα ανακοινώσει «όταν θα πρέπει» και ενόψει της έκτακτης Συνόδου της ΕΕ (20/2) θα απευθυνθεί για υποστήριξη σε Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Η εναπόθεση των ελπίδων της Λευκωσίας, για την υπεράσπιση της κυπριακής κυριαρχίας στην ξένη προστασία, έχει μετατρέψει το νησί σε ξέφραγο αμπέλι των ισχυρών δυνάμεων, που βυσσοδομούν στην περιοχή, με αποτέλεσμα τα λιμάνια Λάρνακας και Λεμεσού, να δυσκολεύονται να καλύψουν αιτήματα ελλιμενισμού «λόγω πληρότητας», εξαιτίας του «συνωστισμού» στην περιοχή πολεμικών πλοίων ξένων χωρών. Την επίσκεψη (3/2) στην Κύπρο του διοικητή των αμερικανικών Χερσαίων Δυνάμεων στην Ευρώπη, στρατηγού Καβόλι, και την πρόσφατη Ίταλο-κυπριακή άσκηση με τη φρεγάτα «Virginio Fasan» (8-10/2), διαδέχθηκαν το γαλλικό αεροπλανοφόρο «Σαρλ ντε Γκολ» (που συνοδεύουν οι ελληνικές φρεγάτες «Σπέτσαι» και «Ψαρά») και η βρετανική φρεγάτα «Watchkeeper», ενώ στα τέλη του Γενάρη πέρασε από τη Λάρνακα και η ρωσική φρεγάτα «Ναύαρχος Εσεν».
Την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκε η πρώτη φάση της κυπρο-γαλλικής άσκησης αεράμυνας με τη συνεργασία αεροσκαφών που απονηώθηκαν από το γαλλικό αεροπλανοφόρο. Την άσκηση παρακολούθησαν οι υπουργοί Άμυνας Κύπρου και Γαλλίας αναβαθμίζοντας την «αμυντική συνεργασία» των δύο χωρών.
Μετά την πρόσφατη απόφαση της Ουάσιγκτον για άρση της απαγόρευσης πώλησης όπλων στην Κύπρο, η κυπριακή κυβέρνηση προχωρεί στην αναβάθμιση του οπλοστασίου της, με την αγορά γαλλικών πυραύλων «Exocet» και «Mistral». Επίσης η Λευκωσία διαπραγματεύεται με γαλλική εταιρεία την αγορά δύο σκαφών ανοικτής θαλάσσης κόστους 75 εκατ. ευρώ, ενώ πρόσφατα το κυπριακό Πολεμικό Ναυτικό απέκτησε και πολεμικό σκάφος που ναυπηγήθηκε στο Ισραήλ.