Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πορεία», Τεύχος 50, που κυκλοφορεί
Η καραντίνα και ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο σπίτι έχει φέρει συνέπειες σε όλο το φάσμα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Ένα σημαντικό φαινόμενο που εντάθηκε ιδιαίτερα την περίοδο του «μένουμε σπίτι» είναι αυτό της ενδοοικογενειακής βίας.
Σε όλες τις χώρες που επιβλήθηκαν μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας, τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αυξήθηκαν ραγδαία. Για παράδειγμα, στην επαρχία Χουμπέι της Κίνας τα ποσοστά αυτά τριπλασιάστηκαν τον Φεβρουάριο σε σχέση με τον περσινό. Στην Κατολονία αυξήθηκαν κατά 20%, στην Κύπρο και τη Γαλλία κατά 30% μέσα στις πρώτες βδομάδες επιβολής των μέτρων. Στη Μαδρίτη μέσα σε δυο εβδομάδες αυξήθηκαν κατά 18%. Στη Βραζιλία υπάρχει αύξηση των περιστατικών από 40%-50%, ενώ στην Ιταλία μπορεί οι κλήσεις να μειώθηκαν αλλά ανέβηκαν κατακόρυφα sms και τα email, γεγονός που υποδηλώνει και τη μεγάλη δυσκολία τηλεφωνικής καταγγελίας την περίοδο του εγκλεισμού με τον θύτη.
Αντίστοιχα διαμορφώνεται και η κατάσταση στη χώρα μας καθώς η «Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων» έλαβε την περίοδο της καραντίνας 1.769 κλήσεις. Η κλήσεις, δηλαδή, σχεδόν τετραπλασιάστηκαν τον Απρίλιο σε σχέση με τον Μάρτιο που ήταν 166.
Η ενδοοικογενειακή βία αφορά τη βία (ψυχολογική, λεκτική, σωματική) που λαμβάνει χώρο στις οικογενειακές σχέσεις. Συνεπώς αφορά τη βία κατά των παιδιών, ορισμένες φορές κατά των γονέων, αλλά στη συντριπτική πλειοψηφία κατά των γυναικών. Τα παραπάνω ποσοστά όμως αποτελούν μία μόνο ένδειξη της έκτασης αυτού του φαινομένου, καθώς το 55% με 95% των περιπτώσεων δεν καταθέτει μήνυση.
Πρέπει να πούμε όμως και το εξής. Ακόμα κι αν μια γυναίκα ξεπεράσει τις δυσκολίες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη και έχει πρόθεση να καταθέσει μήνυση, συναντάει νέα προβλήματα στη διαδικασία. Ενδεικτικό είναι το παρακάτω περιστατικό. Στην αρχή της καραντίνας μια γυναίκα πήγε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα να κάνει μήνυση για σωματική κακοποίηση από τον άντρα της. Οι αστυνομικοί αφού της αράδιασαν τη συνηθισμένη επιχειρηματολογία ότι «η μήνυση για ενδοοικογενειακή βία δεν έχει νόημα γιατί οδηγεί σε νέες μηνύσεις», «ο δράστης δεν πρόκειται να συλληφθεί με τη διαδικασία του αυτόφωρου», «ακόμη αν υποθέσουμε ότι τελικά συλληφθεί εντός των ορίων του αυτόφωρου θα υποβάλει και αυτός μήνυση με αποτέλεσμα να συλληφθεί και η γυναίκα», «τα δικαστήρια αργούν να εκδικάσουν αυτές τις υποθέσεις» και «σε κάθε περίπτωση αυτά δεν είναι θέματα που λύνει η αστυνομία και η ποινική δικαιοσύνη αλλά ένα διαζύγιο», την έδιωξαν και με πρόφαση τον κορονοϊό, λέγοντας της πως αυτή την περίοδο δεν δέχονται μηνύσεις.
Από την μεριά της, η κυβέρνηση της ΝΔ, μετά από την πανευρωπαϊκή καμπάνια καταπολέμησης της ενδοοικογενειακής βίας στην περίοδο της πανδημίας κυκλοφόρησε σποτάκι ενημερωτικό με την Ελεωνόρα Μελέτη. Προσπερνάμε προς το παρόν την -ατυχή για εμάς- επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου, για να σταθούμε στη φράση που επιλέγει να κλείσει το σποτ: «μένουμε μακριά από κάθε βία». Και μας προκύπτει το ερώτημα, πού απευθύνεται η παραπάνω φράση; Γιατί αν απευθύνεται στο δράστη δεν πείθει, κι αν απευθύνεται στο θύμα, κρύβει πολύ επικίνδυνη τοποθέτηση. Προκαλεί το θύμα τη βία που δέχεται; Φέρει έστω και την παραμικρή ευθύνη για την κακοποίησή του; Έχει τη δυνατότητα να την αποφύγει και δεν το κάνει;
Αυτή η τοποθέτηση δεν είναι αθώα, δεν ξέφυγε κατά λάθος από το σεναριογράφο. Υπηρετεί πιστά δύο αφηγήσεις. Η πρώτη αφορά το ιδεολόγημα της καταδίκης της βίας «από όπου κι αν προέρχεται». Η δεύτερη αφορά την ενοχοποίηση του θύματος και ταυτόχρονα την θυματοποίηση του θύτη. Τα ΜΜΕ ενισχύουν την αντίληψη και την εικόνα της γυναίκας που είναι κατώτερο ον, και ξεπλένουν συστηματικά τη βία σε βάρος τους παρουσιάζοντας τα εγκλήματα κατά των γυναικών ως εγκλήματα πάθους («τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε», «η ζήλια του όπλισε το χέρι» κ.ά.).
Η βία κατά των γυναικών εντός των οικογενειακών σχέσεων, αλλά και έξω από αυτές δεν είναι -προφανώς- κορονοϊκό φαινόμενο. Συνδέεται με τη θέση της γυναίκας σ’ όλα τα εκμεταλλευτικά συστήματα, και ιδιαίτερα στον καπιταλισμό, ο οποίος -παρά την πρόοδο που έχει υπάρξει λόγω των αγώνων και των διεκδικήσεων του γυναικείου κινήματος-, διατηρεί αλώβητη την καταπίεση της γυναίκας. Δίπλα στην ταξική της καταπίεση προστίθενται τα θρησκευτικά δόγματα που χαρακτηρίζουν την γυναίκα μιαρή, κατώτερη, «πλασμένη από το πλευρό του άντρα».
Στην εποχή του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, η εκμετάλλευση των γυναικών γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη. Καμπάνιες όπως το #metoo και αφίσες με την Μέρκελ, τη Μισέλ Ομπάμα, την Χίλαρι Κλίτον κλπ., που φαίνονται κακοποιημένες με την λεζάντα «απλά επειδή είμαι γυναίκα», προσπαθούν να αφαιρέσουν την ταξική σφραγίδα του γυναικείου ζητήματος. Όσο και να προσπαθούν όμως, δεν γίνεται να κρύψουν την υποκρισία τους, γιατί την ίδια ώρα που φωτογραφίζονται, νομοθετούν και ψηφίζουν αντεργατικούς νόμους που καταδικάζουν τον λαό, συνεπώς και τη γυναίκα, στην φτώχεια, την ανεργία και την ανασφάλεια. Που καταργούν κάθε έννοια πρόνοιας, που αποκλείουν τα λαϊκά στρώματα από την υγεία και την παιδεία, που εξαπολύουν πολέμους και καταδυναστεύουν λαούς. Που υπηρετούν και εκφράζουν δηλαδή αυτή την πολιτική που γεννά τη βία και την ανισότητα.
Στεκόμαστε στο πλευρό όλων των κακοποιημένων και καταπιεσμένων γυναικών, στο πλευρό όλων των καταπιεσμένων και κατατρεγμένων ανθρώπων αυτού του κόσμου. Απαιτούμε να παρέχεται η απαραίτητη ψυχολογική υποστήριξη, στέγαση και οικονομική ενίσχυση στα θύματα και την παρέμβαση της δικαιοσύνης στα ζητήματα αυτά. Το γυναικείο κίνημα ως αναπόσπαστο κομμάτι του εργατικού και λαϊκού κινήματος πρέπει να παλέψει για τη δουλειά, για ψωμί, για εθνική ανεξαρτησία και για την κοινωνική απελευθέρωση, για να πάψει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η βάση του γυναικείου ζητήματος έχει σφραγίδα κοινωνική και κοινωνική θα πρέπει να είναι και η απάντηση!
Αλεξία Κ.