Το 2020 έφυγε αφήνοντας πάνω στους εργαζόμενους μια δραματική μείωση του μισθολογικού εισοδήματός τους.
Η κατρακύλα των μισθών ξεκίνησε τον Απρίλιο και το πρώτo lockdown, όταν ουσιαστικά οι αμοιβές αντικαταστάθηκαν από έκτακτα επιδόματα ύψους 534 ευρώ και οι εργαζόμενοι έγιναν αυτομάτως ...“μη ενεργός πληθυσμός”, χωρίς ωστόσο να λείπουν οι περιπτώσεις άτυπης και παράνομης εργασίας με “αμοιβή’ το εν λόγω κρατικό επίδομα. Λίγο αργότερα, με την υποτιθέμενη επανεκκίνηση της οικονομίας τον Ιούνιο, ετέθη σε εφαρμογή από την κυβέρνηση το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, που επέτρεπε στους εργοδότες να απασχολούν το προσωπικό τους με μερική ή εκ περιτροπής εργασία και να καταβάλουν το 50% των αμοιβών, ενώ το κράτος επιδοτούσε μόνο το 60% των απωλειών του εργαζόμενου – δηλαδή ο εργαζόμενος έχανε έως και 25% του μισθού του. Το πρόγραμμα πετσόκοψε τους ήδη συμπιεσμένους μισθούς και αποτελεί στην πραγματικότητα πρόγραμμα οικονομικής στήριξης των εργοδοτών και όχι των εργαζομένων.
Τον περασμένο Νοέμβρη, κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown, ανακοινώθηκαν τα νέα έκτακτα βοηθήματα: οι μισθοί αντικαθίστανται ξανά από επιδόματα των 534 ευρώ, που εκταμιεύονται με μεγάλες καθυστερήσεις, ενώ το επίδομα αδείας και το δώρο Χριστουγέννων υπολογίστηκαν σ’ αυτές τις μειωμένες αποδοχές και ακρωτηριάσθηκαν. Συγχρόνως, η υποαπασχόληση εφαρμόζεται με ακόμα πιο άθλιους όρους, αφού «… ο καθαρός μηνιαίος μισθός του νεοπροσλαμβανόμενου μακροχρόνια ανέργου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των 200 ευρώ», όπως αναφέρει η ΚΥΑ για το πρόγραμμα των 100.000 επιδοτούμενων θέσεων εργασίας, θέτοντας τις βάσεις για έναν υπερ-κατώτατο μισθό και, συγχρόνως, νομοθετώντας υπέρ της φτωχοποίησης των εργαζομένων.
Η πανδημία αποδείχθηκε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για να περικοπούν ή να καθηλωθούν οι μισθοί. Η νέα χρονιά βρίσκει την εργατική τάξη σε ένα παρατεταμένο κλίμα εργασιακής παράλυσης και σε δεινή οικονομική θέση, εξαντλημένη από τα ελαστικά ωράρια και τους μισθούς πείνας (μειωμένους τουλάχιστον κατά 1/3), τα νοικοκυριά χρεωμένα, το φάσμα της ανεργίας ορατό.
Από την άλλη πλευρά, το 2021 η κυβέρνηση προχωρεί στη θέσπιση νέων αντεργατικών μέτρων, στρώνοντας το χαλί στους εργοδότες για κάθε είδους αυθαιρεσίες. Ξεκινά ήδη το 2021 με νέο χτύπημα στον κατώτατο μισθό. Ως γνωστόν την ...Εργατική Πρωτομαγιά του 2020 με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου πάγωσε τον κατώτατο μισθό που είχε καθοριστεί τον Φεβρουάριο του 2019 για ένα χρόνο. Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, όριζε η εισήγηση του Υπουργείου Εργασίας για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, θα γίνει τον Ιανουάριο του 2021.Ο Ιανουάριος του 2021 ήλθε αλλά η εισήγηση για τον κατώτατο μισθό, ο οποίος ήδη με το νόμο 4172/2013 καθορίζεται από την κυβέρνηση και δεν αποτελεί απόρροια των συλλογικών διαπραγματεύσεων εργαζομένων και εργοδοτών, μετατίθεται για τον Ιούλιο του 2021. Η κυβερνηση έτσι παρατείνει το πάγωμα του κατώτατου μισθού για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στα 650 ευρώ μικτά (άρθρο 110 του ν.4764/2020), συνεχίζοντας τις μνημονιακές ρυθμίσεις των προηγούμενων χρόνων και συμπαρασύροντας μια σειρά επιδομάτων (ανεργίας, πρακτικής άσκησης κτλ.)
Και το κάνει αυτό σε μια στιγμή που το μισθολογικό εισόδημα των εργαζομένων έχει καταρρεύσει.
Επακολουθούν όμως και νέες ανατροπές που έρχονται για να μείνουν και μετά την πανδημία, σε εφαρμογή του δόγματος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της που περιγράφεται και στην έκθεση των «σοφών» εμπειρογνωμόνων της (Επιτροπή Πισσαρίδη κτλ.). Σύμφωνα με την έκθεση ο κατώτατος μισθός δεν πρέπει να αυξηθεί γιατί θα προκαλέσει ανεργία!