Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Πορεία, τεύχος 53, που κυκλοφορεί
Πολλά έχουν γραφτεί για τον Νόμο Χατζηδάκη (ν.4808/2021), από τότε που ήταν ένα «καινοτόμο» νομοσχέδιο για τα εργασιακά μέχρι σήμερα, που είναι πλέον ψηφισμένος νόμος και γίνονται όλες οι απαραίτητες ενέργειες για να εφαρμοστεί κατά γράμμα. Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι ο εν λόγω νόμος «… έρχεται να απαντήσει σε πραγματικές ανάγκες και να τροποποιήσει την εργασιακή νομοθεσία, η οποία σε μεγάλη κλίμακα ισχύει από το 1982. Από τότε έχουν περάσει 40 περίπου χρόνια, έχει μπει στη ζωή μας η τηλεργασία, το ίντερνετ κλπ. Πρέπει να απαντήσουμε σε θέματα που θέτουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι...».
Ένα σημαντικό κομμάτι του εργασιακού «εκσυγχρονισμού» που φέρνει ο νόμος Χατζηδάκη είναι και η τηλεργασία. Είναι μία από τις ανατροπές στα εργασιακά, που πιστώνεται στην τεχνολογική πρόοδο, αλλά κυρίως στην πανδημία και στους κινδύνους που ενέχει πλέον κάθε συνωστισμός, συγχρωτισμός και κάθε έννοια συνάθροισης, συνεύρεσης και συναναστροφής στους εργασιακούς χώρους.
Έτσι, ένα από τα πρώτα εργασιακά μέτρα που θέσπισε η κυβέρνηση με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 11.3.2020 ήταν «η εξ αποστάσεως εργασία», την οποία ο εργοδότης με απόφασή του μπορεί να επιβάλει σε εργαζόμενους. Το μέτρο αναγγέλθηκε ως «έκτακτο και προσωρινό» αλλά εξακολουθεί να παραμένει σε ισχύ. Ο νέος νόμος δείχνει περίτρανα ότι η τηλεργασία ήρθε για να μείνει. Εδώ και τουλάχιστον ενάμιση χρόνο τα σπίτια έχουν μετατραπεί σε χώρους εργασίας και σε γραφεία εταιριών, καθώς πλήθος εργαζομένων προσφέρει μέσω της τεχνολογίας τις υπηρεσίες τους εκ του μακρόθεν.
Η τηλεργασία, ωστόσο, δεν είναι μια καινούρια υπόθεση. Πρωτοεμφανίστηκε το 2001 στην Ευρώπη, ενώ πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα το 2006, με τη σύμφωνη γνώμη της ΓΣΕΕ, που όρισε τότε από κοινού με τις εργοδοτικές οργανώσεις ένα πλαίσιο εφαρμογής της. Με εκείνη την συμφωνία η τηλεργασία είχε «οικειοθελή χαρακτήρα» και μπορούσε να γίνει με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη. Στη συνέχεια, στους μνημονιακούς νόμους του 2010, προστίθεται στο κομμάτι της τηλεργασίας και ο όρος της «τηλε-ετοιμότητας» του εργαζόμενου και του καθορισμού «των χρονικών ορίων και προθεσμιών ανταπόκρισης του μισθωτού», δηλαδή το πότε πρέπει να είναι διαθέσιμος ο εργαζόμενος να ανταποκριθεί άμεσα σε εργασία που απαιτεί ο εργοδότης.
Η τηλεργασία σήμερα δεν έχει οικειοθελή χαρακτήρα, αλλά με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου επιβλήθηκε σε μεγάλο ποσοστό εργαζομένων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους εκπαιδευτικούς, που υποχρεώθηκαν και υποχρεώνονται κατά καιρούς σε τηλεκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, ακόμα και στα νηπιαγωγεία. Έτσι, τα ποσοστά της τηλεργασίας ανέβηκαν θεαματικά: από το 5,3% το 2019 στο 26% το 2020, με αποτέλεσμα ένας στους τέσσερις εργαζόμενους να δουλεύουν εξ αποστάσεως (500.000 περίπου μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι). Την ίδια ώρα, στο τραπέζι βρίσκονται νέες προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ, με τις θέσεις να προορίζονται αποκλειστικά για τηλεργασία. Μάλιστα, οι εργαζόμενοι που θα προσληφθούν με το νέο καθεστώς, δεν θα μπορούν να εργαστούν καθόλου δια ζώσης στο μέλλον. Όπως αναφέρει ο Μητσοτάκης: «Έχουμε πει ότι θέλουμε να κρατήσουμε -όπου γίνεται- το κεκτημένο της τηλεργασίας, διότι αποδείξαμε αυτούς τους μήνες ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να εργαζόμαστε και να είμαστε παραγωγικοί».
Ωστόσο το πλαίσιο της τηλεργασίας δεν είναι μέχρι σήμερα σαφώς καθορισμένο, πράγμα που αφήνει ελεύθερο πεδίο δράσης για τους εργοδότες. Ο εργαζόμενος βρίσκεται υπό τον άμεσο ατομικό έλεγχο του εργοδότη και τα όρια ανάμεσα στον εργάσιμο και μη εργάσιμο χρόνο του γίνονται από δυσδιάκριτα έως ανύπαρκτα, ενώ ήδη έχουν αρχίσει να διαφαίνονται οι επιπτώσεις, αλλά και οι αθέατες πλευρές της εργασίας από απόσταση:
• Απαιτείται συνηθέστερα η τηλε-ετοιμότητα του εργαζόμενου σε ώρες πέραν του ωραρίου, γεγονός που επιφέρει σωματική και πνευματική καταπόνηση μπροστά σε μια οθόνη, αλλά ταυτόχρονα και απορρύθμιση της οικογενειακής ζωής, αφού χάνονται σταδιακά τα όρια (χρονικά, χωροταξικά κτλ.) της εργασίας και της προσωπικής ζωής. Ο εργοδότης μπορεί να έχει στη διάθεσή του τον εργαζόμενο όπου, όποτε, όσο και όπως το απαιτεί η κερδοσκοπική δραστηριότητά του.
• Επιπλέον, απαιτείται από τον εργαζόμενο να έχει έναν διακριτό χώρο εργασίας στο σπίτι ήρεμο, τακτοποιημένο και χωρίς θορύβους, να διαθέτει γρήγορη σύνδεση στο διαδίκτυο και κατάλληλο εξοπλισμό. Έτσι, μεταφέρεται το λειτουργικό κόστος και η μέριμνα των όρων υγιεινής και ασφάλειας στον ίδιο τον εργαζόμενο, οπότε για οποιοδήποτε ατύχημα εν ώρα εργασίας, η ευθύνη είναι του εργαζόμενου, και καμία αποζημίωση δεν θα βαρύνει τον εργοδότη.
• Είναι γεγονός ότι αυτό το είδος εργασίας απομακρύνει τους εργαζόμενους από την καθημερινή επικοινωνία του με τους συνάδελφούς τους, τους απομονώνει, και θέτει νέα εμπόδια στην οργάνωση της συνδικαλιστικής δράσης για τα κοινά εργασιακά τους προβλήματα. Ο καθένας βρίσκεται πλέον μόνος του απέναντι στον εργοδότη.
• Ευνοεί τον ασφυκτικό έλεγχο της εργασίας και της επικοινωνίας των εργαζομένων, αλλά και την αξιολόγηση, στο όνομα της «ενίσχυσης της παραγωγικότητας» και της «βελτίωσης της απόδοσης» του εργαζόμενου. Τελικά, ευνοεί την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσής του.
• Εγείρει ζητήματα ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων, καθώς σε πλήθος περιπτώσεων ζητείται η εγκατάσταση κάμερας στον υπολογιστή του εργαζομένου ή η πρόσβαση σε προσωπικά αρχεία, παραβιάζοντας έτσι κατάφωρα την ιδιωτικότητα.
• Επιφέρει μείωση των απουσιών και έτσι αντλεί εκ των πραγμάτων περισσότερο χρόνο εργασίας από τον εργαζόμενο. Επί της ουσίας, όπως αναφέρει ο ΣΕΒ, θα φέρει αύξηση της παραγωγικότητας κατά 50%! Συγχρόνως, ο εργαζόμενος χάνει κεκτημένα δικαιώματα, όπως οι υπερωρίες, άδειες ασθένειας, γονικές άδειες και άλλα.
• Τέλος, η παροχή εργασίας αποδεσμεύεται από περιορισμούς χώρου και απόστασης, γεγονός που δυναμώνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργαζόμενους για τη διατήρηση ή διεκδίκηση μιας θέσης εργασίας και, ταυτόχρονα, ενισχύει την πίεση για αποδοχή της μείωσης του μισθού προκειμένου να κερδηθεί ή να κρατηθεί μια θέση εργασίας από τον εργαζόμενο.
Με λίγα λόγια, το κράτος δίνει το ελεύθερο στην εργοδοσία να κανονίζει το ωράριο των εργαζομένων κατά πώς τη βολεύει, να τους καλεί και να τους παύει ανά πάσα στιγμή, νόμιμα και χωρίς εξηγήσεις, να τους οδηγεί στην εντατικοποίηση, να καταπατά το δικαίωμά τους στην ανάπαυση, να δημιουργεί συνθήκες που επιβαρύνουν τη σωματική και ψυχική υγεία τους και απορρυθμίζουν την οικογενειακή και προσωπική κοινωνική ζωή. Αυτό είναι η τηλεργασία, αυτή είναι η «πρόοδος» για την κυβέρνηση. Ποιος θα ακολουθήσει;
Ιωάννα Ζ.