Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Πορεία, τεύχος 53, που κυκλοφορεί
Το τελευταίο διάστημα και ειδικότερα μετά την λεγόμενη έξοδο από τα μνημόνια το 2018, τα κυβερνητικά επιτελεία επικαλούμενα και διάφορα αριθμητικά στοιχεία –που βεβαία καλύπτουν το αφήγημά τους– προσπαθούν να φτιάξουν μια εικόνα ότι δεν είμαστε φτωχοί και ότι η ανάπτυξη έρχεται. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επίκληση στην ανεργία που μειώνεται, όταν τα κριτήρια που θεωρείται κάποιος εργαζόμενος όλο και αμβλύνονται, η μερική απασχόληση και ημιαπασχόληση καλπάζει, ενώ συνεχώς μειώνεται το εργατικό δυναμικό, αφού χιλιάδες νέοι εξαναγκάζονται στην οικονομική μετανάστευση κάθε χρόνο.
Ακόμα, όμως, και τα δικά τους στοιχεία να επικαλεστούμε θα δούμε ότι η κατάσταση μάλλον διαγράφεται εφιαλτική! Με βάση τα στοιχεία της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ σχεδόν το 30% ζει στο όριο της φτώχειας, ενώ ακόμα και το 50% των μη φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία να ανταποκριθεί σε έξοδα 395€. Επίσης, σύμφωνα με τη Eurostat, με τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκεται αντιμέτωπο το 27,5% των Ελλήνων. Το γεγονός ότι ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας με απλά λόγια σημαίνει ότι αντιμετωπίζουν δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης βασικών εξόδων, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, αδυναμία αποπληρωμής δανείων, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών.
Όσο για τον κατώτατο μισθό για το οποίο κομπάζει η κυβέρνηση ότι τον αύξησε κατά 2%, δηλαδή 13€, τα στοιχεία λένε ότι βρίσκεται σε επίπεδα απόλυτης φτώχειας και χρειάζεται μια αύξηση 159 € ώστε να φτάσει το όριο της φτώχειας που είναι στα 809€ ακαθάριστα. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι το 50% λαμβάνει μέχρι 800€, μπορεί να αντιληφθεί την τραγική κατάσταση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο λαός. Την ίδια στιγμή, γενικεύεται ο αριθμός των εργαζόμενων που δουλεύουν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, ελαστικών σχέσεων εργασίας και αμείβονται με ψίχουλα, βρισκόμενοι αντιμέτωποι με την εξαθλίωση.
Συνεπώς, ακόμη και με αυτά τα λίγα στοιχεία, βλέπουμε ότι στην πραγματικότητα ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού (7 στους 10 με βάση έκθεση του ΟΟΣΑ) αντιμετωπίζει πολύ σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και από αυτούς σημαντικό κομμάτι βρίσκεται σε επίπεδα που αγγίζουν την εξαθλίωση. Κι όλα αυτά χωρίς ακόμα να έχουν εκδηλωθεί συνολικά οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας που συνεχίζεται. Προβλέπεται, δηλαδή, ακόμα μεγαλύτερη επιδείνωση της φτώχειας, αν μάλιστα λάβει υπόψη κανείς και το μεγάλο κύμα ακρίβειας σε όλα τα βασικά αγαθά που έρχεται να σαρώσει ακόμα περισσότερο το λαϊκό εισόδημα.
Γιάννης Τ.