Ολοένα και οξύτερο γίνεται το πρόβλημα της στέγης στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως, καθώς οι νεότερες γενιές αντιμετωπίζουν δυσκολία στην ενοικίαση ή την απόκτηση κατοικίας. Ένα πρόβλημα που αφορά κατά βάση τη Δύση, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, αλλά εντοπίζεται και σε κράτη όπως η Κίνα, αναγκάζοντας ακόμα και συστημικούς αναλυτές να μιλούν για ταξικό διαχωρισμό μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών.
Πλέον, δημιουργείται ένα εκρηκτικό μίγμα: από τη μια το στεγαστικό πρόβλημα και από την άλλη η ακρίβεια σε σειρά βασικών αγαθών, υπηρεσιών, στην ενέργεια κλπ. που πλήττει το σύνολο της οικονομίας, καλλιεργώντας ανασφάλεια και αβεβαιότητα στις ευρύτερα στρώματα εργαζομένων.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα πολλών ευρωπαϊκών πρωτευουσών όπου νεολαίοι και εργαζόμενοι έχουν εκτοπιστεί από ολόκληρες περιοχές, οι οποίες έχουν γεμίσει με κατοικίες και υποδομές για τουρίστες ή γραφεία εταιριών.
Παράλληλα, πολλές μεγάλες εταιρίες αγοράζουν σωρηδόν πλήθος διαμερισμάτων ή και ολόκληρων κτηρίων αξιοποιώντας τα όποτε και με όποιο τρόπο θέλουν. Αποτέλεσμα: να ανεβαίνουν τα ενοίκια σε τιμές απλησίαστες για τους απλούς εργαζομένους, ιδιαίτερα τους νέους που μαστίζονται από ανεργία, ανέχεια, ελαστικές μορφές απασχόλησης και χαμηλούς μισθούς.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Παρόμοια κατάσταση καταγράφεται και στην Ελλάδα, καθώς τα ενοίκια σε πολλές περιοχές τόσο του ιστορικού κέντρου της Αθήνας όσο και άλλων πόλεων της επαρχίας έχουν ανέβει σε τιμές απλησίαστες για πολλούς, ιδιαίτερα για τους φοιτητές και τους νέους εργαζόμενους.
Στην Αθήνα ολόκληρες συνοικίες μετατρέπονται σταδιακά σε χώρους φιλοξενίας τουριστών και επιχειρήσεων, με τις αντίστοιχες υποδομές, ενώ τα ενοίκια και άλλα κόστη, όπως τα κοινόχρηστα, έχουν εκτοξευτεί την τελευταία πενταετία σε ολόκληρη σχεδόν την πρωτεύουσα, παρά την παρατεταμένη οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας.
Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις οικογένειες ή μεμονωμένα άτομα νεαρής κατά βάση ηλικίας αναζητούν σπίτια στις παρυφές της πρωτεύουσας ή επιλέγουν την αναγκαστική λύση της συγκατοίκησης.
Μπορεί η Αθήνα να μην αντιμετωπίζει το οξυμένο πρόβλημα που καταγράφεται σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου ο τοπικός πληθυσμός, στη συντριπτική του πλειοψηφία εργατικά στρώματα, έχει εκδιωχθεί από ολόκληρες περιοχές, όμως κινείται σε παρόμοια μονοπάτια.
Ακόμα και εταιρίες από το εξωτερικό αγοράζουν πλήθος διαμερισμάτων και κτηρίων, μπορεί όχι σε τέτοια έκταση που παρατηρείται σε άλλες χώρες, πάντως δημιουργώντας παρόμοια προβλήματα. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε και την περιβόητη «μπίζνα» της golden visa, όπου επιχειρηματίες από το εξωτερικό αγοράζουν κατοικίες και άλλα κτήρια στην Ελλάδα, προκειμένου να έχουν το προνόμιο ευκολότερης μετακίνησης και δραστηριότητας εντός ΕΕ. Και όλα αυτά στο όνομα της «ελεύθερης αγοράς» και της «υγιούς επιχειρηματικότητας».
Το αποτέλεσμα: Εκτόξευση των φοιτητικών ενοικίων που στην Αθήνα «αγγίζει» ακόμα και το 30% σε σχέση με το 2017, και «μπάσιμο» εταιριών real estate στην «αγορά» των φοιτητικών κατοικιών. Η απουσία οποιαδήποτε κρατικής μέριμνας και η ολοένα και μεγαλύτερες περικοπές και η χρόνια εγκατάλειψη των φοιτητικών εστιών επιτείνουν το πρόβλημα.
Ήδη την τελευταία δεκαετία οι υποψήφιοι και οι υποψήφιες των πανελλαδικών επιλέγουν σε μεγάλο βαθμό σχολές με βάση τον τόπο κατοικίας, καθώς η μετακόμιση σε άλλη πόλη και η ενοικίαση σπιτιού καθιστούν απαγορευτικές τις ίδιες τις σπουδές.
Τα πραγματικά αίτια του προβλήματος
Το πρόβλημα της στέγασης λαμβάνει ολοένα και οξύτερη μορφή τα τελευταία χρόνια. Η υποτιθέμενη «ευμάρεια» που διαφημίζονταν ότι υπήρχε σε προηγούμενες δεκαετίες στο ζήτημα της κατοικίας πλέον έχει εξαφανιστεί για τη νέα γενιά.
Στις σημερινές συνθήκες, η βιομηχανία του τουρισμού, η ακραία εκμετάλλευση και η άναρχη λειτουργία του τομέα αυτού, ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων και των εταιριών real estate, δημιουργούν ουσιαστικά έλλειψη στέγης για τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία. Είτε με τη μορφή των απλησίαστων ενοικίων είτε με τη δέσμευση ικανού αριθμού κατοικιών.
Στο ίδιο πλαίσιο, η οικονομική κρίση που έλαβε και χαρακτηριστικά «φούσκας» στον τομέα των ακινήτων, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία, ο κορονοϊός, η ακρίβεια με την κατακόρυφη αύξηση βασικών ειδών που αδειάζει το πορτοφόλι των εργαζομένων ακόμα περισσότερο, καθώς και η μείωση των προς διάθεση κατοικιών, επιτείνουν το πρόβλημα.
Και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ολοένα και αυξανόμενη ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της, την εγκατάλειψη των δημοσίων πανεπιστημίων και την… «αποδέσμευση» χιλιάδων υποψηφίων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, φράση που ξεστόμισε ανερυθρίαστα η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, για να δικαιολογήσει τον «κόφτη» της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και του «παράλληλου μηχανογραφικού».
Γιώργος Β.