Συνεχίζεται η εσωκομματική διαμάχη στη Νέα Δημοκρατία για τη θέση του αρχηγού της, καθώς οριστικοποιήθηκαν οι τέσσερις υποψηφιότητες των Μεϊμαράκη, Τζιτζικώστα, Μητσοτάκη και Γεωργιάδη.
Πίσω από τα συγκεκριμένα πρόσωπα κρύβονται συμφέροντα, «πολιτικά τζάκια» και ομαδοποιήσεις που προσβλέπουν στην πρόσδεση στην κομματική και σε κάποια φάση στην κυβερνητική εξουσία, με όλα τα οφέλη που αυτό συνεπάγεται για τους ίδιους και αυτούς που εκπροσωπούν.
Οι όποιες παραλλαγές και διαφοροποιήσεις παρουσιάζονται από τις διάφορες πλευρές με τάχα ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο, δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά το περιτύλιγμα του ίδιου περιεχομένου που πάντα χαρακτηρίζει τη Δεξιά, είτε αυτή παρουσιάστηκε σαν ΕΡΕ είτε τώρα σαν Νέα Δημοκρατία, είτε σε οποιαδήποτε άλλη εκδοχή της.
Όλοι αυτοί στεγάζονται κάτω από την ίδια πολιτική στέγη στην υπηρεσία της αστικής τάξης, του πολιτικού συστήματος και των ξένων αφεντικών τους και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται, παρά τις επιμέρους και πρόσκαιρες μεταμορφώσεις τους. Εξάλλου η σύγχρονη πολιτική ιστορία έχει καταγράψει τον βαθιά αντιδραστικό, αντιλαϊκό και ξενόδουλο ρόλο που έχει παίξει η Δεξιά, με οδυνηρές συνέπειες για τον λαό και τον τόπο.
Στο εσωτερικό της πάντοτε κυριαρχούσαν τα γνωστά πολιτικά «τζάκια», η οικογενειοκρατία, τα προσωπικά «βιλαέτια» και όλα αυτά δεμένα με πολλά νήματα με κύκλους του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Ιδεολογία τους είναι η εξυπηρέτηση αυτών των ταξικών συμφερόντων και η προσωπική τους ανάδειξη. Αυτό εξάλλου φαίνεται για άλλη μία φορά στον τρόπο που αναδείχθηκαν οι υποψηφιότητες και στο είδος της αντιπαράθεσης που κάνουν.
Ο Τζιτζικώστας κατηγορείται μέσα από το ίδιο του το κόμμα (Κακλαμάνης κ.λ.π.), ότι προωθείται από συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα. Ο Γεωργιάδης εκφράζει ακροδεξιούς κύκλους (Βορίδης κ.λ.π.) και επιδιώκει να καταγράψει και να κατοχυρώσει μέσα στη Νέα Δημοκρατία μία ακροδεξιά κατεύθυνση. Ο Μητσοτάκης εκπροσωπεί την οικογενειοκρατία και προσπαθεί να πλασαριστεί με ένα κεντροδεξιό και «σύγχρονο» προσωπείο. Τέλος, ο Μεϊμαράκης προωθείται από τα παλιά πολιτικά «τζάκια» του Καραμανλή, που θέλουν να εξασφαλίσουν την επαφή τους με την κομματική εξουσία. Όλοι αυτοί είναι «γέννημα θρέμμα» του ενεργού αντιδραστικού πυρήνα της Δεξιάς, με κοινή στην ουσία της ιδεολογική συγκρότηση, και οι όποιες αντιπαλότητές τους, δήθεν ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις και τα «χτυπήματα κάτω από τη μέση», αφορούν μόνο την προσωπική τους ανάδειξη και την εξυπηρέτηση αυτών που εκπροσωπούν.
Όποιος και να εκλεγεί, θα κληθεί να διαχειριστεί μια βαθιά εσωκομματική κρίση και να διαμορφώσει τους όρους, ώστε να πείσει η ΝΔ ότι μπορεί να αποτελέσει την μελλοντική εναλλακτική κυβερνητική λύση.
Στην παρούσα φάση η παρατεταμένη οικονομική και πολιτική κρίση έχει δράσει αποσυνθετικά σε όλα τα παλιά αστικά πολιτικά κόμματα, συρρίκνωσε την πολιτική τους εμβέλεια και περιόρισε τα εκλογικά τους ποσοστά. Αυτό παρήγαγε κρίση και ανακατατάξεις τόσο στη Νέα Δημοκρατία, όσο και στο ΠΑΣΟΚ, που έφτασε στα όρια της πολιτικής του επιβίωσης. Και τα δύο αυτά κόμματα του παλαιού κραταιού δικομματισμού έχουν αλλάξει δύο και τρεις φορές αρχηγό την τελευταία πενταετία της κρίσης.
Η τρίτη απανωτή εκλογική ήττα της Νέας Δημοκρατίας σε οκτώ μήνες και η ανάγκη ελεγχόμενης διαχείρισής της, οδήγησε σε ξέσπασμα μιας υπάρχουσας αλλά συγκαλυπτόμενης εσωκομματικής κρίσης, με την παραίτηση του Σαμαρά και την προσωρινή λύση του Μεϊμαράκη, ο οποίος, μετά την ήττα στις πρόσφατες εκλογές, άνοιξε τη διαδικασία εκλογής νέου προέδρου.
Η κρίση ηγεσίας αντανακλά κρίση πολιτικής γραμμής και τακτικής και αναζήτηση τρόπων για να αντιμετωπιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ένας νέος και ισχυρός «παίκτης» που κυριαρχεί στην κεντρική πολιτική σκηνή και «τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια» των κομμάτων του παλιού μνημονιακού μπλοκ και ιδιαίτερα της Νέας Δημοκρατίας, από τη στιγμή που προσχώρησε και αυτός στην ψήφιση και εφαρμογή του τρίτου μνημονίου. Η από κοινού ψήφιση του τρίτου μνημονίου από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, υπονόμευσε και εξουδετέρωσε τη βάση της πολιτικής τακτικής της ΝΔ που ήταν η αντίθεση μιας μνημονιακής αλλά «εθνικά υπεύθυνης» και «ρεαλιστικής» πολιτικής απέναντι σε έναν «αντιμνημονιακό, λαϊκιστή και ανεύθυνο» ΣΥΡΙΖΑ. Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ «θόλωσε τα νερά», διεκδίκησε και απέσπασε δυνάμεις από τον κεντρώο χώρο, προσβάλλοντας τμήμα των κεντρώων πολιτικών ορίων της ΝΔ.
Το πρόβλημα αυτό θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα ηγεσία της ΝΔ και εκεί συμπυκνώνεται η «αναζήτηση ταυτότητας» και «σύγχρονης φυσιογνωμίας και προσώπου». Πρόκειται για την επίλυση μιας δύσκολης «εξίσωσης», αφού οποιαδήποτε ηγεσία προκύψει θα κουβαλάει στις πλάτες της, όχι μόνο τα δυο πρώτα μνημόνια, αλλά και το βαρύ φορτίο της ψήφισης του τρίτου μνημονίου και της ουσιαστικής ταύτισης και αναγκαστικής πολιτικής σύμπραξης και συμπόρευσης με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στον δρόμο της εφαρμογής των συμφωνηθέντων. Ήδη και από τη συζήτηση στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις, φάνηκαν οι αντιφάσεις και η δυσκολία ξεδιπλώματος μιας αντιπολιτευτικής τακτικής, που να διαμορφώνει μια διακριτή προοπτική από τη ΝΔ, ώστε να αρχίσει το «ξήλωμα» της κυβερνητικής πολιτικής, και να την αναδεικνύει σαν την εναλλακτική πολιτική λύση. Με δηλώσεις του τύπου «ψηφίσαμε το τρίτο μνημόνιο για να σωθεί η πατρίδα», αλλά άλλοτε ψηφίζουμε και άλλοτε όχι τους εφαρμοστικούς νόμους και τα συμφωνηθέντα μέτρα που θα πάρει η κυβέρνηση, και όπου χρειαστεί στηρίζουμε ή όχι την κυβέρνηση, είναι σίγουρο ότι η ΝΔ για αρκετό διάστημα θα «σέρνεται» στη μνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, περιοριζόμενη στη φθορά της εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ και σε έναν πολιτικό «κλεφτοπόλεμο», με τον οποίο θα διεκδικήσει ρόλο ενός καλύτερου διαχειριστή της ίδιας πολιτικής.
Ό,τι κι αν γίνει, πάντως, όποιος κι αν βγει, όσον αφορά στα γενικά της αντιπολιτευτικής «γραμμής» τους για το αμέσως επόμενο διάστημα, φαίνεται πως έχουν ήδη καταλήξει και μένει απλά να αποφασίσουν στο ποιος θα την εκφράσει κεντρικά. Θα στηρίξουν την κατεύθυνση της ανάκαμψης, τις αντιλαϊκές προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα παρά τις προσπάθειες διαφοροποίησής τους από ορισμένες επιλογές της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Έτσι, εμφανιζόμενοι ως «αθώοι του αίματος», θα προσπαθήσουν να χρεώσουν στον ΣΥΡΙΖΑ τα επόμενα αντιλαϊκά μέτρα που θα φέρει, υποστηρίζοντας για τους ίδιους ότι στις 14 Αυγούστου δεν υπερψήφισαν αυτά καθαυτά τα μέτρα, αλλά την ανάγκη παραμονής της χώρας στην ΕΕ και στο ευρώ. Έτσι, π.χ. ενδεχομένως να αντιταχθούν δημαγωγικά στην επιβολή αυξημένης φορολογίας στους «κατά κύριο επάγγελμα» αγρότες, στην επιβολή ΦΠΑ στα φροντιστήρια κ.ά., αντιπροτείνοντας «ισοδύναμα μέτρα», όπως «περικοπές στο σπάταλο κράτος του ΣΥΡΙΖΑ και των ημετέρων του». Ταυτόχρονα, θα συνεχίζουν να παίζουν το χαρτί ότι η ΝΔ είναι η συνεπής «φιλοευρωπαϊκή δύναμη», αφήνοντας αιχμές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εγκατέλειψε ποτέ το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Όλη τους η αντιπολιτευτική τακτική θα επιδιώξει να αναδείξει τη ΝΔ ως ικανή εναλλακτική δύναμη διακυβέρνησης, που μπορεί ταυτόχρονα με σταθερότητα να υλοποιεί μέτρα στήριξης της ανάκαμψης του κεφαλαίου και να αποσπά τη λαϊκή συναίνεση και ανοχή σε αυτή την πολιτική.
Σε αυτή την πολιτική στενωπό είναι αναγκασμένη να πορευτεί η νέα ηγεσία της ΝΔ και η επιχείρηση ανασυγκρότησης και ενίσχυσης της πολιτικής της επιρροής φαντάζει δύσκολη. Βέβαια, παρά τις τωρινές δυσκολίες και αδυναμίες δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ΝΔ αποτελεί πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος, και οι μηχανισμοί του θα την στηρίξουν με κάθε τρόπο να ξεπεράσει την κρίση της, ώστε να αποτελέσει την εναλλακτική κυβερνητική λύση για το μέλλον.
Για τις λαϊκές δυνάμεις που καλούνται να ξεδιπλώσουν την αντίστασή τους στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι βέβαιο πως τη ΝΔ με οποιαδήποτε ηγεσία, θα τη βρουν και τώρα και στο μέλλον, μπροστά τους και απέναντί τους.