Ο Σταύρος, μοναχογιός μικροαστικής Αθηναίικης οικογένειας, διασχίζει την απόσταση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και την ενηλικίωση κι από τη 10ετία του ’60 σ’ αυτήν του ’70 και του ’80, παλινδρομώντας ανάμεσα στην ιστορική αφήγηση της Δεξιάς, τους ισχυρότερους εθνικούς μύθους, τις νεανικές απόπειρες αποδόμησής τους και την ανάγκη δημιουργίας νέων, το ταξίδι στον έρωτα και την εμπειρία του συλλογικού βίου, με σταθερή αναφορά στην αξία της φαντασίας και της προσωπικής γωνίας “λήψης”.
Ο Τάσος Μπουλμέτης ξέρει αναμφίβολα πώς να στήνει γοητευτικές ιστορίες και πώς ν’ αφηγείται με μαστοριά. Χαρήκαμε με το παραπάνω αυτό του το ταλέντο στην Πολίτικη Κουζίνα, μια ταινία όλο καρδιά, όπου η ωρίμανση του ήρωα ολοκληρώνεται μέσα από τη συνεχή αναβάπτισή του στις ρίζες του και σε μιαν ανεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά.
Μεσολάβησαν έκτοτε δεκατρία χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο Μπουλμέτης χρημάτισε (πρώτος) πρόεδρος της συσταθείσας το 2009 Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, διαρρηγνύοντας παράλληλα τους όποιους δεσμούς του με την αριστερά, συνυπογράφοντας το 2011 ως άνθρωπος “των γραμμάτων και των τεχνών” ομού με τους γνωστούς και μη εξαιρετέους Απόστολο Δοξιάδη, Γιώργη Γιατρομανωλάκη και Γιάννη Στουρνάρα, το άθλιο κείμενο με τίτλο “Τολμήστε!” με το οποίο ο εντόπιος πολιτικός κόσμος καλούνταν από 32 δήθεν προσωπικότητες μεγάλου βεληνεκούς να συσπειρωθεί γύρω από το Μνημόνιο και τον “ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας”.
Η ικανότητά του παρόλα αυτά να διηγείται γοητευτικές ιστορίες διατηρείται σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτη σ’ αυτή την τρίτη του ταινία, τον πολυδιαφημισμένο Νοτιά, ο οποίος δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να συναντήσει ανταπόκριση από ένα πολυπληθές αστικό- και μικροαστικό- κοινό που συμμερίστηκε από τη μεταπολίτευση κι εδώ την αξία της εξατομίκευσης και της “προσωπικής επιτυχίας”.
Και δεν θα μπορούσε να δυσκολευτεί, δεδομένου ότι ο Μπουλμέτης εστίασε στην αποτύπωση αναγνωρίσιμων βιωμάτων που γενικεύονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: η καθημερινότητα της μικροαστικής οικογένειας, οι πρώτες ερωτικές εμπειρίες, η αναλλοίωτη γοητεία της εξουσίας. Η ματιά είναι αρκούντως ανθρωποκεντρική, οι ήρωες συμπαθείς και χαριτωμένοι, το αφηγηματικό νήμα κρατάει ικανοποιητικά, και ο κάθε οπαδός της ατομικής πορείας θα καθρεφτιστεί με ευχαρίστηση στους νεαρούς τότε γόνους μικροαστικών οικογενειών που προσπέρασαν χωρίς τύψεις κι ενοχές την Αριστερά και τα οράματά της τη δεκαετία του ’80, για ν’ αφοσιωθούν στην κατασκευή του προσωπικού μύθου και το κυνήγι του φιλελεύθερου ονείρου.
Ο Μπουλμέτης έχει αφομοιώσει καλά τους βασικούς κινηματογραφικούς αφηγηματικούς κώδικες. Εκεί που λαθεύει παραδειγματικά, είναι στην ανάγνωση της ιστορίας. Οι ήρωές του βιώνουν – κι εν τέλει αποκαθηλώνουν την ιδεολογία και την πολιτική στράτευση (χαρακτηριστική η σκηνή της συμμετοχής στη διάλυση του τείχους του Βερολίνου – αλλά και η σύσταση του φινάλε για μετριοπάθεια) ως περιστασιακό σταθμό μιας μεγάλης ατομικής περιπέτειας, της μόνης εν τέλει που έχει νόημα και ουσία. Εκεί έγκειται και η βασική μας διαφωνία: η ελευθερία επιλογής πορείας του ήρωα του Νοτιά (αλλά και καθενός από τους Σταύρους της εποχής) και οικοδόμησης ενός προσωπικού μύθου, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια λαμπερή ψευδαίσθηση, είτε φυσούσε Νοτιάς είτε Βοριάς, όπως εκ των πραγμάτων καταδείχτηκε με τραγικούς όρους στον τόπο.
Η φιλοσοφία που διαπνέει την ταινία, εξαντλείται σε μιαν αναγνωρίσιμη σε κάθε περίπτωση, αμφισβητήσιμου περιεχομένου ωστόσο επιφάνεια. Το ψέμα ή η παγαποντιά που υπαγορεύεται από τη μικροαστική συνείδηση δεν μπορεί να δικαιώνεται ως αποστροφή μιας προσωπικής μυθολογίας, κι η ηθική δεν μπορεί ποτέ να εξαντλείται στη γωνία λήψης ενός φακού.
Κατά τα άλλα η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα είναι σαγηνευτική, κι η ερμηνεία του Θέμη Πάνου ως Κωνσταντινοπολίτη φωτογράφου – ες αεί πιστού στη μία, μεγάλη αγάπη της ζωής του, υπόδειγμα μέτρου.