…“Aν ήμουν Ρώσος πολίτης θα ένιωθα εξαιρετικά ανήσυχος, και θ’ απαιτούσα από την κυβέρνησή μου να πάρει το γρηγορότερο μέτρα ενάντια σε ότι δείχνει ως σίγουρο σχεδόν χτύπημα κατά της ύπαρξής μου. Κάπως έτσι πρέπει να φαίνονται τα πράγματα σήμερα στη Ρωσία …”,
έγραφε στα 1946 ο Ντάλτον Τράμπο, συγγραφέας κύρους και μέλος του κομμουνιστικού κόμματος ΗΠΑ σε άρθρο του με τίτλο “Η Ρώσικη απειλή” στο περιοδικό “Script Magazine”, εκτιμώντας ότι οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απειλή για την ΕΣΣΔ (δεδομένου του όγκου των εχθρικών στρατιωτικών εξοπλισμών που κύκλωναν τη δεύτερη), απ’ ότι η ΕΣΣΔ για τις ΗΠΑ.
Είχε βεβαίως δίκιο, και το πλήρωσε με ανηλεή διασυρμό, φυλάκιση, εξοστρακισμό και πρόωρο γήρας (πέθανε στα 1976, αφού πρόλαβε να σκηνοθετήσει το αντιπολεμικό αριστούργημά του “Ο Τζώνυ πήρε τ’ όπλο του”), όπως κι εκατοντάδες προοδευτικοί συγγραφείς και σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, ηθοποιοί, μουσικοί και τεχνικοί – κάποιοι με πολύ σκληρότερους όρους. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εξαναγκάστηκαν σε οριστική χρεοκοπία, παρατεταμένη ή και μόνιμη αυτοεξορία για να μπορέσουν να δουλέψουν (όπως ο Ντασέν, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Τζων Χιούστον ή ο Όρσον Γουέλς) - τα πιο ανήσυχα και δημιουργικά κατά γενική ομολογία πνεύματα στο χώρο του θεάματος• κάποιοι έφτασαν μέχρι την αυτοκτονία.
Το άρθρο του Τράμπο αποτυπώνει σε κάθε περίπτωση τα δύο διαμετρικά αντιτιθέμενα πρόσωπα της μεταπολεμικής Αμερικής. Από τη μια το προοδευτικό στρατόπεδο, μπολιασμένο με το μαχητικό πνεύμα των εργατικών συνδικάτων, πολλά από τα οποία καθοδηγούνταν όντως από το αμερικάνικο Κ.Κ. (που αριθμούσε πάνω από 100.000 μέλη), και το όραμα ενός κόσμου ισότητας και δικαιοσύνης, όραμα που ενσάρκωνε η ραγδαία αναπτυσσόμενη κι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των αμερικανών καλλιτεχνών και διανοουμένων της εποχής Σοβιετική Ένωση, και που ενισχυόταν δεόντως από τον απόηχο του ηρωισμού του Κόκκινου Στρατού και των Ρώσων πατριωτών στο Ανατολικό Μέτωπο.
Ο Ρούσβελτ δεν είχε σε καμία περίπτωση στοχεύσει με το New Deal στην αναβάθμιση ή την ενδυνάμωση της εργατικής τάξης, αλλά όπως ο ίδιος δήλωνε, “στην ισχυροποίηση του καπιταλισμού και την αποτροπή της Επανάστασης”, η πραγματικότητα όμως τον είχε υπερκεράσει. Εκατομμύρια εργάτες είχαν σπεύσει να συνδικαλιστούν μετά τη δημοσιοποίηση του New Deal, πραγματικότητα που διαγραφόταν ως εξαιρετικά ανησυχητική για τις επιδιώξεις του μεγάλου κεφαλαίου στη μεταπολεμική Αμερική. Στο πλαίσιο αυτό, θεσπίστηκε μεταξύ άλλων στα 1947 ο νόμος Taft-Hartley (ισχύει ως σήμερα), συντηρητικός και για τα μέτρα ακόμα του προέδρου Τρούμαν (είχε – ανεπιτυχώς - ασκήσει βέτο εναντίον του), ο οποίος απαγόρευε σε πολιτικούς εκπροσώπους κι υποψήφιους, οιουδήποτε τύπου συνεισφορές στα συνδικάτα και κυρίως, περιόριζε δραστικά τη δυνατότητά τους να κηρύττουν απεργίες “που απειλούσαν την εθνική ασφάλεια”.
Ο νόμος αυτός είναι ενδεικτικός του πνεύματος καταστολής που θα επικρατήσει από το ’47 ως το ’60, εκφράζοντας το άλλο πρόσωπο της μεταπολεμικής Αμερικής. Η απερίφραστη αυτή βαρβαρότητα δεν τροφοδότησε τίποτα λιγότερο από τη φρενιασμένη κούρσα των εξοπλισμών που είχε εγκαινιαστεί με τη συμμετοχή της Αμερικής στον πόλεμο, αναδεικνυόμενη στην πορεία σ’ ένα πραγματικό χρυσωρυχείο.
H κατάρτιση και διαρκής ανατροφοδότηση της Μαύρης λίστας του Χόλυγουντ, η τρομοκράτηση και διαπόμπευση όλων των προοδευτικών στοιχείων που δραστηριοποιούνταν στο πλαίσιο της βιομηχανίας θεάματος, όπως ο Ντάλτον Τράμπο, ο γνωστός για το “Αλάτι της γης” Χέρμπερτ Μπίμπερμαν (δύο από τους δέκα του Χόλυγουντ), ο Ζυλ Ντασέν, ο Τσάρλυ Τσάπλιν κι ο Μπίλυ Γουάιλντερ (η λίστα είναι ατέλειωτη), δεν ήταν έργο κάποιων λίγων φανατικών, αλλά μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου για την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων που εξυπηρετούσε η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση των ΗΠΑ προς την ΕΣΣΔ.
Για την επιτυχία αυτού του σχεδίου επιστρατεύτηκαν όλοι οι παλικαράδες του Χόλυγουντ που ανταποκρίνονταν στην εικόνα του “σκληρού πατριώτη” - βλ. φανατικού τραμπούκου όπως ο Τζων Γουέην, και κάθε φανερή και μη πρόσβαση στην εξουσία προκειμένου να θεσπιστεί με κάθε τρόπο ο κοινωνικός κι επαγγελματικός εξοστρακισμός των υπόπτων, η ποινικοποίηση κάθε ιδεολογίας και δράσης που δεν ευθυγραμμιζόταν με τον “πατριωτικό τρόπο”. Οι μεγάλες κινηματογραφικές εταιρείες και στούντιο συνασπίστηκαν (δήλωση Γουώλντορφ) προκειμένου ν’ απολύσουν τόσο τους Δέκα του Χόλυγουντ, όσο και κάθε άτομο στη δούλεψή τους που δεν αποκήρυσσε δημόσια τον κομμουνισμό. Αντίστοιχη ήταν κι η στάση της Ένωσης των ηθοποιών (υπό τον Ρόναλντ Ρήγκαν τότε), υποχρεώνοντας τα μέλη της σε δημόσια αποκήρυξη/ δέσμευση.
Η ισχυρότερη ωστόσο διωκτική αρχή, δεν ήταν άλλη από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, ένα σύμφυρμα ακροδεξιών μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, που στόχευε στην “πάταξη του κομμουνιστικού κινδύνου” (στο πλαίσιο κατ’ αρχήν της βιομηχανίας θεάματος με τη στάνταρ κατηγορία της περιφρόνησης προς το Κογκρέσο), και που διέπρεψε από το ’50 ως το ’54 χάρη κυρίως στη ζέση του διαβόητου Μακάρθυ. Η δράση - και κυρίως η αυθαιρεσία της Επιτροπής, στηρίχτηκε σ’ έναν ειδικό νόμο (Public law 601) που θεσπίστηκε επί τούτου για να παραπέμπει στην ποινική δικαιοσύνη εκείνους που δήθεν υπονόμευαν τη συνταγματικά οριζόμενη μορφή διακυβέρνησης. Επί της ουσίας ο νόμος αυτός φωτογράφιζε όσους για οποιοδήποτε λόγο ασκούσαν επιρροή στην αμερικανική κοινωνία και για τους οποίους υπήρχαν υποψίες πως ήταν κομμουνιστές ή φιλο-κομμουνιστές, οπότε αυτομάτως χαρακτηρίζονταν ως πράκτορες των σοβιετικών. Οποιοσδήποτε δεν κατάφερνε να παρουσιάσει διαπιστευμένα εχέγγυα δεξιόφρονου πατριωτισμού, έμπαινε αυτοστιγμεί στο στόχαστρο.
Η αρχή έγινε με τους Δέκα του Χόλυγουντ, δέκα επώνυμους σεναριογράφους και σκηνοθέτες που φέρονταν ως άμεσα σχετιζόμενοι με το Κομμουνιστικό Κόμμα: Χ. Μπίμπερμαν, Λ. Κόουλ, Έντ. Ντμίτρικ, Ρ. Λάρντερ Τζούνιορ, Τζ. Χάουαρντ Λώσον, Α. Μαλτζ, Σ. Όρνιτζ, Α. Σκοτ, Ντ. Τράμπο και Άλβα Μπέσι - ο ενδέκατος ήταν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος επέστρεψε οριστικά στην Ευρώπη την επομένη της ανάκρισής του.
Οι ερωτήσεις που κλήθηκαν ν’ απαντήσουν κ’ που παγιώθηκαν λίγο ως πολύ στη συνέχεια, ήταν του τύπου: “Είστε ή υπήρξατε στο παρελθόν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος”, “γνωρίζετε κάποιον που είναι ή υπήρξε μέλος στο παρελθόν” κι άλλα παρεμφερή - και αντισυνταγματικά: το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν καθ’ όλα νόμιμο. Όλοι τους επικαλέστηκαν την Πρώτη Τροπολογία που προστάτευε μεταξύ άλλων την ελευθερία θρησκεύματος και φρονήματος, κι όλοι τους καταδικάστηκαν με την ανυπόστατη κατηγορία της περιφρόνησης προς το Κογκρέσο κι εν τέλει φυλακίστηκαν, αφού προηγουμένως απολύθηκαν.
Η γενίκευση του κυνηγιού μαγισσών που ακολούθησε ξεπερνάει κάθε προηγούμενο – και κάθε φαντασία. Η Μαύρη Λίστα συμπληρωνόταν ασταμάτητα ως τα 1960, και υπήρξαν άνθρωποι που δεν ξαναδούλεψαν ποτέ – ούτε και μετά την άτυπη κατάργησή της. Η μακαρθική τρομοκρατία τράνταξε για καλά το προοδευτικό στρατόπεδο, καμία ωστόσο δίωξη δεν υπήρξε πιο αποτελεσματική από τις ομολογίες, ψευδείς συχνά, διωκόμενων εναντίον πρώην συντρόφων τους• οι προδοσίες - κι οι αμφιβολίες που αυτές έσπειραν κατάφεραν το αποφασιστικότερο πλήγμα. Ο Ε. Τζ. Ρόμπινσον κατονόμασε τους περισσότερους από τους “δέκα του Χόλυγουντ”, ο Ντασέν καταδόθηκε από τον Καζάν, και ο Ντμίτρικ, ένας από τους δέκα, κατέδωσε μετά την αποφυλάκισή του εικοσιέξι συντρόφους του, εκτοξεύοντας παράλληλα ψεύτικες κατηγορίες: είχε δήθεν πιεστεί από κάποιους να ενσωματώσει στοιχεία κομμουνιστικής προπαγάνδας στις ταινίες του.
Η αντικομουνιστική υστερία, η αμάθεια, ο ανορθολογισμός, η ψευδολογία και η καλλιέργεια μαζικής ψύχωσης ήταν σε ημερήσια διάταξη. Ο Γουώλτ Ντίσνεϊ κατέδινε ως κομμουνιστές όλους όσους εργάζονταν στις επιχειρήσεις του και τολμούσαν να συνδικαλιστούν, στις δε ανακρίσεις της Επιτροπής κάποιοι ρωτούνταν αν ο Ευριπίδης προπαγάνδιζε την ταξική πάλη, ή αν ο Κρίστοφερ Μάρλοου (θεατρικός συγγραφέας σύγχρονος του Σαίξπηρ) ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος!
Πρόκειται αναμφίβολα για την πιο σαθρή, την πιο πολεμική, την πιο σκοταδιστική συνωμοσία που επινοήθηκε σε καιρό ειρήνης προς όφελος οικονομικών συμφερόντων (βλ. βιομηχανία των όπλων), αποκορύφωμα της οποίας υπήρξε η κατασκευασμένη καταδίκη κι εκτέλεση στα 1953 των Έθελ και Τζούλιους Ρόζενμπεργκ. Όπως δε δείχνουν τα σημάδια, σπέρματά της ριζώνουν ακόμα στο πολύμορφο έδαφος της αμερικανικής κοινωνίας. Οι νοσταλγοί του Μακάρθυ ευδοκιμούν σ’ όλα τα κρίσιμα πόστα της κρατικής μηχανής, ενδυόμενοι συνήθως το ράσο της γνωστής για τον αντικομουνιστικό της ζήλο Νέας Χριστιανικής Δεξιάς. Ενδεικτικά, οι “Αναγεννημένοι” οπαδοί της στις ΗΠΑ (μεταξύ των οποίων και ο Τζωρτζ Μπους) αριθμούν σήμερα ούτε λίγο ούτε πολύ εξήντα εκατομμύρια, και δεν φείδονται μέσων, αρκεί, όπως δηλώνουν, να “ηττηθούν οι εχθροί τους”. Τούτων δεδομένων, όσοι αποφαίνονται ότι οι “μαύρες λίστες” κι η δεξιά τρομοκρατία αποτελούν μακρινό παρελθόν για τις ΗΠΑ, στην καλύτερη περίπτωση εθελοτυφλούν.
Τα σημαντικότερα στη βάση αυτή ζητήματα που τίθενται – εσκεμμένα ή μη – στην κινηματογραφική διασκευή της βιογραφίας του Ντάλτον Τράμπο από τον Τζέι Ρόουτς – σκηνοθέτη μέχρι πρότινος εύπεπτων κωμωδιών, δεν επιδέχονται αβασάνιστες απαντήσεις κι ερμηνείες.
Ο μακαρθισμός κατάφερε αναμφίβολα σημαντικό πλήγμα στην Αμερική της προοδευτικής διανόησης, δεν επρόκειτο ωστόσο γι αμαχητί παράδοση. Αντιστάσεις ορθώθηκαν και συνειδήσεις σφυρηλατήθηκαν, η δε επιμονή του Τράμπο και άλλων να σκαρώνουν σενάρια με ψευδώνυμα για πενταροδεκάρες, αρνούμενοι μεταξύ άλλων να παραιτηθούν από το δικαίωμά τους στη δουλειά, δεν έμεινε χωρίς αντίκρισμα. Το γεγονός ότι η αξία κάποιων απ’ αυτές τις ταινίες αποτυπώθηκε σε εισπράξεις ή επίσημες βραβεύσεις (Όσκαρ) άνοιξε δρόμους, κι υποχρέωσε γνωστές και μη εξαιρετέες αντιδραστικές φωνές σε αναδίπλωση.
Η σημαντικότερη ωστόσο νίκη που πιστώνονται εκείνοι που άντεξαν είναι η δημόσια καταγραφή μιας αξεπέραστης διαφοράς, μιας αγεφύρωτης απόστασης ανάμεσα σ’ αυτόν που παραδίνεται κι αυτόν που επιμένει να υπερασπίζεται την αξιοπρέπειά του μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα. Το πιο ανάγλυφο μήνυμα που εκπέμπει εν προκειμένω το “ΤΡΑΜΠΟ”, είναι τ’ ότι με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει κανείς, η ηθική ως κοινός παρονομαστής κάθε ανθρώπινης στάσης, δεν κατατίθεται ηρωικά και άπαξ, αλλά κάθε στιγμή και λεπτό - όσο είναι κανείς ζωντανός.