Δόθηκε στη δημοσιότητα το νέο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ. Η πανδημία αποδείχθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την νομοθετική «κατοχύρωση» μέτρων σε τέτοιο βαθμό που δεν έχει ξαναγίνει μεταπολιτευτικά! Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι τέτοιος οργασμός νομοσχεδίων, εγκυκλίων, υπουργικών αποφάσεων στο χώρο της εκπαίδευσης μέσα σε τόσο λίγους μήνες δεν έχει υπάρξει ξανά, για τα τελευταία 30-35 χρόνια τουλάχιστον. Είναι φανερό ότι το ΥΠΑΙΘ και η κυβέρνηση βγάζουν από το συρτάρι τα πιο ανεκπλήρωτα σχέδια του ΟΟΣΑ και του ΣΕΒ, που μέχρι πριν από λίγο καιρό ούτε στα όνειρά τους δεν μπορούσαν να δουν να υλοποιούνται. Σε μια κακοστημένη φιέστα παρουσίασης του νέου νομοσχεδίου, Κεραμέως και Μητσοτάκης επιδόθηκαν σε μια δημαγωγική εκδήλωση παραπληροφόρησης για τους σκοπούς και τις στοχεύσεις των προωθούμενων αλλαγών.
Το νέο νομοσχέδιο, αποτελείται από τέσσερις βασικούς άξονες: α) τη σχολική αυτονομία, β) την ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, γ) αλλαγές στις δομές τις εκπαίδευσης και δ) αλλαγές στην εκκλησιαστική εκπαίδευση.
Το αφήγημα της κυβέρνησης και του Υπουργείου Παιδείας υπόσχεται επιστροφή στην «κανονικότητα» και ένα λαμπρό μέλλον για την ελληνική εκπαίδευση εάν ακολουθηθεί πιστά η φαρμακευτική τους αγωγή. Ποια είναι αυτή; Κοινός τόπος των εκθέσεων της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του εγχώριου ΣΕΒ είναι η απαίτηση για δρομολόγηση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας, αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, γενικευμένη αξιολόγηση στην εκπαίδευση, συρρίκνωση του μορφωτικού υπόβαθρου, προσαρμοστικότητα και εκμάθηση «βασικών δεξιοτήτων». Ο ΟΟΣΑ είναι σαφής: «Δεν θα έχουν όλοι την τύχη να ακολουθήσουν μια καριέρα στον δυναμικό τομέα της ‘νέας οικονομίας’. Επομένως τα σχολικά προγράμματα σπουδών δεν γίνεται να είναι σχεδιασμένα σαν να πρόκειται όλοι να φτάσουν τόσο μακριά».
Η αυτονομία είναι το όχημα της ιδιωτικοποίησης – εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης
Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας (που προβάλλεται αρκετά χρόνια τώρα από τη Άννα Διαμαντοπούλου μέχρι και τον λεγόμενο Εθνικό Διάλογο του Αντώνη Λιάκου και από τον Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο μέχρι και τη Νίκη Κεραμέως) είναι ένα «μοντέλο» που δίνει έμφαση στην υιοθέτηση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας, στη διαφοροποίηση του περιεχομένου του σχολείου, στη μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το ψωμί τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς, από κάποιους χορηγούς ή από εμπορική εκμετάλλευση των δομών της σχολικής μονάδας σε τρίτους), στη λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού) και στην ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο. Παράλληλα, η ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στους εκπαιδευόμενους, στους γονείς, στην «τοπική κοινωνία» και στους «παραγωγικούς φορείς» είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτάται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους. Η παιδαγωγική και η διδακτική οδηγούνται στο να υποταχθούν σε μια νέα αντίληψη, που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική, αφού το σχολείο θα λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και πρέπει να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ’ αυτήν την προοπτική.
Έτσι πίσω από τις φλυαρίες περί αυτονομίας προωθούνται μια σειρά αντιδραστικές αλλαγές στο σώμα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Προωθείται το λεγόμενο «πολλαπλό βιβλίο» και προβλέπεται ότι κάθε εκπαιδευτικός θα επιλέγει για το μάθημα που διδάσκει το βιβλίο που επιθυμεί μέσα από το Μητρώο Διδακτικών Βιβλίων που καθιερώνεται. Η εισαγωγή του θεσμού του πολλαπλού βιβλίου στην πραγματικότητα έρχεται να χτυπήσει τον ενιαίο χαρακτήρα των αναλυτικών προγραμμάτων, ενώ την ίδια ώρα έρχεται να ανοίξει πεδίο μεγάλων κερδών για τους εκδοτικούς οίκους.
Πέρα όμως από το χτύπημα του ενιαίου χαρακτήρα του αναλυτικού προγράμματος ενδιαφέρον έχει -για το πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση την αυτονομία της σχολικής μονάδας- το άρθρο 82 του νέου νομοσχεδίου, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος της σχολικής μονάδας, μετά από εισήγηση του Συλλόγου Διδασκόντων ή με δική του πρωτοβουλία, δύναται να αποφασίζει τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας με κάθε φορέα που κρίνει σκόπιμο, με σκοπό τη συμμετοχή της σχολικής μονάδας σε προγράμματα και δράσεις πολιτιστικού, αθλητικού, κοινωνικού ή εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος… Τα προγράμματα και οι δράσεις… δύνανται να οργανώνονται και να υλοποιούνται είτε εξ ολοκλήρου από τον συνεργαζόμενο φορέα είτε από κοινού από τον συνεργαζόμενο φορέα και τη σχολική μονάδα». Αυτό που στην πραγματικότητα περιγράφεται εδώ είναι η προετοιμασία για την είσοδο των ιδιωτών στα σχολεία, όπου οι τελευταίοι θα μπορούν να αξιοποιούν τις εγκαταστάσεις του σχολείου. Πρόκειται για την «αυτονομία» του αγγλοσαξονικού μοντέλου, όπου η εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων οδηγεί στην κατηγοριοποίησή τους, με αυτά που συγκεντρώνουν χαμηλή βαθμολογία να αναζητούν χορηγούς για να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν. Έτσι, η «αυτονομία» του νέου νομοσχεδίου είναι στην πραγματικότητα η προσπάθεια της κυβέρνησης να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να παρέχει αυτή την απαραίτητη χρηματοδότηση στο δημόσιο σχολείο, μεταθέτοντας την ευθύνη της στην ίδια τη σχολική μονάδα για αυτό.
Τέλος, με βάση τα πορίσματα του ΟΟΣΑ και τα παραδείγματα άλλων χωρών, είναι βέβαιο ότι η διαβόητη «σχολική αυτονομία» το επόμενο διάστημα θα συμπεριλάβει και τα ίδια τα εργασιακά ζητήματα των εκπαιδευτικών, ώστε να περάσει η διαχείρισή τους στους δήμους.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, η κυβέρνηση προωθεί την επιστροφή στον επιθεωρητισμό. Ο διευθυντής και ο σχολικός σύμβουλος αποτελούν τους νέους αξιολογητές, οι οποίοι θα επιβλέπουν σε ασφυκτικό βαθμό τον εκπαιδευτικό, καταστρατηγώντας οποιαδήποτε έννοια παιδαγωγικής ελευθερίας. Όπως προβλέπεται στο άρθρο 62 του νομοσχεδίου: «Οι εκπαιδευτικοί (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας) αξιολογούνται από τον Σύμβουλο Εκπαίδευσης Επιστημονικής Ευθύνης (ειδικότητας) ως προς τη γενική και ειδική διδακτική του γνωστικού αντικειμένου και από τον Διευθυντή της σχολικής μονάδας ως προς το παιδαγωγικό κλίμα και τη διαχείριση της τάξης, καθώς και από τον Διευθυντή της σχολικής μονάδας και τον Σύμβουλο Εκπαίδευσης Παιδαγωγικής Ευθύνης, ως προς την υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκειά τους». Η αξιολόγηση θα πραγματοποιείται κάθε τέσσερα χρόνια ως προς τη διδακτική και παιδαγωγική επάρκεια του εκπαιδευτικού και κάθε δύο χρόνια ως προς την υπηρεσιακή του επάρκεια. Η επάρκεια αυτή μπορεί να χαρακτηρίζεται ως «μη ικανοποιητική», «ικανοποιητική», «πολύ καλή» και «εξαιρετική». Παρά τη διαβεβαίωση της κυβέρνησης ότι η αξιολόγηση δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, στην πραγματικότητα, η αξιολόγηση θα αξιοποιηθεί για να προωθηθεί η διάλυση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, η μισθολογική τους καθήλωση, ακόμα και η απόλυσή τους. Ταυτόχρονα, με ορισμένες αλλαγές στην δομή της εκπαίδευσης και την αύξηση του αριθμού των στελεχών της εκπαίδευσης, η κυβέρνηση ετοιμάζει το νέο στρατό των αξιολογητών των εκπαιδευτικών, καθιερώνοντας μια νέα αυστηρή, ιεραρχική δομή.
***
Μπροστά στην άθλια φιέστα που οργάνωσε η κυβέρνηση για να ανακοινώσει το νέο νομοσχέδιο σε πειραματικό σχολείο του Αγίου Δημητρίου, η απάντηση του εκπαιδευτικού κινήματος ήταν άμεση. Εκατοντάδες εκπαιδευτικοί και γονείς της περιοχής βρέθηκαν έξω από το σχολείο και αποδοκίμασαν την αντιεκπαιδευτική κυβερνητική πολιτική. Αυτές ακριβώς τις αντιδράσεις φοβάται η κυβέρνηση, γι’ αυτό φέρνει το νομοσχέδιο τώρα προς ψήφιση, μέσα στο καλοκαίρι με τα σχολεία κλειστά. Ξέρει πολύ καλά ότι σε ενδεχόμενη μετωπική σύγκρουση με το εκπαιδευτικό κίνημα κινδυνεύει να ηττηθεί, όπως έγινε δύο φορές την προηγούμενη σχολική χρονιά, τόσο στο ζήτημα των ηλεκτρονικών ψηφοφοριών, όσο και στο ζήτημα της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, όπου και στις δύο περιπτώσεις οι εκπαιδευτικοί απείχαν μαζικά από αυτές τις διαδικασίες.
Απέναντι στα προωθούμενα αντιεκπαιδευτικά σχέδια της κυβέρνησης χρειάζεται τα εκπαιδευτικά σωματεία να ενεργοποιηθούν και να πάρουν αποφάσεις απόρριψης του νέου νομοσχεδίου και πάλης ενάντιά του. Το εκπαιδευτικό κίνημα έτσι μπορεί να βάλει φραγμό στην αντιεκπαιδευτική πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΟΟΣΑ.