Επαγγελματική Εκπαίδευση προσαρμοσμένη στις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου

Κατηγορία: 
epaggelmatiki ekpaideusi

Ψηφίστηκε από τη Βουλή το νέο σχέδιο νόμου του ΥΠΑΙΘ που αφορά τις σαρωτικές αλλαγές για την Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση (ΤΕΕ). Το νομοσχέδιο αυτό διαμορφώνει ένα νέο αντιδραστικό τοπίο σε όλη την ΤΕΕ, σηματοδοτώντας παράλληλα νέες ευρύτερες αναδιαρθρώσεις σε όλη την έκταση της εκπαίδευσης.

Το ν/σ δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ είχε προαναγγείλει τις αλλαγές αυτές ήδη από τα μέσα του περασμένου καλοκαιριού. Μάλιστα για το λόγο αυτό είχε πραγματοποιήσει συζητήσεις πρώ­τα και κύρια με τους εκπροσώπους του ΣΕΒ, την ηγεσία της ΓΣΕΕ αλλά και την ΟΛΜΕ. Σήμερα, αξιοποιώντας ως “χρυσή ευκαιρία” την πανδημία και την κυβερνητική καραντίνα, προχωρά στην υλοποίηση του σχεδίου για τη ριζική αναδιάρθρωση της ΤΕΕ, όπως ακριβώς μεθοδεύει όλο τον ορυμαγδό των αντιλαϊκών και αντεργατικών μέτρων που ψηφίζει. Το νομοσχέδιο που κατατίθεται είναι πλήρως εναρμονισμένο προς τους βασικούς άξονες και τα νεοφιλελεύθερα προτάγματα της έκθεσης “Πισσαρίδη”. Για πρώτη φορά το ΥΠΑΙΘ σε νομοσχέδιο χρησιμοποιεί και παράλληλα απομυθοποιεί την ορολογία της “αγοράς”, προωθώντας απροκάλυπτα τους στόχους της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου που επιφυλάσσει για την ΤΕΕ.

Τι προβλέπει το ν/σ για την ΤΕΕ

Η κυβέρνηση, ξεκινώντας από την Επαγγελματική Εκπαίδευση, προωθεί τη λεγόμενη αυτονομία, που αποτελεί και τον πρώτο άξονα του ν/σ. Πιο συγκεκριμένα το ΥΠΑΙΘ συστήνει δύο Κεντρικά Συμβούλια που εποπτεύουν και καθορίζουν τα πάντα σε σχέση με την ΤΕΕ εφεξής. Στα Συμβούλια αυτά καθιερώνεται η συμμετοχή εκπροσώπων των βιομηχάνων και του μεγάλου κεφαλαίου, εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης καθώς επίσης και η ηγεσία της ΓΣΕΕ, ενώ το ΥΠΑΙΘ πλέον έχει μόνο εποπτικό ρόλο. Έτσι πλέον οι βιομήχανοι και η μεγαλοεργοδοσία αλλά και η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα έχουν τον πρώτο και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, την κατανομή κονδυλίων κλπ, έτσι που να προσαρμόζεται η επαγγελματική εκπαίδευση με πιο ευέλικτο τρόπο στις “ανάγκες της οικονομίας, των επιχειρήσεων σε ανθρώπινο προσωπικό δυναμικό αντίστοιχων προσόντων” (από την έκθεση του ΣΕΒ για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση στις 09/07/2020). Η παρουσία της ηγεσίας της ΓΣΕΕ σ’ αυτά τα όργανα, με την ευθύνη των συνδικαλιστικών δυνάμεων της ΝΔ, του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, επισφραγίζει την ευθυγράμμισή της με την κυβερνητική πολιτική και την υποταγή της στις προσταγές του μεγάλου κεφαλαίου.

Είναι διακηρυγμένος στόχος της άρχουσας τάξης και όλων των κυβερνήσεων εδώ και πάνω από μια δεκαετία να προωθήσουν την αυτονομία και την αποκέντρωση σε όλη την κλίμακα της εκπαίδευσης και η άμεση σύνδεσή της με την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Μια τέτοια κατεύθυνση ισοδυναμεί με σαρωτικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, θα ανοίξει το δρόμο στην κατηγοριοποίηση των σχολείων οδηγώντας αναγκαστικά πολλά από αυτά σε οικονομικό μαρασμό, εγκατάλειψη και κλείσιμο. Η ΤΕΕ γίνεται σήμερα ένα δοκιμαστήριο ευρείας έκτασης για να γενικευτεί την επομένη στο σύνολο της εκπαίδευσης.

Δεύτερος άξονας είναι η επαναφορά των παλιών και καταργημένων Επαγγελματικών Σχολών (ΕΠΑΣ) -που πλέον ονομάζονται Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης (ΕΣΚ)- αμέσως μετά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (γυμνάσιο). Διαχρονικός στόχος της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, πάνω από δύο δεκαετίες, είναι να εκδιώξει βίαια ένα πολύ μεγάλο τμήμα του μαθητικού πληθυσμού από τη Λυκειακή Βαθμίδα (ΓΕΛ – ΕΠΑΛ) προς τις σχολές φθηνής και ευέλικτης κατάρτισης και μαθητείας. Από εκεί θα αντλεί η εργοδοσία το αυριανό εργατικό δυναμικό με χαμηλά προσόντα -άρα και δικαιώματα- που θα ανακυκλώνεται από την κατάρτιση και την ψευτοεξειδίκευση προς την εργασιακή περι­πλάνηση, σύμφωνα πάντα με τις ανάγκες της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο ΣΕΒ, στη χώρα μας υπάρχει πληθώρα “υπερπροσοντούχων” αποφοίτων ΑΕΙ και έλλειμμα σε εργατικό δυναμικό χαμηλών ή και μεσαίων προσόντων που να καλύψει τις ανάγκες των επιχειρήσεων! Με άλλα λόγια οι βιομήχανοι λένε πως οι απόφοιτοι των ΑΕΙ κοστίζουν πολύ για τις επιχειρήσεις και αυτό πρέπει να αλλάξει. Οι ΕΣΚ θα κληθούν να αναλάβουν αυτό το ρόλο εφεξής.

Τα νεοφώτιστα Πρότυπα ΕΠΑ.Λ ­(ΠΕΠΑΛ), που αποτελούν και τον τρίτο άξονα του ν/σ, αποτελούν το πεδίο της ωμής παρέμβασης των λεγόμενων “κοινωνικών εταίρων”, δηλαδή των τοπικών παραγόντων, των εκπροσώπων της αγοράς και των επιχειρήσεων, που θα έχουν από κοινού τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, των τομέων και των ειδικοτήτων που θα λειτουργούν. Και όλα αυτά σύμφωνα με τις απαιτήσεις της “αγοράς”. Ξεκινώντας από τα Π.ΕΠΑ.Λ για να γενικευτεί σε όλη την έκτασή τους την επόμενη περίοδο, το ΥΠΑΙΘ προχωρά στην επιβολή της κακόφημης πλέον Τράπεζας Θεμάτων, ενός μηχανισμού που έρχεται να βάλει νέα ταξικά φίλτρα και αποκλεισμούς των πιο αδύναμων μαθητών. Παράλληλα προβλέπεται σκληρή αξιολογική πρέσα για να μετριέται ο βαθμός ανταπόκρισης των ΕΠΑ.Λ με τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Στόχος της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής είναι να συρρικνώσει τα ΕΠΑ.Λ κατά τα πρότυπα του Γενικού Λυκείου, ώστε να δημιουργήσει μέσα από αυτά μια δεξαμενή μελλοντικών εργαζομένων με ενδιάμεσα προσόντα.

Γίνεται φανερό ότι η επιδίωξη του ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου είναι να αποκτήσει κυριαρχικό ρόλο και λόγο στο χώρο της τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης, προσαρμόζοντάς τη πιο στενά στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του και της όποιας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Γι’ αυτό και απαιτούν από την κυβέρνηση να παραχωρήσει σ’ αυτούς αλλά και στους ποικιλώνυμους τοπικούς παράγοντες (όπως είναι οι δήμαρχοι ή μικρές και μεσαίες τοπικές μονάδες παραγωγής) δικαίωμα να ελέγχουν και να καθορίζουν άμεσα τα προγράμματα σπουδών και το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης, έτσι ώστε να είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο στις λεγόμενες “ανάγκες τις αγοράς”.

Οι προωθούμενες αλλαγές στην επαγγελματική εκπαίδευση αποτελούν ένα μόνο τμήμα του κάδρου των ευρύτερων αντιεκπαιδευτικών – αντιδραστικών αλλαγών που συντελούνται αδιάκοπα τον τελευταίο καιρό σ’ όλη την έκταση της εκπαίδευσης δημόσιας και ιδιωτικής. Στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι να φθηνύνει και να “κοντύνει” το Δημόσιο Δωρεάν Σχολείο, να το απαλλάξει από το “βαρίδι” της υποχρέωσης να παρέχει ολόπλευρη μόρφωση στη νέα γενιά, να επιβάλει νέους σκληρούς ταξικούς φραγμούς, να το ευθυγραμμίσει πιο στενά στις ανάγκες και τις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου.

Η υπεράσπιση λοιπόν του Δημόσιου Δωρεάν Σχολείου, των μορφωτικών δικαιωμάτων της νεολαίας, κόντρα στις μυλόπετρες της κυρίαρχης πολιτικής, αποτελεί το μοναδικό δρόμο που έχουν να διαβούν οι εκπαιδευτικοί με τα σωματεία τους.

Διαβάστε επίσης