Τὸ κεφάλι τοῦ ποιητῆ
- Ἔκοψα τὸ κεφάλι μου // τό ῾βαλα σ᾿ ἕνα πιάτο // καὶ τὸ πῆγα στὸ γιατρό μου
- Δὲν ἔχει τίποτε, μοῦ εἶπε, // εἶναι ἁπλῶς πυρακτωμένο // ρίξε το μέσα στὸ ποτάμι καὶ θὰ ἰδοῦμε
- τό ῾ριξα στὸ ποτάμι μαζὶ μὲ τοὺς βατράχους // τότε εἶναι ποὺ χάλασε τὸν κόσμο // ἄρχισε κάτι παράξενα τραγούδια // νὰ τρίζει φοβερὰ καὶ νὰ οὐρλιάζει // τὸ πῆρα καὶ τὸ φόρεσα πάλι στὸ λαιμό μου // γύριζα ἔξαλλος τοὺς δρόμους
- μὲ πράσινο ἑξαγωνομετρικὸ κεφάλι ποιητῆ
«Το σκεύος» (1971)
Η ποίηση είναι για τον Σαχτούρη μια υπόθεση δύσκολη, τυραννική, στιγμή προσωπικού μαρτυρίου και αλλοφροσύνης, αρρώστια και λύτρωση μαζί.
«Ο ποιητής είναι άχρηστος. Είναι είδος πολυτελείας. Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχει αυτή η ζωή».«Eγώ ήμουν ανέκαθεν τρελός, επαναστατημένος. Το πλήρωσα ακριβά αυτό, αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ».
Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε στην Ύδρα το 1919 αλλά έζησε στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος νομικός σύμβουλος του κράτους και προόριζε το γιο του για τις νομικές σπουδές. Το 1937 γράφηκε στη Νομική Σχολή, αλλά παραιτείται με το θάνατο του πατέρα του.
Το 1940 ξέσπασε ο πόλεμος και οι κάτοικοι της Αθήνας δεινοπαθούσαν. Η μητέρα του πουλούσε οικογενειακά κειμήλια για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα. Ο ίδιος λίγο μετά τη γερ-
μανική εισβολή, αναγκάζεται να κάψει όλα τα αντίτυπα των ποιημάτων του.
«Όταν πέθανε ο πατέρας μου το 1939 και ξέσπασε ο πόλεμος το ’40, πήρα κι έκαψα όλα τα πανεπιστημιακά μου βιβλία. Είπα: Τέρμα η Νομική! τα ’καψα τρόπος του λέγειν· τα πιο πολλά τα πούλησα ή τα αντάλλαξα με γαλλικά βιβλία, συλλογές ποιημάτων. Και έκτοτε δόθηκα απερίσπαστος χωρία αναστολές, στην ποίηση».
Το χειμώνα του 1942 βαριά άρρωστος ορκίζεται πως, αν επιζήσει θα αφιερώσει δίχως συμβιβασμούς τη ζωή του στον αγώνα και στην ποίηση. Γι’ αυτό και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ.
Μια άλλη εμπειρία που τον σημαδεύει είναι ο θάνατος της μητέρας του (1955). Λέει ο ίδιος: «Αφού πέθανε κι η μητέρα μου, άρχισα σιγά-σιγά να γδύνομαι μέσα κι έξω από πολλά, σιγά-
σιγά η όρασή μου έγινε διεισδυτικότερη και η ακοή μου οξύτερη, ώστε να βλέπω και ν’ ακούω τώρα καλύτερα τι μου αποκαλύπτουν πίσω από την πρόσοψη τους, τα πράγματα».
(Στη Μικέλα Χαρτουλάρη,
Τα Νέα, 26/10/1996.)
Δεν άσκησε ποτέ του κανένα βιοποριστικό επάγγελμα και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν απέκτησε οικογένεια. Οι γονείς δίσταζαν να δώσουν το χέρι της κόρης τους στον γαμπρό Μ. Σαχτούρη. «Όχι, γιατί ποιητής δεν είναι επάγγελμα» του έλεγαν και του έκλειναν την πόρτα.
Η εποχή που έζησε είναι ολόκληρος ο 20ος αιώνας: Bίωσε την τραγική διάψευση της Μικρασιατικής καταστροφής, τους σφαγιασμούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, τον Ψυχρό πόλεμο και τις διεκδικήσεις ή τις διαψεύσεις για έναν δικαιότερο κόσμο. «Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα».
Τα θέματά του είναι εμπνευσμένα από την καθημερινή ζωή αλλά και από τα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ο φανταστικός κόσμος μέσα στον οποίο κινείται η ποίησή του, έχει ως υπόστρωμα τον ταραγμένο κόσμο της εφιαλτικής εποχής του.
Η ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της // οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους // κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα // συνάζει στάλα στάλα το αίμα // απ’ όλες τις σημαίες που πονέσανε // από τα κυπαρίσσια που σφαχτήκαν // για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος // μ’ ένα ρολόι και δυο μαύρους δείχτες ….
«ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ» (1948)
Το έργο κυκλοφόρησε στις συλλογές: «Η Λησμονημένη» (1945), «Παραλογαίς» (1948), «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), «Όταν σας μιλώ» (1956), «Τα φάσματα ή η χαρά στον
άλλο δρόμο» (1958), «Ο περίπατος» (1960), «Τα στίγματα» (1962), «Σφραγίδα ή όγδοη Σελήνη» (1964), «Το σκεύος» (1971), «Ποιήματα 1945-1971», «Χρωμοτραύματα» (1980), «Εκτοπλάσματα» (1986), «Καταβύθιση» (1990), «Έκτοτε» (1996) και «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998).
Στην αρχή της πορείας του κατακρίθηκε από πολλούς, ειδικά από τους ποιητές της Γενιάς του ’30. Ωστόσο, τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α΄ Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα». Πέθανε το 2005.
Στην ποίηση του διακρίνουμε επιδράσεις κυρίως από τον υπερρεαλισμό, τον εξπρεσιονισμό και τον υπαρξισμό.
Ο Μ. Σαχτούρης ανήκει στους νεοϋπερρεαλιστές, δηλ. σε όσους ποιητές αναζητούν με επαναστατικά μέσα την ανανέωση της ποίησης. Από τον υπερρεαλισμό κρατά την τολμηρή
φαντασία και την παραίσθηση, αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Δήλωνε ο ίδιος: «Το έχω τονίσει επανειλημμένα, ο υπερρεαλισμός έδρασε πάνω μου σαν καταλύτης. Με λευτέρωσε στην ποίηση και στη ζωή, αλλά δεν μπορώ να πω ότι η ποίησή μου είναι υπερρεαλιστική. Η ποίησή μου είναι ιδιότυπα δραματική και λυρική».
(περ. Τέταρτο, Μάρτιος 1987)
Το 1943 γνωρίστηκε με τον Ν. Εγγονόπουλο, μια συνάντηση που στάθηκε καθοριστική για τον ποιητή. Τα εικαστικά στοιχεία στην ποίησή του είναι κυρίαρχα.
«Η ζωγραφική με βοήθησε πολύ στην ποίησή μου. Ορισμένα ποιήματα μου βγήκαν από οράματα ζωγράφων που είχα δει, και από εικόνες εν γένει. Αλλά αγαπώ και τη ζωγραφική σαν ζωγραφική. Αν δεν ήμουν ποιητής, θα ήθελα να είμαι ζωγράφος. Αυτά που ζωγραφίζω εγώ είναι ποιήματα, δεν είναι ζωγραφιές (...) Πολλές πικρίες ξεπέρασα με την εκτόνωση που κάνω γράφοντας αυτά τα ποιήματα».
(περ. Τέταρτο, Μάρτιος 1987)
Η χρωματολογία του λειτουργεί στο κλίμα του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου. Αυτή η ποικιλία και η κινούμενη χρωματική «άμμος» αποδίδει την ασταθή και δύσκολη εποχή, το ματωμένο διάλογο του ποιητή στον αγώνα του για δικαίωση!
Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ
• Ένας μπαξές γεμάτος αίμα // είν’ ο ουρανός // και λίγο χιόνι // έσφιξα τα σκοινιά μου // πρέπει και πάλι να ελέγξω // τ’ αστέρια // εγώ // κληρονόμος πουλιών // πρέπει // έστω και με σπασμένα φτερά // να πετάω.
«ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ
ΔΡΟΜΟ» (1958)
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ
- Ὅλοι κοιμοῦνται // κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ // περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστή // ἀσημένια φεγγάρια // καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει // γιὰ νὰ γεννηθεῖ // ἕνας νέος ἄνθρωπος // μέσ᾿ στὴν καρδιά μου //
τὴν παγωμένη // ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα // καὶ τόση μαύρη πίκρα.
«Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998)
Άλλα ιδιαίτερα στοιχεία στην ποίησή του είναι η κατάργηση των φυσικών ορίων, της λογικής και μια προσπάθεια εξορκισμού του θανάτου. Αυτό δίνεται μέσα από την εικονοποι-
ία του, η οποία είναι γεμάτη από παραμορφωμένους χαρακτήρες, περίεργα ονειρώδη πλάσματα και άλλες φρικώδεις καταστάσεις.
ΕΙΚΟΝΕΣ
• Φοβερή ιστορία // η μανία // του βοριά // πάνω στο παράθυρο // σταύρωσε//μια παιδούλα
• Ένα φύλλο έπεσε // από το δέντρο // το βράδυ // κι άρχισε // να πηδάει // πάνω στο χώμα // ουρλιάζοντας
«ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ
ΔΡΟΜΟ» (1958)
Από τον εξπρεσιονισμό δανείζεται τον ελεύθερο στίχο, την εκτεταμένη χρήση της μεταφοράς και της εικόνας, την απεικόνιση του κόσμου, όπως την συνέλαβε με τη φαντασία και
τα προσωπικά βιώματά του. Αντλεί την έμπνευσή του, όπως όλοι οι εξπρεσιονιστές, από το θέμα του πόλεμου και την απόγνωση του ανθρώπου από τις μηχανές.
ΚΥΡΙΑΚΗ
Κύματα Κυριακής τα μάτια μου // κύματα μοναξιάς τα χέρια μου // τρίζουν από ύπνο αθώο // τα δόντια μέσα στην καρδιά μου // το πεθαμένο το παιδί // δεν ξενιτεύεται // πάει κρατώντας ένα // κόκκινο σκυλάκι // μέσα στο μαντίλι // τέρατα περπατούν // ανάποδα στα όνειρα…
..
«ΣΦΡΑΓΙΔΑ ή Η ΟΓΔΟΗ ΣΕΛΗΝΗ»
(1964)
Ο ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Ηλεχτρικές κουρτίνες σ’ άλλη εποχή // ηλεχτρικοί πολυέλαιοι // δυο πρωινά παράθυρα // δυο μάτια φωτισμένα // η σκιά τ’ ανθρώπου διαβαίνει // μέρα να ’ναι για νύχτα // κι η φωνή: Μην τρέχεις μη φεύγεις // σ’ αγαπώ // La voix du rêve
«Η Λησμονημένη» (1945)
Επίσης, έχει επηρεαστεί από το δημοτικό τραγούδι μορφικά και στιχουργικά, από τη θρησκεία, με πρόσωπα ιδωμένα από το ειδικό ποιητικό του φίλτρο και από λαϊκούς μύθους.
Όταν σας μιλώ Φεγγάρι πεθαμένο μου // γιὰ ξαναβγὲς καὶ πάλι // θέλω νὰ δῶ τὸ αἷμα σου //δὲν ἔκαιγες λυχνάρι // φώτιζες // τὸ φοβισμένο πρόσωπο // θέλω νὰ δῶ // τὸ φοβισμένο πρόσωπο // τώρα // πάλι καὶ πάλι….
«Η Λησμονημένη (1945)»
Τα αδέρφια μου -Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο// εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό// καὶ νὰ ὁ μεγαλύτερος // μὲ μιὰ ἀνοιξιάτικη μαύρη γραβάτα // ποῦ χάθηκε μέσα σὲ σπηλιὲς θεόστραβες // καθὼς κυλοῦσε παίζοντας //πάνω σὲ ἀνεμῶνες κόκκινες // γλίστρησε // μέσ᾿ τοῦ θηρίου τ᾿ ἄγριου τὸ ματωμένο στόμα…
«Παραλογαίς» (1948)
Αντλεί από τον υπαρξισμό την αγωνία για τη ζωή και τη θέση του ποιητή σε έναν κόσμο εφιαλτικό. Με την ποίησή του αναζητά την αλήθεια, την αυθεντική ζωή, την απελευθέρωση από «πάθη και παθήματα» δίνοντας την εντύπωση ότι ως κλόουν «μετεωρίζει και μετεωρίζεται» αναζητώντας το νόημα της ύπαρξης.
Όπως τονίζει η Ν. Αναγνωστάκη, ο Σαχτούρης, αν και μοναχικό άτομο, είχε αναπτυγμένη κοινωνική συνείδηση η οποία δεν εκφράζεται κραυγαλέα, αλλά τόσο «με υποβλητική σεμνότητα» όσο και με «οξύ και διαβρωτικό πόνο». Στον κλειστό κόσμο του ποιητή υπήρχε πάντα ένα «ευαίσθητο αυτί», που αφουγκραζόταν, αλλά και ένα «άγρυπνο μάτι», που έβλεπε ό,τι συνέβαινε στην κοινωνία.
Υιοθετεί μία ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινής πραγματικότητας. Παραμένει αντιηρωικός ποιητής, εκφραστής και απολογητής της κατακερματισμένης ύπαρξης.
Κοιτάμε με τα δόντια Δε φταίει το φεγγάρι για την πίκρα μας // καθώς στριφογυρνάει δαιμονισμένα // μέσα στο φωσφόρο // σκορπώντας δεξιά κι αριστερά τα κόκαλά του //καθώς και μεις στριφογυρνούμε στο σκοτάδι μας // σκορπώντας δεξιά κι αριστερά τα κόκαλά μας // δε φταίει το φεγγάρι για τους λεμονανθούς // δε φταίει το φεγγάρι για τα χελιδόνια // δε φταίει το φεγγάρι για την Άνοιξη και τους σταυρούς // δε φταίει αν πάνω στα μάτια μας φύτρωσαν δόντια
«ΣΦΡΑΓΙΔΑ ή Η ΟΓΔΟΗ ΣΕΛΗΝΗ»
(1964)
Υπάρχουν, ωστόσο, και λίγες στιγμές στο έργο του Σαχτούρη, που ο ποιητής δεσμεύεται να καταγράψει τη φωτεινή πλευρά της πραγματικότητας, αυτή που αντιπροσωπεύει την ομορ- φιά, το φως και τον έρωτα. Το ποιητικό εγώ γίνεται τότε εξωστρεφές και εξοικειώνεται με τον κοινωνικό του ρόλο.
«Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες αφρικάνικες. Με μάσκες ζώων και προγόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος. Όπως συμβαίνει απαράλλαχτα και με τις μάσκες των ιθαγενών».
ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ
- Ὅμως ὑπάρχουν ἀκόμα // λίγοι ἄνθρωποι // ποὺ δὲν εἶναι κόλαση ἡ ζωή τους
- ὑπάρχει τὸ μικρὸ πουλὶ ὁ κιτρινολαίμης // ἡ Fraülein Ramser // καὶ πάντοτε τοῦ ἥλιου οἱ ἀπομείναντες // οἱ ἐρωτευμένοι μὲ ἥλιο ἢ μὲ φεγγάρι
- ψάξε καλά // βρές τους, Ποιητή! // κατάγραψέ τους προσεχτικά // γιατί ὅσο πᾶν καὶ λιγοστεύουν // λιγοστεύουν
«ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ» (1980)
Και αλλού, η παιδική ψυχή που είναι αγνή κα ανόθευτη, προσφέρει τα υλικά αγαθά για ένα άλλο κόσμο..!
Το Ψωμί
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί, // είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό, // ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι // έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω, // όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος // κι αυτή μ᾿ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό // κι όλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί, // όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.
«Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958)
.
Στέλλα Σ.