Με πολιτικό και επικοινωνιακό σχεδιασμό που προσπαθεί να εξυπηρετήσει μια σειρά στόχους, η κυβέρνηση, καταμεσής καλοκαιριού, επέλεξε να ανακινήσει τα ζητήματα της τροποποίησης του εκλογικού νόμου και της συνταγματικής αναθεώρησης.
Η χρονική στιγμή αυτής της επιλογής, μια περίοδος όπου, από τη μια, μετά την ψήφιση των προαπαιτούμενων μνημονιακών νόμων για το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης από την ΕΕ-ΔΝΤ έχει ξεκινήσει η εφαρμογή των σκληρών μέτρων που ψηφίστηκαν (αυτές τις μέρες οι συνταξιούχοι «γεύτηκαν» τη βαθιά περικοπή των συντάξεών τους από το νέο ασφαλιστικό νόμο ) και, από την άλλη, κυβέρνηση και τρόικα βάζουν σε τροχιά το σκληρό αντιλαϊκό πακέτο που απαιτεί η δεύτερη αξιολόγηση του φθινοπώρου και έχει επίκεντρο νέες μεγάλες εργασιακές ανατροπές, κάνουν προφανή τον πρώτο στόχο της: Την προσπάθεια, μέσα από μια επαναφορά στο προσκήνιο «θεσμικών» ζητημάτων, να δημιουργηθεί ένας «αντιπερισπασμός» στη λαϊκή αντικυβερνητική δυσφορία που ογκώνεται καθώς προχωρεί η υλοποίηση των μέτρων του τρίτου μνημονίου και να αποσπασθεί η προσοχή του ελληνικού λαού από τα κρίσιμα θέματα επιβίωσης που τον καταδυναστεύουν, από την αντιμετώπιση των ουσιωδών προβλημάτων του.
Η πρόταξη της συζήτησης για τροποποίηση του εκλογικού νόμου και του Συντάγματος έχει, ωστόσο, και άλλες πολιτικές σκοπιμότητες. Πολιτικές σκοπιμότητες έχουν να κάνουν, πρώτα απ’ όλα, με μελλοντικές επιδιώξεις της κυβέρνησης, αλλά και συνδέονται με τις ανάγκες της εφαρμογής της αντιλαϊκής πολιτικής και τα γενικότερα προβλήματα του εγχώριου αστικού πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό και η οργάνωση αυτής της συζήτησης συμπεριέλαβε συναντήσεις του πρωθυπουργού με τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης, στο κύκλο των οποίων έγιναν αμοιβαίες βολιδοσκοπήσεις, διερευνήθηκαν «συναινέσεις» για την κοινοβουλευτική ψήφιση αλλαγών, χωρίς, ωστόσο, η κυβέρνηση να ανοίξει τα χαρτιά της σ’ αυτές για το τι συγκεκριμένα προτείνει. Μέχρι στιγμής η συζήτηση επί του περιεχομένου των τροποποιήσεων γίνεται με διαρροές και «απόψεις» που διατυπώνουν ηγετικοί παράγοντες της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης με δηλώσεις ή συνεντεύξεις τους. Ως το τέλος αυτής της εβδομάδας αναμένονταν η κυβέρνηση να καταθέσει την πρότασή της για τον εκλογικό νόμο, ενώ για το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης η διατύπωση της κυβερνητικής πρότασης προαναγγέλλεται για τη «συμβολική» μέρα της 24ης Ιούλη, που είναι επέτειος της πτώσης της δικτατορίας.
Η τροποποίηση του εκλογικού νόμου πάντα στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος γίνονταν και γίνεται με «πρωτοβουλίες» που αναλάμβανε η κυβέρνηση ή και τα άλλα αστικά κόμματα, όχι με γνώμονα τη δημοκρατική εκλογική έκφραση του λαού, αλλά με λογαριασμούς που έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στην μελλοντική επαναδιεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, στην παρεμπόδιση του αντίπαλου σε αυτήν τη διεκδίκηση, αλλά, επίσης, και με προσπάθειες μιας αναδιαμόρφωσης των σχέσεων των δυνάμεων του αστικού πολιτικού συστήματος και τη διευκόλυνση της διαχείρισής του, ειδικά όταν αυτό περνά κρίση, όπως έχει συμβεί αυτά τα μνημονιακά χρόνια.
Γι’ αυτό αν και ο λόγος που συνόδευε τέτοιες προτάσεις τροποποιήσεων πάντοτε έφερνε το δημαγωγικό περιτύλιγμα της απλής αναλογικής ή του «αναλογικότερου» εκλογικού συστήματος, κατά κανόνα αυτό που ψηφίζονταν ήταν εκλογικά συστήματα νόθευσης της έκφρασης του εκλογικού σώματος, που καμιά σχέση δεν είχαν με την αυθεντική απλή αναλογική, καθώς περιελάμβαναν αντιδημοκρατικές διατάξεις, όπως αυτές που ισχύουν σήμερα για την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με 50 έδρες (με το 1/6 των εκλογικών εδρών της Βουλής!), με τον ορισμό του πλαφόν του 3% ως ελάχιστου ορίου για να αντιπροσωπευθεί ένα κόμμα στη Βουλή κ.α.
Γύρω από τα ίδια ζητήματα περιστρέφεται και τώρα η συζήτηση με ορατό επίκεντρό της όχι τη θεσμοθέτηση της απλής αναλογικής αλλά το πώς το εκλογικό σύστημα θα συνεχίσει να είναι νόθο και αντιδημοκρατικό, όπως φαίνεται τόσο από τις «διαρροές» της κυβέρνησης, που προβλέπουν «άλλα σενάρια» με «μπόνους» βουλευτικών εδρών για να εξασφαλίζονται «βιώσιμα κυβερνητικά σχήματα», ενώ ο αρχηγός των ΑΝΕΛ, με πρόσχημα τους «εθνικούς λόγους», επιμένει στο πλαφόν του 3%, όσο και από τη θέση του αρχηγού της ΝΔ που «δεν μπαίνει στη συζήτηση» για αλλαγή του ισχύοντος νόμου (προφανώς λογαριάζοντας ότι με τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτο κόμμα στις εκλογές), παρά μόνο για «πτυχές» του που υπολογίζει ότι την ευνοούν (δυνατότητα ψήφου στους Έλληνες πολίτες, εκτός Ελλάδας, στον μόνιμο τόπο διαμονής τους, κατάτμηση των μεγάλων εκλογικών Περιφερειών).
Όσον αφορά την αναθεώρηση του Συντάγματος, εδώ το βάθος είναι μεγαλύτερο καθώς άπτεται των στόχων που ευρύτερα επιδιώκει το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, αλλά και ο ξένος ιμπεριαλιστικός παράγοντας που έχει άμεση παρέμβαση στη χάραξη και εφαρμογή της πολιτικής του ελληνικού κράτους.
Είναι γνωστό ότι το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος έχει τεθεί με ένταση τα τελευταία χρόνια (και πριν τα μνημόνια) από τα κυρίαρχα αστικά κόμματα, στην προσπάθειά τους να το μεταλλάξουν σε μια αντιδραστικότερη-νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση (κατάργηση της διάταξης που δεν επιτρέπει ιδιωτικά Πανεπιστήμια, ενσωμάτωση κατευθύνσεων της ΕΕ με τις οποίες δεν είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένο το Σύνταγμα κλπ.).
Αυτή την προσπάθεια θέλει να συνεχίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανακινώντας θέμα αναθεώρησης του Συντάγματος, γι’ αυτό και ο αρχηγός της ΝΔ, που μάχεται χρόνια για τη συνταγματική αναθεώρηση, έσπευσε να δηλώσει πως η χώρα χρειάζεται «να προσαρμόσει τον καταστατικό χάρτη της στις επιταγές του 21ου αιώνα» και ότι «αυτή η Βουλή με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση να προτείνει μια Συνταγματική αναθεώρηση αρκετά ευρεία, έτσι ώστε η επόμενη Βουλή, με απλή πλειοψηφία, να μπορεί να καθορίσει το περιεχόμενο αυτής της αναθεώρησης», δίνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη συναίνεση του στη κυβερνητική πρωτοβουλία να συζητήσει αναθεώρηση του Συντάγματος.
Δεν είναι βέβαια το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των υπουργών ή ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αφήνει να εννοηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, το «ψαχνό» της συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά η επιδίωξη των πολιτικών επιτελείων της ντόπιας κυρίαρχης μεγαλοαστικής τάξης και των ξένων κηδεμόνων της να επιτύχουν και συνταγματική θωράκιση της εφαρμοζόμενης αντιλαϊκής και αντιδημοκρατικής πολιτικής, έτσι ώστε να αρθούν και οι όποιες νομικές άμυνες που επικαλούνται την αντισυνταγματικότητα αντιλαϊκών μέτρων και ειδικά των μνημονιακών μέτρων.
Οι λαϊκές δυνάμεις οφείλουν να στρέψουν την πλάτη τους στον αποπροσανατολισμό που επιχειρεί να φέρει η κυβέρνηση με τη μετατόπιση του κέντρου της πολιτικής συζήτησης σε «θεσμικά» ζητήματα. Σταθερά θα πρέπει να κρατήσουν στην πρώτη γραμμή της ημερήσιας διάταξης της πολιτικής και κοινωνικής πάλης τους το πώς θα αποκρούσουν και ανατρέψουν τα αντιλαϊκά μέτρα των μνημονίων και, ταυτόχρονα, απέναντι στις «θεσμικές» τροποποιήσεις που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση, θα πρέπει να σταθούν και να αντιτάξουν τον αγώνα τους για δημοκρατία, για διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, τον μαζικό λαϊκό αγώνα για να μην περάσουν αντιδραστικές τροποποιήσεις και αναθεωρήσεις του νομικού πλαισίου που θα ενισχύσουν την επιβολή της αντιλαϊκής πολιτικής.