Ο ανυποχώρητος μαζικός λαϊκός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας
Με αφορμή το ξέσπασμα των μεγαλειωδών κινητοποιήσεων μετά το έγκλημα στα Τέμπη, αλλά και την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, ανοίγει για μια ακόμη φορά στο κίνημα και την αριστερά η συζήτηση για τα αιτήματα, τα συνθήματα και τους στόχους πάλης του λαϊκού κινήματος, για τις μορφές πάλης και την οργάνωσή του. Και κατ’ επέκταση, για τον ευρύτερο πολιτικό προσανατολισμό των λαϊκών αγώνων, για την τελική προοπτική στην οποία υποτάσσονται όλοι οι σημερινοί αγώνες της εργατικής τάξης και του λαού. Από την πλευρά μας υποστηρίζουμε σταθερά και αταλάντευτα πως ο δρόμος του μαζικού, ενωτικού και ανυποχώρητου λαϊκού εξωκοινοβουλευτικού αγώνα είναι εκείνος που μπορεί πραγματικά να επιβάλλει νίκες προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων και να δώσει ελπίδα και προοπτική στην πάλη του λαού, των εργαζομένων και της νεολαίας.
Ο επιζήμιος ρόλος των ρεφορμιστικών δυνάμεων στο κίνημα
Στον αντίποδα, μια σειρά δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, από τον ποικιλώνυμο «αντικαπιταλιστικό» χώρο, δυνάμεις του τροτσκισμού και του αριστερισμού, μέχρι τον δεξιό οπορτουνισμό και τον «μαχόμενο ρεφορμισμό», μέσα από την προσήλωσή τους στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και τις εκλογές, μέσα από την προβολή διαφόρων «μεταβατικών προγραμμάτων», παίζουν έναν διπλά επιζήμιο ρόλο στο κίνημα. Πρώτον, σπέρνουν εκλογικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες, ότι δηλαδή οι εκλογές και το αστικό κοινοβούλιο αποτελούν τα εργαλεία εκείνα μέσα από τα οποία μπορεί η εργατική τάξη και ο λαός να ανατρέψουν την κυρίαρχη πολιτική, ότι τελικά «οι εκλογές μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα», αποπροσανατολίζοντας τον λαό από τον δρόμο του αγώνα. Δεύτερον, καλλιεργούν την ψευδαίσθηση πως είναι δυνατόν εντός της ασφυκτικής ιμπεριαλιστικής και καπιταλιστικής κυριαρχίας να εφαρμοστούν μέτρα σοσιαλιστικού χαρακτήρα, όπως ο «εργατικός έλεγχος», οι «εθνικοποιήσεις-κρατικοποιήσεις βασικών τομέων της παραγωγής» κ.ά.
Η πολιτική τους συνάρτηση του εκλογικού τους αποτελέσματος
Στη βάση των παραπάνω, την τελευταία περίοδο μια σειρά οργανώσεις της ευρύτερης εξωκοινωβουλευτικής αριστεράς επιδόθηκαν με πυρετώδεις ρυθμούς σε έναν “μαραθώνιο” κοινών εκδηλώσεων, συζητήσεων, συσκέψεων και συζητήσεων μεταξύ τους για την παρέμβασή τους στις εθνικές και δημοτικές εκλογές. Δεν είναι καθόλου τυχαία η ανακίνηση της συζήτησης αυτής -για πολλοστή φορά- λίγο πριν τις εκλογές. Από τη δεκαετία του ‘90 μέχρι σήμερα, ολόκληρες οργανώσεις που αναφέρονται στην αριστερά καθορίζουν τη στάση, τις μετωπικές τους συνεργασίες, την τακτική τους, ακόμα και θέσεις τους σε σημαντικά ζητήματα, στη βάση των εκλογικών τους συνεργασιών. Και δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε πως οι εκλογικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες των δυνάμεων αυτών, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους πολιτικές διαφορές και αντιπαραθέσεις, τις καθιστά αναμφίβολα δυνάμεις ρεφορμιστικές, αφού η πολιτική τους καθορίζεται όχι με βάση τις ανάγκες, το πολιτικό βάθος και την ευρύτερη προοπτική των μαζικών λαϊκών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων, αλλά με βάση την εκλογική τους παρέμβαση, το ξεπέρασμα του πολυπόθητου 3% και την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Εκλογικές συγκολλήσεις έξω από αρχές
Στο πλαίσιο αυτό, τόσο οι συζητήσεις ανάμεσα στις οργανώσεις και των μετωπικών σχηματισμών ΣΕΚ, ΛΑΕ (ΑΡΑΣ-Αριστερό Ρεύμα), ΑΡΑΝ, ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ (πρώην Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, νΚΑ, ΑΡΑΝ κ.ά.) και Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο (πρώην ΝΑΡ), όσο και εκείνες του ΝΑΡ με άλλες τροτσκιστικές οργανώσεις, ανεξάρτητα από την αρνητική τους κατάληξη, αναδεικνύουν τον εκλογικό προσανατολισμό που διατρέχει από πάνω μέχρι κάτω τις δυνάμεις αυτές. Πρόκειται για οργανώσεις με ιδεολογικά και πολιτικά χάσματα ανάμεσά τους, με διαφορετικές θέσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία, για το αν η Ελλάδα είναι χώρα εξαρτημένη, ανεξάρτητη ή ιμπεριαλιστική (!) και μια σειρά ακόμη ζητήματα.
ΜέΡΑ25-ΛΑΕ: «Συμμαχία Ρήξης» χωρίς ρήξεις
Παρόλα αυτά, η εκλογική αγωνία και το άγχος της πολιτικής τους επιβίωσης που συναρτάται επί της ουσίας από τέτοιου τύπου συμπράξεις, οδήγησε τη ΛΑΕ σε εκλογική συνεργασία με το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, στην οποία το πλαίσιο συμφωνίας ανάμεσα στις διάφορες ετερόκλητες δυνάμεις και «προσωπικότητες» της «συμμαχίας» δεν ξεφεύγει επί της ουσίας από τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική του ΜέΡΑ25. Στην κατεύθυνση αυτή, με θολό τρόπο γίνεται λόγος για «τερματισμό της νατοϊκής πρόσδεσης της χώρας» και όχι για έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, για «ρήξη με την ολιγαρχική ΕΕ» και όχι για πάλη για έξοδο από την ΕΕ χωρίς αστερίσκους για κάποια φαντασιακή «αντιολιγαρχική Ευρώπη».
Στην πραγματικότητα, η εκλογική αυτή συνεργασία αποτελεί προσπάθεια για την εκλογική διάσωση του κόμματος Βαρουφάκη. Από την άλλη, η ΛΑΕ, μετά το ναυάγιο στο οποίο οδηγήθηκε η σύμπραξή της με την Αναμέτρηση, την ΑΡΑΝ, το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο και το ΣΕΚ (με τους οποίους είχαν συγκροτήσει την «Ενωτική Κίνηση της Αντικαπιταλιστικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς»), εν τέλει σύρθηκε πίσω από το αρχηγικό και προσωποπαγές κόμμα του Βαρουφάκη, επισφραγίζοντας με τον τρόπο αυτό τις συνομιλίες στις οποίες βρίσκονταν όλη αυτήν την περίοδο. Και είναι τέτοια η εκλογική αγωνία της ηγεσίας της ΛΑΕ που δέχτηκε να συμπράξει εκλογικά χωρίς καν το όνομά της να συμπεριλαμβάνεται στον τίτλο του εκλογικού συνδυασμού στον οποίο συμμετέχει!
Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν…
Δυνάμεις που συνυπήρξαν στο πλαίσιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποχώρησαν από αυτήν και σχημάτισαν τη ΛΑΕ (βλ. ΑΡΑΝ), περίμεναν μήπως το ΝΑΡ τις δεχτεί πίσω και συνεργαστούν εκλογικά. Δυνάμεις που αποχώρησαν από το ΝΑΡ μιλώντας για «ιδεολογικά και πολιτικά αδιέξοδα», επιζητούσαν συμπράξεις με τους πρώην συντρόφους τους (βλ. Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο). Την ίδια στιγμή, μία άλλη -πάλαι ποτέ- συνιστώσα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η Αριστερή Συσπείρωση (ΑΡΙΣ), φαίνεται να έχει αποχωρήσει από το μετωπικό σχήμα, χωρίς βέβαια να υπάρχει καμία ανακοίνωση ούτε από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ούτε από την ΑΡΙΣ. Στο πλαίσιο αυτό, 3 σύνεδροι της οργάνωσης στο τελευταίο συνέδριο του ΕΚΑ, με δημόσια δήλωσή τους στήριξαν το ΠΑΜΕ, ενώ η παρουσία της ΑΡΙΣ στις κινητοποιήσεις του ΚΚΕ τα τελευταία δύο χρόνια αποδεικνύει την πλήρη έλλειψη ιδεολογικών και πολιτικών θεμελίων, που οδηγεί στην προσκόλληση στο ΚΚΕ, που κάποτε θεωρούνταν και από την ΑΡΙΣ, βασικός υπαίτιος για την υποχώρηση του κινήματος και της αριστεράς. Ή δυνάμεις που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, προσχώρησαν στη ΛΑΕ η σε άλλα μετωπικά σχήματα, τώρα αναπαράγουν με τα ίδια επιχειρήματα, τις ίδιες αδιέξοδες λογικές που οδήγησαν στη διάλυση και την πολιτική κρίση ολόκληρες οργανώσεις και μετωπικά σχήματα.
Και σε όλα αυτά τα πισωγυρίσματα και τις επανασυγκολλήσεις με παλιούς και νέους «συνεργάτες», το ΣΕΚ σταθερά σε ρόλο συγκολλητικής ουσίας, να αναπαράγει τις ίδιες αδιέξοδες καταστάσεις, την ίδια ηττοπάθεια και απογοήτευση, τις ίδιες αυταπάτες. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να λειτουργεί διαφορετικά ένα κόμμα που τη δεκαετία του ʼ90 ψήφιζε ΠΑΣΟΚ «χωρίς αυταπάτες», που τη δεύτερη Κυριακή των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών του 2019 καλούσε σε στήριξη των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ, ξανά, «χωρίς αυταπάτες». Σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 2015 και τη συγκρότηση της εκλογικής συνεργασίας «ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ», σαν να μην έφταναν 4.5 χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, σαν να μην έφταναν τόσες διασπάσεις, μέτωπα που συγκολλήθηκαν τη μία μέρα για να διαλυθούν την επόμενη, ολόκληρες οργανώσεις που έγιναν «φτερό στον άνεμο», οι δυνάμεις αυτές επιμένουν στην αναπαραγωγή των ίδιων επιζήμιων αυταπατών, κάνοντας εμπόριο ενότητας και οδηγώντας αγωνιστές στην ιδιώτευση και τη μοιρολατρία.
Η ουσία πίσω από τις εκλογικές συγκολλήσεις
Όλα τα παραπάνω συνιστούν απολήξεις μιας γραμμής που διατρέχει τις οργανώσεις αυτές από πάνω μέχρι κάτω, η οποία συνίσταται βασικά στην χάραξη πολιτικής με βάση τη συμμετοχή στις εκλογές, τις δυνατότητες της κάλπης και του αστικού κοινοβουλίου. Και η γραμμή αυτή είναι με τη σειρά της συνέπεια της ρεβιζιονιστικής και ρεφορμιστικής γραμμής των δυνάμεων αυτών, της έλλειψης πίστης στη δύναμη των λαϊκών αγώνων, της έλλειψης πίστης στην υπόθεση του εργατικού λαϊκού κινήματος, του μόνου που μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά τις πολιτικές εξελίξεις προς όφελος του λαού και της εργατικής τάξης.
Για τον ρεφορμιστικό χαρακτήρα των «μεταβατικών προγραμμάτων»
Εκτός από την ενιαία εκλογική καταγραφή, συγκολλητική ουσία για τη συνεργασία των παραπάνω δυνάμεων αποτελεί το λεγόμενο «μεταβατικό πρόγραμμα», ένα συνονθύλευμα στην πραγματικότητα άμεσων και μακροπρόθεσμων στόχων πάλης, ρεφορμιστικών αιτημάτων και προτάσεων. Ανάμεσα στα άλλα, έχει σημασία να αναφέρουμε πως στα περισσότερα κείμενα των δυνάμεων που προαναφέρθηκαν δε γίνεται λόγος για έξοδο από την ΕΕ, αλλά για «ρήξη και αποδέσμευση». Δεν πρόκειται, φυσικά, για μια αφελή αλλαγή λέξεων, αλλά για συνειδητή πολιτική επιλογή, ακριβώς επειδή αυτές οι δυνάμεις κρατούν ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με τη σοσιαλδημοκρατία και δεν αντιλαμβάνονται την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ ως πολιτικούς στόχους συσπείρωσης και πάλης της εργατικής τάξης και του λαού στον δρόμο του αγώνα για την κατάκτηση της Εθνικής Ανεξαρτησίας και του Σοσιαλισμού.
Το λεγόμενο «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης»” αποτελεί ένα κράμα άμεσων οικονομικών διεκδικήσεων, μακροπρόθεσμων στόχων πάλης και ρεφορμιστικών αιτημάτων, στο οποίο είναι τόσο φανερή η απουσία του υποκειμένου που καλείται να το εφαρμόσει, καταλήγοντας να είναι ένα κενό γράμμα. Αυτό συμβαίνει διότι όσο και αν ακούγεται βαρύγδουπο «πως αυτό το πρόγραμμα μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε ρήξη με το κράτος, (…) με επανάσταση και εργατική εξουσία», αποτελεί το λιγότερο αντίφαση να ισχυρίζεται κανείς πως μόνο ένα εργατικό-σοσιαλιστικό κράτος θα μπορούσε να πάρει «μέτρα ενάντια στην ακρίβεια», να πραγματοποιήσει «αυξήσεις στους μισθούς» και μια σειρά ακόμη άμεσα αιτήματα πάλης που καλείται σήμερα να παλέψει το εργατικό-λαϊκό κίνημα. Το πρόβλημα είναι πως αυτά εντάσσονται σε μία «σούπα» μεταβατικών αιτημάτων και σοσιαλιστικών μέτρων, χάνοντας το διεκδικητικό τους περιεχόμενο και καταλήγοντας από αιτήματα συσπείρωσης της τάξης σε αιτήματα απογειωμένα και στενά σε περιεχόμενο, ενταγμένα σε ένα ολόκληρο «πρόγραμμα» ρεφορμιστικών αυταπατών.
Θυμίζουμε, τέλος, πως «κρατικοποιήσεις μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση» εφάρμοσαν, εφαρμόζουν και θα ξαναεφαρμόσουν αστικές κυβερνήσεις για να σώσουν από τη χρεοκοπία μεγάλα μονοπώλια. Επίσης «εργατικός-κοινωνικός έλεγχος», χωρίς να έχει η εργατική τάξη την πολιτική εξουσία ή να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάληψής της σημαίνει στη χειρότερη συνδιοίκηση όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ʼ80 και του ʼ90 σαρώνοντας το εργατικό κίνημα και τις συνδικαλιστικές του διεκδικήσεις και στην καλύτερη ΒΙΟΜΕ, δηλαδή μια «εργατική κολλεκτίβα» που λειτουργεί με όρους καπιταλιστικής αγοράς. Στη βάση, άλλωστε, αυτού του προγράμματος η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρέθηκε στις συγκεντρώσεις στήριξης της «περήφανης διαπραγμάτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ τον Φλεβάρη του 2015, στην ίδια βάση συγκροτήθηκαν «Επιτροπές» και «Πρωτοβουλίες» για το χρέος με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, στην ίδια βάση οργανώθηκαν κοινές επιτροπές για το όχι με τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος το 2015.
Να ανατραπεί η κυβέρνηση ή η πολιτική της;
Από την πλευρά μας στεκόμαστε απέναντι σε μια πολιτική λογική που προβάλλεται ιδιαίτερα από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, του ΜέΡΑ25, της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ά. στη βάση της οποίας ανακυκλώνονται αντίστοιχες εκλογικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες αντίστοιχες με εκείνες που καλλιεργήθηκαν την περίοδο ’12-’15 και οι οποίες οδήγησαν στη διοχέτευση της λαϊκής οργής στις κάλπες και στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία. Προηγούμενα, οι δυνάμεις αυτές, προβάλλοντας ξανά τα αιτήματα «Κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων», «Κάτω η κυβέρνηση Μητσοτάκη» κλπ, αντί να προωθούν τον αγώνα για τη συνολική ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, υποβαθμίζουν τον αγώνα αυτό στο πλαίσιο μιας κυβερνητικής εναλλαγής, ιδιαίτερα μάλιστα όταν στις σημερινές συνθήκες μετά μια ενδεχόμενη πτώση της κυβέρνησης το άμεσο επακόλουθο είναι η προκήρυξη εκλογών και η ανάδειξη για δεύτερη φορά της «κυβέρνησης της αριστεράς» του ΣΥΡΙΖΑ.
Θυμίζουμε πως οι ίδιες δυνάμεις, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναρριχήθηκε στην κυβερνητική εξουσία, το σύνθημα «Κάτω η κυβέρνηση» το έθαψαν κάτω από το χαλί των ρεφορμιστικών τους αυταπατών, αποδεικνύοντας στην πράξη πως για μια ολόκληρη περίοδο δεν αποτέλεσαν στην πράξη τίποτα παραπάνω από «αριστερό και κινηματικό» συμπλήρωμα της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Αν χρειάζεται να βγει ένα συμπέρασμα από την περίοδο της ψήφισης και εφαρμογής των αντιλαϊκών μνημονίων αυτό είναι πως παρά τις κυβερνητικές εναλλαγές και τα διάφορα (συγ)κυβερνητικά σχήματα, η μνημονιακή πολιτική, οι δεκάδες αντεργατικοί και αντιλαϊκοί νόμοι έμειναν, οξύνοντας περαιτέρω τη φτωχοποίηση του λαού και την εξάρτηση της χώρας από την ΕΕ, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Οι «συντονισμοί» και η «κοινή δράση»
Από την άλλη, η μαζική κάθοδος στους δρόμους χιλιάδων εργαζομένων, νεολαίας και λαού κονιορτοποίησε και πέταξε στον «κάλαθο των αχρήστων» τους διάφορους «συντονισμούς», τις «κοινές δράσεις» και τη συνεργασία μιας σειράς δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Για μια ακόμη φορά αποδείχτηκε πως το πραγματικά μαζικό κίνημα εκφράζεται μέσα από τις πανεργατικές και παλλαϊκές κινητοποιήσεις, πως ο κόσμος συσπειρώνεται μέσα στα σωματεία και τους συλλόγους, πως κανένα σχήμα, «συντονισμός» ή «επιτροπή» δεν μπορεί στην πραγματικότητα να υποκαταστήσει τα συνδικάτα και τους μαζικούς φορείς των εργαζομένων και της νεολαίας. Ξαναπέρασε στα «αζήτητα» μετά τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα η αντίληψη πως το μαζικό κίνημα είναι οι πορείες των μερικών εκατοντάδων των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, τα «ταξικά» σωματεία του ΠΑΜΕ και οι διάφοροι «συντονισμοί» σωματείων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Τι αριστερά έχει ανάγκη η εργατική τάξη και ο λαός
Είναι φανερό πως ο λαός και το κίνημα έχουν ανάγκη από μία άλλη αριστερά. Μία πραγματική κομμουνιστική αριστερά, που δε θα σπέρνει εκλογικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες, αλλά θα καλεί σε διαρκή ενίσχυση των λαϊκών αντιιμπεριαλιστικών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων. Που δε θα εξαρτά την ύπαρξη και τη δράση της από ευκαιριακές και τυχοδιωκτικές συνεργασίες για μερικές ψήφους παραπάνω, αλλά θα μάχεται σταθερά και αταλάντευτα για την πραγματική ενότητα και ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και την ανασύσταση του κόμματος της εργατικής τάξης σε μια βάση επαναστατική, που θα εμπνέεται από τις ηρωικές επαναστατικές παραδόσεις του παλιού ΚΚΕ, από τους σημερινούς αγώνες των λαών σε όλο τον πλανήτη, που θα απαντάει ουσιαστικά στα προβλήματα των εργαζόμενων και του λαού και θα δίνει όραμα και προοπτική στους αγώνες τους, που θα απορρίπτει σε κάθε του μορφή τον οπορτουνισμό και τον ρεβιζιονισμό. Από την άποψη αυτή, η αντιπαράθεση και η κριτική στις δυνάμεις αυτές δεν αποτελεί απλώς αναγκαιότητα, αλλά και όρο για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας και σε όλο τον κόσμο.
Η δική μας κατεύθυνση
Το ζητούμενο είναι στις συνθήκες αυτές πως θα οικοδομηθεί βήμα βήμα ένα πανεργατικό- παλλαϊκό μέτωπο αντίστασης και πάλης, το οποίο με απεργιακές κινητοποιήσεις, μέσα από τα σωματεία και τις ομοσπονδίες των εργαζομένων θα ασκεί πίεση για την προκήρυξη πανελλαδικών - πανεργατικών απεργιών και κινητοποιήσεων. Σ’ αυτές μπορούν να συνενωθούν όλοι οι επιμέρους κλαδικοί αγώνες με τους άμεσους στόχους πάλης ενάντια στην πολιτική της ακρίβειας, της φτώχειας, των ιδιωτικοποιήσεων και της καταστολής. Αν η μαζικότητα και η συσπείρωση πάνω στα άμεσα και φλέγοντα αιτήματα αποτελούν προϋποθέσεις χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να αναπτυχθεί κανένας αγώνας από τη μία, ο ευρύτερος πολιτικός προσανατολισμός των αγώνων αυτών είναι εκείνος που θα κρίνει και την τελική τους έκβαση από την άλλη.Για να ξεφύγουν οι αγώνες από τις ρεφορμιστικές αυταπάτες που προσανατολίζουν τη λαϊκή οργή στις κάλπες και την κυβερνητική εναλλαγή, χρειάζεται η πάλη για τα άμεσα αιτήματα να συναντηθεί με τους ευρύτερους στόχους του λαϊκού κινήματος για τη συνολική ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, για να φύγει η χώρα μας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, για να ανατραπεί το καθεστώς της διπλής κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης. Αυτός ο πολιτικός προσανατολισμός είναι που μπορεί να δώσει στους σημερινούς αγώνες της εργατικής τάξης και του λαού το αναγκαίο πολιτικό βάθος για να μπορέσουν τα λαϊκά ξεσπάσματα να μετουσιωθούν σε οργανωμένη και μαζική πάλη με συνέχεια και νικηφόρα προοπτική.
Ιάσονας Α.
Αναδημοσίευση από το νέο τεύχος του περιοδικού Πορεία