Σε αγώνα δρόμου επιδίδεται ο Τσίπρας το τελευταίο διάστημα με στόχο το μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα καθαρόαιμο αστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αποτιναγμένο από όλα τα βαρίδια του παρελθόντος. Αντιγράφοντας παλιές συνταγές από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου, όπως αυτή του δημοψηφίσματος για το νέο όνομα του κόμματος και την ηλεκτρονική εγγραφή μελών στο ΣΥΡΙΖΑ, απευθύνει κάλεσμα στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και πέρα απ’ αυτή. Επιδιώκει με αυτό τον τρόπο να διαμορφώσει συνθήκες πιο στενής οργανωτικής σύνδεσης με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, να εγκλωβίσει για άλλη μια φορά στις φτερούγες της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής του πλατιά λαϊκά στρώματα.
Η προσπάθεια αυτή φαίνεται πως δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα παρά τις «αγνές» προθέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι δηλωμένη εδώ και καιρό η πρόθεση του Τσίπρα, καθώς και της πτέρυγας που τον στηρίζει, να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας με το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο της λεγόμενης «μεγάλης κεντροαριστερής παράταξης». Άλλωστε ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο ενσωμάτωσε πλήθος στελεχών του – καταρρέοντος – ΠΑΣΟΚ προσφέροντάς τους ακόμα και κυβερνητικά πόστα. Η προσπάθεια αυτή κλιμακώνει την εσωκομματική αντιπαράθεση και διαπάλη για τον προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ, που οδήγησε ακόμα και στην αναβολή της συνεδρίασης της ΚΕ που ήταν προγραμματισμένη για τις 8 – 9 Φλεβάρη.
Απέναντί του ο Τσίπρας έχει τα λεγόμενα εσωκομματικά ρεύματα (53+, αριστερή πτέρυγα) που σε τίποτα δεν διαφοροποιούνται σε ό,τι αφορά την ουσία της πολιτικής που έχει χαράξει ο ΣΥΡΙΖΑ. Απαιτούν όμως τα ανοίγματα προς το ΠΑΣΟΚ να έχουν πιο ομαλά και λιγότερο κραυγαλέα χαρακτηριστικά, γνωρίζοντας ότι η μνήμη των λαϊκών στρωμάτων από την πολιτική του ΠΑΣΟΚ είναι νωπή. Ταυτόχρονα διεκδικούν, η κάθε πλευρά για τον εαυτό της, να έχουν όσο το δυνατό πιο ευνοϊκούς συσχετισμούς δύναμης στο νέο εσωκομματικό τοπίο που διαμορφώνεται. Κατά τα άλλα, η πρόσφατη ομόφωνη απόφαση και δημόσια δήλωση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ περί του «τέλους της εσωστρέφειας» και οι εγγυήσεις ενότητας του κόμματος υποδηλώνουν ακριβώς το έντονο και οξυμένο κλίμα που υπάρχει στο εσωτερικό του.
Στο φόντο αυτών των εξελίξεων ο ΣΥΡΙΖΑ -και στο πλαίσιο τάχα των δράσεων της εξωστρέφειας του κόμματος- υψώνει τους αντιπολιτευτικούς τόνους απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ με αιχμές τα εργασιακά, την προσφυγική κρίση και βέβαια τα εθνικά θέματα. Αποτελεί πρόκληση για το σύνολο των εργαζομένων η πρόταση νόμου που υποτίθεται πως αυξάνει τον κατώτατο μισθό στα 698 ευρώ για το 2020 και στα 751 ευρώ για το 2021. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δια στόματος Τσίπρα, επιχειρηματολογεί πάνω στην πρόταση αυτή με χυδαίο και προκλητικό τρόπο κάνοντας λόγο πως έτσι θα «ολοκληρωθεί η αποκατάσταση των απωλειών που είδαν οι εργαζόμενοι στους μισθούς τους την περίοδο 2010 – 2014». Μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί τώρα την κυβέρνηση της ΝΔ να αποδείξει αν πραγματικά θα στηρίξει τους εργαζόμενους ή τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα! Πρόκειται πραγματικά για πρόκληση απέναντι στους εργαζομένους, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση επέβαλε την ίδια και απαράλλακτη αντιλαϊκή και αντεργατική πολιτική, συντήρησε και ενέτεινε τη λεηλασία των εργαζομένων και των εισοδημάτων τους, παγίωσε με την πολιτική του το καθεστώς του εργασιακού μεσαίωνα υπηρετώντας ακριβώς τα συμφέροντα της ντόπιας ολιγαρχίας και των ιμπεριαλιστών.
Με αφορμή την όξυνση της προσφυγικής κρίσης, όπως εκφράζεται με δραματικό τρόπο ιδιαίτερα στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, η κυβέρνηση της ΝΔ αφού πρώτα προχώρησε στην επανασύσταση του υπουργείου μεταναστευτικής πολιτικής, ψήφισε τώρα νόμο για τον έλεγχο των ΜΚΟ που εμπλέκονται και διαχειρίζονται το προσφυγικό ζήτημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αντιπολίτευσης επιλέγει να κονταροχτυπηθεί με την κυβέρνηση πάνω σε δευτερεύουσες πλευρές του προσφυγικού προβλήματος. Όχι πως αυτές οι πλευρές δεν έχουν τη σημασία και την ιδιαίτερη αξία τους. Είναι γνωστή και σκανδαλώδης η αχαλίνωτη και ανεξέλεγκτη δράση των ΜΚΟ που εκμεταλλεύονται την προσφυγική κρίση και έχουν μετατραπεί σε αυτόκλητους «διαχειριστές» της, αποκομίζοντας μεγάλα οικονομικά κέρδη που φτάνουν να έχουν ακόμα και την επίσημη σφραγίδα της ΕΕ και του ΟΗΕ. Οι διαστάσεις αυτού του φαινομένου γιγαντώθηκαν την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, όταν οξύνθηκε και κλιμακώθηκε απότομα η προσφυγική κρίση.
Η κυβέρνηση με τις νομοθετικές της ρυθμίσεις επιδιώκει να διαμορφώσει άλλους όρους στο βρώμικο και σκοτεινό κύκλωμα των ΜΚΟ, όχι για να βάλει φρένο στην ασύδοτη δράση τους, όπως δημόσια διακηρύσσει, αλλά αντίθετα για να εξυπηρετήσει τα δικά της διαπλεκόμενα συμφέροντα. Απέναντι στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε με αμηχανία ψηφίζοντας «παρών». Αυτό που αναδεικνύεται απέναντι στην κύρια πλευρά του προβλήματος, που είναι η προσφυγική κρίση, είναι πως τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ υπηρετούν την ίδια ακριβώς αντιμεταναστευτική πολιτική που επιβάλλει η ΕΕ, η οποία μετατρέπει τα νησιά και περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας σε βάρβαρα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων, που γεννά και εντείνει το ρατσισμό και την ξενοφοβία, που ενισχύει την ακροδεξιά ρητορική.
Άλλο ένα ηχηρό κοινοβουλευτικό «παρών» από το ΣΥΡΙΖΑ είχαμε την περασμένη Πέμπτη 30 Γενάρη, ημέρα ψήφισης της νέας συμφωνίας για τις αμερικανο-νατοϊκές βάσεις στη χώρα μας. Η ψηφοφορία έγινε κάτω από τη σκιά των ραγδαίων εξελίξεων που συντελούνται σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τη χώρα μας, της απότομης κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τις ισχυρές χώρες της ΕΕ (Γερμανία – Γαλλία) καθώς και την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η συμφωνία για την επέκταση χρήσης των βάσεων που κυρώθηκε από το κοινοβούλιο αποτελεί έργο που ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, όταν έκανε λόγο για την πολυεπίπεδη αναβάθμιση των σχέσεων Ελλάδας – ΗΠΑ στη βάση σύγκλισης συμφερόντων σε μια σειρά από τομείς, ανάμεσά τους και η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Έθετε τις βάσεις και έκανε σημαντικά βήματα για τη μετατροπή της χώρας σε ένα απέραντο αμερικανο-νατοϊκό ορμητήριο που θα υπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Το έργο αυτό ανέλαβε να ολοκληρώσει τώρα η ΝΔ και μάλιστα απογυμνωμένη από κάθε επιχείρημα πως τάχα οι ΗΠΑ μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια της χώρας έπειτα από το φιάσκο της συνάντησης του Μητσοτάκη με τον Τραμπ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδόθηκε σε τακτικισμούς και σε μια κάλπικη αντιαμερικάνικη δημαγωγία, καλώντας την κυβέρνηση να μη φέρει για ψήφιση τη συμφωνία αυτή την περίοδο. Το βάρος όμως της πολιτικής της υποτέλειας και της εξάρτησης, του δόγματος «ανήκουμε στο δυτικό πλαίσιο» που διαχρονικά υπηρετεί δεν μπορεί ούτε να συγκαλυφθεί, ούτε πολύ περισσότερο να παραγραφεί. Το κοινοβουλευτικό «παρών» του ΣΥΡΙΖΑ είναι η κυνική ομολογία του δόγματος της υποτέλειας στα αμερικανο-νατοϊκά συμφέροντα.