Οι Έλληνες εφοπλιστές υπέγραψαν συμφωνία με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με την οποία θα καταβάλλουν οικειοθελώς εισφορά της τάξης του «10% των εισαγόμενων μερισμάτων των φυσικών προσώπων», επ’ αόριστον, στον Προϋπολογισμό της χώρας. Αν και η κυβέρνηση διατυμπανίζει πως με τη συμφωνία θα εξασφαλίσει περί τα 75 εκατ. ευρώ ετησίως, η μέχρι σήμερα πραγματικότητα αποδεικνύει πως η εισφορά δεν πρόκειται να ξεπεράσει τα 40 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται το δίχως άλλο για ένα νέο επεισόδιο κατάφορης και ωμής κοροϊδίας του ελληνικού λαού, που χρόνια τώρα στενάζει από τα πάσης φύσεως χαράτσια και τη φορολογική αφαίμαξη των εισοδημάτων του, την ίδια στιγμή που εκπρόσωποι της μεγαλοαστικής τάξης της χώρας προσφέρουν και μάλιστα αν θέλουν, κάτι λιγότερο από ψίχουλα μπροστά στα ασύλληπτα κέρδη τους.
Θυμίζουμε πως πρόκειται για τη δεύτερη συμφωνία που συνάπτεται με τον κλάδο, καθώς έχει προηγηθεί η συμφωνία με την κυβέρνηση Σαμαρά για τα έτη 2014-2017, η οποία πήρε κι έναν χρόνο παράταση και σύμφωνα με εκείνη, οι Έλληνες εφοπλιστές θα κατέβαλλαν 420 εκατ. ευρώ για την παραπάνω τριετία, από 140 εκατ. το έτος. Όπως έχει αποδειχθεί, οι στόχοι αυτοί δεν επετεύχθησαν ποτέ. Από τα περιορισμένα διαθέσιμα στοιχεία αποδεικνύεται ότι στην καλύτερη περίπτωση το δημόσιο έχει εισπράξει λιγότερο από 50% του στόχου. Το 2016, ο τότε αναπληρωτής υπ. Οικονομικών, Τρ. Αλεξιάδης, παρουσίασε στη Βουλή στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το ελληνικό κράτος εισέπραξε μέσω της εθελοντικής εισφοράς 40 εκατ. ευρώ το 2014 και 45 εκατ. το 2015. Την ίδια εποχή οι Έλληνες ναυτικοί, αυτοί που εργάζονται στα πλοία των παραπάνω σε συνθήκες πραγματικής γαλέρας, κατέβαλλαν για φόρους 57 εκατ. ευρώ για το έτος 2016, 223 εκατ. ευρώ για την τετραετία 2013-16, ενώ στο τότε «μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα» (ΜΠΔΣ 2013-2016), προβλέπονταν μεταξύ άλλων ότι οι αγρότες από τη μείωση επιστροφής φόρου πλήρωσαν 152 εκατ. ευρώ και η μέση ελληνική οικογένεια, μόνο από τη μείωση των οικογενειακών επιδομάτων συνεισέφερε 379 εκατ. ευρώ.
Το φιάσκο της προηγούμενης συμφωνίας, καταγγέλλει και η Πανελλήνια Ένωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού (ΠΕΝΕΝ), επισημαίνοντας ότι «για την περίοδο 2014-17 το ελληνικό δημόσιο έχει εισπράξει μόνο το 1/5 της εθελοντικής εισφοράς που συμφωνήθηκε να πληρώσουν οι εφοπλιστές, δηλαδή 85 εκατ. ευρώ, ενώ πολλοί από αυτούς ζήτησαν να τα πληρώσουν σε 6 ή 12 δόσεις» Αυτή την καταγγελία της ΠΕΝΕΝ μέχρι σήμερα δεν την έχει διαψεύσει κανείς.
Η νέα συμφωνία επίσης δεν αναμένεται να επιτύχει τους στόχους της, ενώ δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι αναφέρεται σε φυσικά πρόσωπα, τη στιγμή που οι ναυτιλιακές εταιρείες είναι ανώνυμες εταιρείες. Χαρακτηριστική δε είναι και μια από τις διατυπώσεις της νέας συμφωνίας: «Η καταβολή της νέας οικειοθελούς παροχής εξαντλεί για το παγκόσμιο εισόδημα από τα μερίσματα των πλοιοκτητριών της προηγούμενης παραγράφου, κάθε άλλη φορολογική υποχρέωση των ως άνω φυσικών προσώπων από κάθε φόρο, εισφορά, τέλος, κράτηση ή οποιαδήποτε άλλη φορολογικής φύσης επιβάρυνση, καθώς και από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης».
Άλλωστε, τι άλλο από κατάφωρη πρόκληση αποτελεί το γεγονός ότι οι φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών προβλέπονται από το Σύνταγμα και συγκεκριμένα το άρθρο 107, το οποίο κατοχυρώνει συνταγματικά τις δεκάδες φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν οι εφοπλιστές και νομοθετήθηκαν από το 1952 μέχρι το 1975. Κατά τ’ άλλα το υποτιθέμενο δημοκρατικό Σύνταγμά μας στην παρ. 5 του άρθρου 4 αναφέρεται στην «υποχρέωση των Ελλήνων πολιτών να συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.»
Το να αυξηθούν τα ετήσια φορολογικά έσοδα από τη ναυτιλία υπήρξε και παραμένει, τυπικά, μνημονιακή υποχρέωση της χώρας. Ωστόσο, τόσο η κυβέρνηση Σαμαρά, όσο και η σημερινή με τις δύο συμφωνίες που υπέγραψαν με τους εφοπλιστές απέδειξαν ότι δεν κόπτονται και τόσο να την υλοποιήσουν, σε αντίθεση με άλλες μνημονιακές υποχρεώσεις που επιβάλλονται απαρέγκλιτα και έχουν γονατίσει τα λαϊκά στρώματα όλα αυτά τα χρόνια.
Οι Έλληνες εφοπλιστές απαλλαγμένοι συνταγματικά από στοιχειώδη φορολόγηση των εισοδημάτων τους, πληρώνουν οικειοθελώς, χωρίς να τους ασκείται ο παραμικρός έλεγχος και μάλιστα με τη μορφή της εισφοράς, δηλαδή της παροχής ή ακόμα και της ελεημοσύνης σε σχέση με τα κέρδη τους. Και βέβαια στην πρόσφατη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, τόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ που προσδοκά να είναι η επόμενη, ούτε που σκέφτονται να θέσουν ζήτημα για το άρθρο που προβλέπει τις φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών.
Όλα αυτά την ίδια στιγμή που οι Έλληνες εφοπλιστές είδαν την αξία των πλοίων τους να ξεπερνά για πρώτη φορά το φράγμα των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, υπολογίζεται στα 105,22 δις δολάρια σύμφωνα με τη λίστα της Vesselvalue (μια διεθνής πλατφόρμα δεδομένων που προσδιορίζει αποτιμήσεις πλοίων κ.λπ) και η οποία δημοσιεύτηκε στη γερμανική εφημερίδα DieWelt. «Πρόκειται γενικώς για την πρώτη φορά που μια χώρα διαθέτει τόσο μεγάλης αξίας φορτηγά πλοία. Σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες αύξησαν για άλλη μια φορά το ποσό της αξίας των πλοίων τους κατά 5,5 δις δολάρια (4,8 δις ευρώ)». Αυτής της τάξης είναι τα κέρδη των Ελλήνων εφοπλιστών, τα οποία εξασφάλισαν με τη συνδρομή και της σημερινής κυβέρνησης. Παράλληλα ξηλώνουν παραπέρα τα εργασιακά δικαιώματα των ναυτεργατών, προσπαθούν να επεκτείνουν τη μαύρη ανασφάλιστη εργασία σε όλες τις κατηγορίες πλοίων, αρνούνται να υπογράψουν ΣΣΕ από το 2010, απολαμβάνουν παχυλές επιδοτήσεις, απίθανα προνόμια, πάνω από 50 φοροαπαλλαγές, ακόμα και αφορολόγητο πετρέλαιο, την ώρα που πλήθος λαϊκών οικογενειών αδυνατεί να πληρώσει πετρέλαιο για να ζεσταθεί.
Και βέβαια ο πρωθυπουργός παρουσίασε τη νέα συμφωνία που έκλεισε με τους εφοπλιστές ως σπουδαίο γεγονός και μεγάλη ευεργεσία από μέρους τους. Όπως τόνισε «όλοι γνωρίζουν ότι με βάση το Σύνταγμα και την κείμενη νομοθεσία θα μπορούσατε να είχατε αποφύγει και οποιαδήποτε συνεισφορά… το γεγονός ότι αντιλαμβάνεστε την ανάγκη να στηριχτεί η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, την ενίσχυση της δημοσιονομικής μας ικανότητας, σηματοδοτεί την εθνική ευθύνη που συμμερίζεστε να βγούμε από την κρίση»...