Ένα από τα πρώτα εργασιακά μέτρα που θέσπισε η κυβέρνηση με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 11.3.2020 ήταν «η εξ αποστάσεως εργασία», την οποία ο εργοδότης με απόφασή του μπορεί να επιβάλει σε εργαζόμενους. Το μέτρο αναγγέλθηκε ως «έκτακτο και προσωρινό» αλλά εξακολουθεί να παραμένει σε ισχύ.
Στη συζήτηση που έγινε στις 30.4.2020 στη Βουλή, για τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, ο Κυρ. Μητσοτάκης, στην κεντρική ομιλία του, τόνισε ότι: «Η τηλεργασία, η ηλεκτρονική εκπαίδευση, η σύμπραξη Πολιτείας και ιδιωτών σε κοινωνικούς στόχους μπορεί να αποτελούσαν όλα αυτά προγραμματικές μας δεσμεύσεις. Όμως η μάχη κατά του κορονοϊού τις κατέστησε επείγουσες δράσεις. Διαμόρφωσαν ένα θετικό κεκτημένο για το σήμερα, αλλά και ένα κεφάλαιο προόδου για το αύριο».
Λίγες μέρες αργότερα (11.5.2020) με την τοποθέτησή του σε τηλεδιάσκεψη για την υγιεινή και την ασφάλεια με «κοινωνικούς εταίρους» (ΓΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) και στελέχη του υπουργείου Εργασίας, θα επαναλάβει πως: «Έχουμε πει ότι θέλουμε να κρατήσουμε -όπου γίνεται- το κεκτημένο της τηλεργασίας, διότι αποδείξαμε αυτούς τους μήνες ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να εργαζόμαστε και να είμαστε παραγωγικοί».
Η εφαρμογή της εξ αποστάσεως εργασίας προωθήθηκε με αφορμή την επιδημία αλλά, όπως γίνεται φανερό, η κυβερνητική πρόθεση είναι αυτό το μέτρο να παραμείνει. Αντιγράφοντας το μοτίβο της φιλο-μνημονιακής προπαγάνδας που «αναγνώριζε» στα μνημόνια το «θετικό έργο» ότι «έφεραν εκσυγχρονισμούς» που «έπρεπε να έχουν εφαρμοστεί από χρόνια», η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να εμφανίσει κατ’ ανάλογο τρόπο και την εφαρμογή της τηλεργασίας που την προβάλλει ως «κεφάλαιο προόδου» και ως «θετικό κεκτημένο» της πολιτικής της για την υγειονομική κρίση το οποίο «θέλει να το κρατήσει».
★★★
Η τηλεργασία είναι εργασία που παρέχει ο εργαζόμενος στον εργοδότη όχι στο χώρο εργασίας που διαθέτει η επιχείρησή του αλλά από άλλο εξωτερικό χώρο, με τη χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών. Αυτή τη μορφή οργάνωσης και εκτέλεσης εργασίας -μόλις κατακτήθηκε η σχετική τεχνολογία- τα κεφαλαιοκρατικά κέντρα διεθνώς επεδίωξαν να την εντάξουν στον μηχανισμό της καπιταλιστικής οικονομίας, βλέποντας ότι μπορούν να την αξιοποιήσουν ως εργαλείο αύξησης της εκμετάλλευσης και της εποπτείας των εργαζομένων.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ΕΕ, κυβερνήσεις, εργοδοτικές οργανώσεις από χρόνια έχουν ξεκινήσει να την προωθούν: Το 2001 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε τους «κοινωνικούς εταίρους» στην Ευρωπαϊκή Ένωση να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή της τηλεργασίας, παρουσιάζοντας την τηλεργασία ως «πέρασμα στην οικονομία και την κοινωνία της γνώσης» και ως «ένα μέσο για τους εργαζόμενους να συμφιλιώσουν επαγγελματική και κοινωνική ζωή και να τους δοθεί μια μεγαλύτερη αυτονομία στην επιτέλεση του έργου». Η ΕΕ κατατάσσει την τηλεργασία στις «ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας» και την προωθεί με τους ίδιους προπαγανδιστικούς εξωραϊσμούς πού χρησιμοποιεί για τις λεγόμενες ελαστικές σχέσεις εργασίας (μερική απασχόληση, ελαστικό ωράριο, εκ περιτροπής εργασία κλπ).
Στην Ελλάδα η πρώτη θεσμοθέτηση της τηλεργασίας έχει γίνει πριν 14 χρόνια, με τη συναίνεση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, η οποία συμφώνησε με τις εργοδοτικές οργανώσεις σε ένα πλαίσιο για την εφαρμογή της, που αποτέλεσε προσάρτημα της ΕΓΣΣΕ 2006-2007. Με αυτή τη συμφωνία, η εφαρμογή της τηλεργασίας έχει «οικειοθελή χαρακτήρα» και μπορεί να γίνει με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ εργοδότη -εργαζόμενου.
Η τηλεργασία, στη συνέχεια, αποτέλεσε ένα από τα πολλά αντεργατικά άρθρα του μνημονιακού νόμου 3846/2010 για «εργασιακά και ασφαλιστικά θέματα». Το άρθρο 5 αναφέρεται στο περιεχόμενο της κατάρτισης σύμβασης εργασίας για τηλεργασία (τρόπος υπολογισμού της αμοιβής, τρόπος μέτρησης του χρόνου εργασίας κλπ) και εισάγει επιπλέον τους όρους της «τηλεετοιμότητας» του εργαζόμενου και του καθορισμού «των χρονικών ορίων και προθεσμιών ανταπόκρισης του μισθωτού» (δηλαδή να είναι ο εργαζόμενος διαθέσιμος ανά πάσα ώρα να ανταποκριθεί άμεσα σε εργασία που απαιτεί ο εργοδότης).
Ο ΣΕΒ επανειλημμένα έχει πιέσει και πιέζει για την εφαρμογή της τηλεργασίας. Στις αρχές του 2019 έκδωσε και σχετικό ειδικό Δελτίο στο οποίο τόνιζε την ανάγκη για «βελτιώσεις στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο με σκοπό την ενίσχυση του θεσμού της τηλεργασίας» από την εφαρμογή της οποίας ο ΣΕΒ, όπως σημειώνει σε αρθρογραφία του, προσδοκά «αύξηση της παραγωγικότητας μέχρι και 50%, προσέλκυση και διατήρηση προσωπικού νεότερων ηλικιών, μείωση των λειτουργικών εξόδων, αλλά και μείωση εκτάκτων απουσιών».
Η υγειονομική κρίση χρησιμοποιήθηκε σαν ευκαιρία για να σπρωχτεί από την κυβέρνηση νομοθετικά ένα βήμα παραπέρα η τηλεργασία: με την ΠΝΠ της 11.3.2020 η εφαρμογή της δεν είναι οικειοθελής. Δεν απαιτεί, δηλαδή, και τη συμφωνία του εργαζόμενου αλλά ο εργοδότης δύναται με απόφασή του, μονομερώς, να την επιβάλει στους εργαζόμενους. Εντάσσεται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη και ο εργαζόμενος υποχρεώνεται να δεχτεί τη μεταβολή του τόπου παροχής της εργασίας του.
Η κυβέρνηση της ΝΔ θέλει να μονιμοποιήσει την τηλεργασία και με αυτή την επιπλέον αντεργατική μεταβολή του τρόπου εφαρμογής της.
★★★
Είναι, πραγματικά, πρόκληση η τηλεργασία να πλασάρεται από την εργοδοσία, την κυβέρνηση και την ΕΕ ως μια «ευέλικτη διευθέτηση της εργασίας», ωφέλιμη και για τον εργαζόμενο γιατί τάχα «διευκολύνει» και «συμφιλιώνει»(!) την «επαγγελματική και κοινωνική ζωή» του και του δίνει «μεγαλύτερη αυτονομία στην εργασία», όταν ο ΣΕΒ:
- κυνικά ομολογεί ότι με την τηλεργασία θα πετύχει να δίνει μικρότερους μισθούς (με την προσέλκυση και διατήρηση προσωπικού νεότερων ηλικιών), να μεταφέρει μέρος του κόστους λειτουργίας της επιχείρησης στους (τηλ)εργαζόμενους (μείωση των λειτουργικών εξόδων), να αντλεί περισσότερο χρόνο εργασίας από τους εργαζόμενους (μείωση απουσιών).
- ωμά δηλώνει ότι με την τηλεργασία θα αυξήσει την καπιταλιστική παραγωγικότητα μέχρι και 50%(!), ποσοστό που σημαίνει ένα τεράστιο μεγάλωμα της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και αντίστοιχα των καπιταλιστικών κερδών.
Στην πραγματικότητα το κυβερνητικό μέτρο γενικής εφαρμογής της τηλεργασίας με απόφαση του εργοδότη ανοίγει μια νέα μεγάλη αντεργατική κερκόπορτα, με πολλαπλούς κινδύνους και αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους:
❑ Η μετατροπή της σχέσης εργασίας που παρέχεται στο χώρο της επιχείρησης σε σχέση τηλεργασίας που παρέχεται από το σπίτι δίνει στον εργοδότη μεγαλύτερη ευχέρεια να εκμεταλλεύεται τον εργαζόμενο. Του δίνει την δυνατότητα να διευρύνει τον χρόνο δέσμευσης του εργαζόμενου για εργασία (τηλετοιμότητα) και να τον έχει στην υπηρεσία και σε ώρες εκτός κανονικού ωραρίου και κανονικών εργάσιμων ημερών.
❑ Με την τηλεργασία στο σπίτι μεταφέρεται μέρος των λειτουργικών δαπανών της επιχείρησης στον εργαζόμενο που διαθέτει για δουλειά της επιχείρησης ένα τμήμα της κατοικίας του. Ο εργοδότης απαλλάσσεται από λειτουργικά έξοδα (λιγότερες δαπάνες για χρησιμοποίηση χώρων εργασίας, για αγορά και συντήρηση εξοπλισμού, για αναλώσιμα κλπ), η μείωση των οποίων αυξάνει το επιχειρηματικό κέρδος.
❑ Η τηλεργασία, εκτός του ότι μετακυλίει στον εργαζόμενο μέρος του λειτουργικού κόστους της επιχείρησης, μεταφέρει σε αυτόν και τη μέριμνα για την τήρηση των όρων υγιεινής και ασφάλειας για την εργασία που απαιτεί ο εργοδότης. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο σήμερα (άρθρο 8 του προσαρτήματος της ΕΓΣΣΕ 2006-2007) ορίζει ότι «ο τηλεργαζόμενος εφαρμόζει τις ισχύουσες διατάξεις για την ασφάλεια στην εργασία». Δηλαδή, για ένα ατύχημα στην εργασία έχει ατομική ευθύνη ο εργαζόμενος σε αντίθεση με ό,τι ισχύει όταν η εργασία παρέχεται στο χώρο εργασίας της επιχείρησης. Και αυτό βέβαια έχει συνέπεια και στην αποζημίωση που δικαιούται ο εργαζόμενος.
Πέρα από αυτή την καταστρατήγηση εργασιακού-ασφαλιστικού δικαιώματος, η μεταπήδηση ενός μισθωτού εργαζόμενου σε θέση τηλεργαζόμενου μπορεί να επιφέρει και στέρηση και άλλων δικαιωμάτων: των υπερωριών, της άδειας λόγω ασθένειας, της γονικής άδειας, της άδειας διακοπών κλπ.
Οι αρνητικές επιπτώσεις στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα του εργαζομένου απειλούνται να γίνουν πολύ μεγαλύτερες από την μετατροπή μιας μισθωτής σχέσης εργασίας σε σχέση τηλεργασίας για δυο λόγους:
Πρώτο, γιατί επέρχεται μια μεγαλύτερη εξατομίκευση της σχέσης εργοδότη-εργαζόμενου στα πλαίσια της οποίας η διαπραγματευτική θέση του εργαζόμενου αποδυναμώνεται. Ο εργαζόμενος περιέρχεται σε μια θέση που είναι πιο ευάλωτος στις εργοδοτικές πιέσεις για μείωση μισθού, για εντατικοποίηση της εργασίας και για καταπάτηση του ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας. Δημοσιεύματα αναφέρουν πως «χιλιάδες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν νέα βάρη αλλά και αδιέξοδα, δουλεύοντας σε καθεστώς τηλεργασίας. Για κάποιους η υπέρβαση ωραρίων αλλά και η εργασία σε ημέρα ρεπό έχει γίνει καθημερινότητα». Ήδη, ήλθε στο φως της δημοσιότητας καταγγελία ότι εργοδοσία ζητάει να υπογράψουν εργαζόμενοι τροποποιημένες συμβάσεις που συμπεριλαμβάνει όρους όπως: «να έχει έλεγχο στο χώρο του σπιτιού και να μας βάλουν κάμερα, ώστε να ελέγχουν ότι τηρούνται οι πολιτικές της εταιρείας, με την πρόφαση προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πελατών». «Ο μισθωτός θα πρέπει να διατηρεί τον διακριτό χώρο εργασίας στο σπίτι ήρεμο, τακτοποιημένο και χωρίς θορύβους». «Ο εργαζόμενος θα πρέπει να διαθέτει γρήγορη σύνδεση στο διαδίκτυο και όσοι μένουν μαζί του στο σπίτι να μην χρησιμοποιούν το Ίντερνετ κατά τη διάρκεια του οκταώρου»!
Δεύτερο, γιατί η τηλεργασία χρησιμοποιείται σαν μέθοδος μετατροπής της μισθωτής απασχόλησης σε αυτοαπασχόληση. Στα πλαίσια της τηλεργασίας η μισθωτή σχέση εργασίας μπορεί πιο εύκολα να αμφισβητηθεί από τον εργοδότη και ο εργαζόμενος να οδηγηθεί σε μια «γκρίζα» σχέση εργασίας στην οποία η παροχή μισθωτής εργασίας να πάρει τη μορφή σύμβασης ανεξάρτητης εργασίας, αφαιρώντας από τον εργαζόμενο ουσιώδη δικαιώματα που έχει ως μισθωτός (ασφαλιστικά δικαιώματα, δικαίωμα αποζημίωσης από απόλυση κλπ). Ανοίγει, έτσι, και ο δρόμος η μισθωτή εργασία με κανονικό ωράριο και κανονικές εργάσιμες μέρες να μετασχηματισθεί σε εργασία με το κομμάτι, σε μερική απασχόληση, σε απασχόληση με ελαστικοποιημένο ωράριο κ.ο.κ.
★★★
Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα είναι το ότι η τηλεργασία αποκόπτει τον εργαζόμενο από το χώρο εργασίας και την καθημερινή άμεση εργασιακή και κοινωνική επαφή με τους συνάδελφους του που δουλεύουν κάτω από τον ίδιο εργοδότη. Αυτό, πέρα από τις επαγγελματικές συνέπειες που έχει πάνω του, τον αποξενώνει και κάνει πιο δύσκολη τη συμμετοχή του σε συλλογικές - συνδικαλιστικές διεργασίες και δράσεις.
Η τηλεργασία προκαλεί μια ακόμα κατηγοριοποίηση ανάμεσα στους εργαζόμενους (εργαζόμενοι στο χώρο εργασίας της επιχείρησης - τηλεργαζόμενοι) και -καθώς στηρίζεται και σε πρόσθετη ατομική σύμβαση εργασίας με τον εργοδότη- εντείνει τις διαφοροποιήσεις στους όρους παροχής εργασίας καλλιεργώντας ενδοεργασιακές αντιθέσεις. Πάνω στη βάση αυτή προσθέτει δυσκολίες στη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων. Αυτός είναι ένας ακόμη πολύ ουσιαστικός λόγος που επιδιώκει την εφαρμογή της η εργοδοσία, η οποία βλέπει στην τηλεργασία ένα μέσο πιο άμεσου και στενού ελέγχου των εργαζομένων.
Η τηλεργασία στο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης ασκεί αρνητική επίδραση σε όλη την κοινωνική ζωή γιατί προωθεί την εξατομίκευση της κοινωνικής εργασίας, σπάει τα όρια μεταξύ εργάσιμου και ελευθέρου χρόνου του εργαζομένου, ανάμεσα στη εργασιακή και την οικογενειακή και ιδιωτική ζωή του εργαζόμενου. Πάντα σε βάρος του δευτέρου, καθώς στην καπιταλιστική οικονομία η τηλεργασία ως μορφή οργάνωσης και εκτέλεσης της εργασίας εφαρμόζεται πάνω στην αρχή ο εργοδότης να έχει στη διάθεσή του τον εργαζόμενο όπου, όποτε, όσο και όπως το απαιτεί η κερδοσκοπική δραστηριότητά του.
Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί ότι με την εξ αποστάσεως εργασία ο εργοδότης μπορεί να έχει μεγαλύτερη δεξαμενή άντλησης εργατικής δύναμης, αφού η παροχή εργασίας αποδεσμεύεται από περιορισμούς χώρου και απόστασης, γεγονός που δυναμώνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργαζόμενους για τη διατήρηση ή διεκδίκηση μιας θέσης εργασίας και, ταυτόχρονα, την πίεση για αποδοχή της μείωσης του μισθού προκειμένου να κερδηθεί ή να κρατηθεί μια θέση εργασίας από τον εργαζόμενο.
Δεν πρέπει, τέλος, να διαφεύγει ότι η γενικευμένη εφαρμογή της τηλεργασίας ανοίγει μεγάλες μπίζνες για τις πολυεθνικές εταιρείες που διαθέτουν την τεχνολογία εφαρμογής της, οι οποίες ασκούν και γι’ αυτό το λόγο τη δικιά τους επιρροή για να θέσουν οι κυβερνήσεις σε εφαρμογή αυτό το μέτρο.
Η σημερινή προσπάθεια επιβολής της εξ αποστάσεως εργασίας, σε συνθήκες ογκούμενης οικονομικής κρίσης, αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα πώς η νέα τεχνολογία στις συνθήκες του καπιταλιστικού συστήματος μετατρέπεται όχι σε μέσο διευκόλυνσης της ζωής και της εργασίας των εργαζομένων αλλά σε μέσο μεγαλώματος του ελέγχου και της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Ως ένα τέτοιο μέσο καλούνται οι εργαζόμενοι να το αντιμετωπίσουν και να αποκρούσουν την κυβερνητική προσπάθεια να το παγιώσει, και όχι από τη σκοπιά που το αποδέχεται και που προβάλλει η ηγεσία της ΓΣΕΕ: η οποία αφού από το 2006 συμφώνησε με τους μεγαλοβιομήχανους και υιοθέτησε με την ΕΓΣΣΕ την ευρωπαϊκή οδηγία για την τηλεργασία, τώρα ξανά στην τηλεδιάσκεψη με τον πρωθυπουργό έσπευσε, με συναινετικό πνεύμα για το μέτρο της «εξ αποστάσεως εργασίας» που επέβαλε λαθραία η κυβέρνηση μέσα στην επιδημία, να ζητήσει «διαβούλευση» και «νομοθέτησή» του. Αυτό που, ουσιαστικά, επιθυμούν και η κυβέρνηση και ο ΣΕΒ.