Σε ρόλο αποθρασυμένου παγκόσιου χωροφύλακα και απροκάλυπτου κήρυκα του διεθνούς τραμπουκισμού, εμφανίστηκε ο επικεφαλής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Ο Τραμπ εκτόξευσε απολυταρχικές νουθεσίες και πολεμικές απειλές κατά πάντων, ενώ στο όνομα της προάσπισης των αμερικανικών συμφερόντων, του δόγματος «πρώτα η Αμερική», απαξίωσε κάθε διεθνή οργανισμό που δεν συνάδει με τις προδιαγραφές των αμερικάνικων επιλογών, φορτώνοντας το οικονομικό βάρος στις πλάτες των άλλων χωρών.
Στον ενάμιση χρόνο διακυβέρνησης Τραμπ, οι ΗΠΑ προχώρησαν στην παραβίαση και κατάργηση κρίσιμων συνθηκών και συμφωνιών, που ρύθμιζαν τις σχέσεις τους με άλλα κράτη, όπως η Συμφωνία για την Κλιματική Αλλαγή, η Συμφωνία των ΗΠΑ με τις χώρες του Ειρηνικού στην Ασία (ΤΡΡ), η συμφωνία Ευρώπης – ΗΠΑ (ΤΤΙΡ), ενώ καταπατώντας κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας και αχρηστεύοντας τον ΟΗΕ, προχώρησαν στην καταπάτηση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και στη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κλίμα γενικευμένης ανάφλεξης σε όλη τη Μέση Ανατολή και νέας σφαγής των Παλαιστινίων από τους δήμιους Ισραηλινούς.
Την ίδια ώρα μαίνεται η εσωτερική κρίση με αφορμή την επικύρωση του διορισμού του δικαστή Κάβανο στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, επιβεβαιώνοντας ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις στο εσωτερικό τους είναι βαθιά διχασμένες και η στρατηγική τους σ’ όλους τους τομείς (στην κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική) βρίσκεται σε κρίση.
Ωστόσο ο Τραμπ κόμπασε ότι οι ΗΠΑ «είναι ισχυρότερες, ασφαλέστερες και πλουσιότερες» από τότε που ανέλαβε τη διακυβέρνηση. Πρόβαλε το «απόλυτο» πλεονέκτημά τους για την ανάκτηση της ηγεμονικής τους θέσης στην παγκόσμια σκηνή, υπογραμμίζοντας ότι έχει «εξασφαλίσει χρηματοδότηση ρεκόρ για τον στρατό μας - 700 δισεκατομμύρια δολάρια φέτος και 716 δισεκατομμύρια δολάρια το επόμενο έτος».
Ταυτόχρονα με την επίδειξη της αμερικανικής υπεροπλίας, προκειμένου να δέσει πιο σφικτά στο άρμα του πρόθυμους συμμάχους και να αποτρέψει κάθε αμφισβήτηση της ηγεμονίας του, πρόσθεσε ότι ανέθεσε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ να επανεξετάσει όλες τις υποθέσεις χορήγησης ξένης βοήθειας, ξεκαθαρίζοντας ότι θα δοθούν μόνο «σε όσους μας σέβονται και είναι ειλικρινά φίλοι μας».
Δικαιολόγησε την επιλογή της κυβέρνησής του να αποχωρήσει από σημαντικές διεθνείς συνθήκες και οργανισμούς, (τη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, τη Συνθήκη του ΟΗΕ για τη Μετανάστευση, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) ενώ επιτέθηκε και στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, στο όνομα της «κυριαρχίας και ανεξαρτησίας μας» και εφόσον ο ΟΗΕ δεν υιοθέτησε τις προτάσεις για το «σαφές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» που πρότεινε η Ουάσιγκτον. Ανακοίνωσε επίσης πως στο εξής η αμερικανική χρηματοδότηση των ειρηνευτικών αποστολών του ΟΗΕ περιορίζεται στο 25%, ώστε να αναγκαστούν «και άλλες χώρες να επωμιστούν το βάρος».
Περηφανεύτηκε για την Κορεατική Χερσόνησο, όπου μετά τη Συνάντηση Κορυφής της Σιγκαπούρης ισχυρίστηκε ότι δρομολογούνται «ενθαρρυντικά μέτρα που λίγοι θα μπορούσαν να φανταστούν πριν λίγο καιρό». Επισημαίνοντας όμως ότι δεν θα αρθούν οι κυρώσεις σε βάρος της Β. Κορέας μέχρι την πλήρη τήρηση των συμφωνιών, ενώ στη συνέντευξη τύπου που έδωσε στον ΟΗΕ, απαντώντας στην κριτική της αντιπολίτευσης ότι έκανε μεγάλες παραχωρήσεις, αναρωτήθηκε με αποκαλυπτική αφέλεια «Δεν έδωσα τίποτα – παρά μόνο τη συνάντηση [στη Σιγκαπούρη]. Τι τους έδωσα;».
Αυτή η αντιμετώπιση βρήκε την άμεση αντίδραση Πεκίνου - Μόσχας που ζητούν σταδιακή χαλάρωση των κυρώσεων σε βάρος της Πιονγιάνγκ. Χαρακτηριστική και η τοποθέτηση στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, του υπουργού Εξωτερικών της Λ.Δ. Κορέας, Ρι Γιονγκ Χο, ότι η αποπυρηνικοποίηση θα πρέπει να εφαρμοστεί παράλληλα με τις «προσπάθειες οικοδόμησης εμπιστοσύνης» με λήψη μέτρων «βήμα προς βήμα» και κατάληξε επισημαίνοντας ότι: «Η εφαρμογή της κοινής δήλωσης είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ. Αν γίνει θύμα της εσωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, το κύριο θύμα θα είναι και οι ΗΠΑ».
Σχετικά με τη «σπαραξικάρδια τραγωδία» της Συρίας, όπως τη χαρακτήρισε υποκριτικά, που οι ίδιες οι ΗΠΑ προκάλεσαν, ανάφερε ότι είναι στις αμερικανικές επιδιώξεις «η αποκλιμάκωση των στρατιωτικών συγκρούσεων, μαζί με μια πολιτική λύση που τιμά τη θέληση του συριακού λαού», προθέτοντας όμως απειλητικά και δίχως σπαραγμό ότι: «να είστε σίγουροι, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απαντήσουν εάν αναπτυχθούν χημικά όπλα από το καθεστώς Άσαντ».
Στοχοποιώντας το Ιράν σαν τον υπ’ αριθμό ένα εχθρό της περιοχής που απειλεί... ακόμα και τα σύνορα των ΗΠΑ, σύνδεσε την ανθρωπιστική κρίση στη Συρία με «τη διεφθαρμένη δικτατορία» του Ιράν και κλιμακώνοντας τη ρεβανσιστική γραμμή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε βάρος της Τεχεράνης, απέδωσε στους ηγέτες του Ιράν ότι σπέρνουν «το χάος, το θάνατο και την καταστροφή... στη Μέση Ανατολή και πολύ πιο πέρα». Παράλληλα ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ «έχουν ξεκινήσει μια εκστρατεία οικονομικής πίεσης», που θα κλιμακωθεί από τις 5 Νοέμβρη, για την απομόνωση του Ιράν και την επιβολή της κατάργησης της συμφωνίας του 2015.
Καταπατώντας όλες τις διεθνείς πολυμερείς και διμερείς συμφωνίες αποδεσμεύει μονομερώς τις ΗΠΑ ισχυριζόμενος ότι την καθιστούν όμηρο «παλαιών δογμάτων, αναξιόπιστων ιδεολογιών...όχι μόνο για θέματα ειρήνης, αλλά και για θέματα ευημερίας», επαναδιαπραγματεύεται πιο συμφέροντες όρους για τα αμερικανικά μονοπώλια. Στα πλαίσια αυτά αναθεώρησε την εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-Ν.Κορέας και πρόσφατα την τριμερή συμφωνία με Μεξικό και Καναδά στα απομεινάρια της ΝΑFTA. «Και αυτό είναι μόνο η αρχή», δήλωσε
Στην κατεύθυνση αυτή έβαλε στο στόχαστρο την Κίνα, τον κύριο ανταγωνιστή του στο διεθνές οικονομικό πεδίο. Ο Τραμπ υποστήριξε: «Οι ΗΠΑ έχασαν πάνω από 3 εκατομμύρια εργοστάσια παραγωγής, σχεδόν το ένα τέταρτο όλων των θέσεων εργασίας χάλυβα και 60.000 εργοστάσια μετά την ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ. Έχουμε στοιβάξει 13 δισεκατομμύρια δολάρια σε εμπορικά ελλείμματα τις τελευταίες δύο δεκαετίες» και κατέληξε: «Οι ΗΠΑ μόλις ανακοίνωσαν δασμούς για άλλα 200 δισεκατομμύρια δολάρια σε κινεζικά προϊόντα για συνολικά, μέχρι στιγμής, 250 δις δολάρια. ... Οι στρεβλώσεις της αγοράς της Κίνας και ο τρόπος αντιμετώπισής τους δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές».
Είχε λόγο και για τον ΟΠΕΚ, που, πέρα από τις λεγόμενες αγορές, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών του πετρελαίου παίζει η αμερικανική παρέμβαση με τις πολεμικές αναφλέξεις, τις κυρώσεις και «προτροπές» που επιβάλει. Το Ιράν, η Βενεζουέλα, οι ρώσικοι αγωγοί και το χάος των πολέμων, που οι ίδιοι προκαλούν, σε Ιράκ, Λιβύη και Συρία επηρεάζουν την ανοδική πορεία των τιμών της ενέργειας. «Ο ΟΠΕΚ και τα έθνη του ΟΠΕΚ, ως συνήθως, εκμεταλλεύονται-γδέρνουν τον υπόλοιπο κόσμο και δεν μου αρέσει. Σε κανένα δεν πρέπει να αρέσει. Προασπίζουμε πολλά από αυτά τα έθνη για το τίποτα και στη συνέχεια επωφελούνται από εμάς δίνοντάς μας υψηλές τιμές πετρελαίου» διαπιστώνει, για να προβάλει την πάγια γραμμή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με την ψευδεπίγραφη ταμπέλα της «ενεργειακής ασφάλειας για τον εαυτό μας και για τους συμμάχους μας» και να πλασάρει το δικό του εμπόρευμα διαλαλώντας, από το πόντιουμ του ΟΗΕ, ότι «Έχουμε γίνει ο μεγαλύτερος παραγωγός ενέργειας οπουδήποτε στο πρόσωπο της Γης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι έτοιμες να εξάγουν άφθονη, προσιτή ποσότητα πετρελαίου, καθαρού άνθρακα και φυσικού αερίου». Αποκαλυπτική παραδοχή για το ποιοι είναι οι γδάρτες του πλανήτη, που απαιτούν να αρπάζουν τον πλούτο των χωρών και να τον διαχειρίζονται κατά το συμφέρον τους. Γι’ αυτή την ευημερία ενδιαφέρονται.
Έτσι διαχωρίζει τα ευρωπαϊκά κράτη που απεξαρτώνται από τη Ρωσία, συγχαίροντας την Πολωνία για την κατασκευή του ενεργειακού αγωγού Βαλτικής ενώ κάνει συστάσεις στη Γερμανία ότι «θα εξαρτηθεί εντελώς από τη ρωσική ενέργεια εάν δεν αλλάξει αμέσως την πορεία της».
Με διαφορετικό τρόπο αντιμετωπίζει όμως τη γειτονιά του. Εκεί η εμπιστοσύνη σε έναν μόνο ξένο προμηθευτή δεν κινδυνεύει να αφήσει ένα έθνος ευάλωτο σε εκβιασμούς και εκφοβισμούς. Γιατί πρόκειται για τις ΗΠΑ, που έχουν καταδυναστεύσει ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, που ευθύνονται για δεκάδες, επεμβάσεις και πραξικοπήματα, σε βάρος όλων των χωρών της «αυλής» τους. Αυτό το καθεστώς, με περισσό θράσσος θέλει να επαναφέρει τονίζοντας ότι «απορρίπτουμε την παρέμβαση των ξένων εθνών σ’ αυτό το ημισφαίριο και στις δικές μας υποθέσεις».
Γι’ αυτό Κούβα και Βενεζουέλα μπαίνουν στο στόχαστρο. Χαλάνε την ιμπεριαλιστική βιτρίνα. Αναφερόμενος στη Βενεζουέλα είπε: «Πριν από λίγο καιρό η Βενεζουέλα ήταν μια από τις πλουσιότερες χώρες της Γης. Σήμερα, ο σοσιαλισμός έχει χρεοκοπήσει το έθνος πλούσιο σε πετρέλαιο και οδήγησε τους ανθρώπους του σε άθλια φτώχεια». Αυτός που πραγματικά ευθύνεται για τη φτώχεια του λαού της χώρας δεν είναι το καθεστώς του Μαδούρο, αλλά οι συνεχείς και ασφυκτικές κυρώσεις που εφαρμόζει η αμερικάνικη υπερδύναμη. Τώρα αναγγέλλει πρόσθετες κυρώσεις και καλεί σε «αποκατάσταση» της Δημοκρατίας στη Βενεζουέλα, ενώ λίγο αργότερα εκτίμησε ότι «ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο ενδέχεται να ανατραπεί πολύ γρήγορα από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του».