Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πορεία», Τεύχος 50, που κυκλοφορεί
Όταν πια η κυβέρνηση Μητσοτάκη βεβαιώθηκε πως η πανδημία στη χώρα μας είναι σε ύφεση και τα θύματά της αποτελούν ένα μάλλον διαχειρίσιμο -επικοινωνιακά- μέγεθος, έσπευσε, κυρίως στα social media αλλά και κατά τον κοινοβουλευτικό διάλογο -σε αυτόν τον λίγο που διεξήχθη- να θέσει ενώπιον του ελληνικού λαού ένα ερώτημα που θα αναδείκνυε υποτίθεται τον Κ. Μητσοτάκη σε αδιαφιλονίκητο Σωτήρα και Μεσσία του λαού και του τόπου. Το ερώτημα απλό και βολικό: Τι θα γινόταν αν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αντί της ΝΔ, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση;
Πρώτα από όλα, ας σταθούμε στην πολιτική αχαριστία του ερωτήματος. Πώς μετά από ένα τέτοιο κρεσέντο «υπευθυνότητας», «στάσης ευθύνης» και «εθνικής ομοψυχίας» από μέρους του ΣΥΡΙΖΑ έρχεσαι και θέτεις τέτοιο, γεμάτο υπονοούμενα, ερώτημα στην αξιωματική αντιπολίτευση; Τουλάχιστον πισώπλατη μαχαιριά...
Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάζεται να απαντήσει, θυμίζοντάς μας, μετά από αρκετό καιρό, πως δεν συγκυβερνά με τη ΝΔ αλλά την αντιπολιτεύεται, με ή χωρίς εισαγωγικά. Τον δύσκολο ρόλο ανέλαβε ο Αλέξης Τσίπρας με άρθρο του σε εφημερίδα.
Τι θα γινόταν λοιπόν αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση;
Αναφορικά με την υγειονομική κρίση, είναι χαρακτηριστικό πως ο Αλέξης Τσίπρας αποδέχεται ευθύς εξαρχής πως η χώρα θα έμπαινε σε καραντίνα και σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «όπως σε όλο τον κόσμο». Τι κι αν εγείρονται σημαντικά ερωτήματα για την επιστημονική βάση που έχει ο κατ’ οίκον περιορισμός υγειών στην πλειονότητά τους ανθρώπων που ελλείψει τεστ βαφτίζονται ασθενείς, τι κι αν τα περιοριστικά μέτρα της καραντίνας χρησιμοποιήθηκαν καταχρηστικά από την κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και από άλλες κυβερνήσεις του κόσμου, καταπατώντας δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, για τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι κάτι σαν θέσφατο. Βέβαια, σε μια πιθανή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ισχυρίστηκε πως θα γινόντουσαν περισσότερα τεστ (άγνωστο πόσα), θα προσλαμβανόντουσαν 4.000 περισσότεροι γιατροί και νοσηλευτές, θα γινόταν διατίμηση στα μέτρα προστασίας και θα δίνονταν βάρος στην επάρκεια σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Επίσης ισχυρίζεται πως η χώρα μας δεν θα ήταν η τελευταία σε έκτακτες δαπάνες ενίσχυσης του Δημοσίου Συστήματος Υγείας και, ταυτόχρονα, θα αξιοποιούσε το περίφημο μαξιλάρι των 37 δις ευρώ. Ας γυρίσουμε πίσω τώρα, στην όχι και τόσο μακρινή περίοδο 2015-2019.
Και τι έγινε όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση;
Αν και φειδωλός στις υποσχέσεις του, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μιλά για προσλήψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό βάζοντας μάλιστα ως στόχο την επάρκεια τους αλλά και για αύξηση των δαπανών που αφορούν το δημόσιο σύστημα υγείας. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κυβερνήσει ποτέ αυτή τη χώρα, όλα τα παραπάνω θα έμοιαζαν σαν τετριμμένες αντιπολιτευτικές υποσχέσεις προς άγραν ψήφων. Μετά όμως από μια 5ετή διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ γεμάτη αντιλαϊκά μέτρα και μνημόνια, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ανερυθρίαστη κοροϊδία.
Κι ας γίνουμε συγκεκριμένοι. Όσον αφορά στο προσωπικό, την περίοδο 2015-2017 είχαμε τη δραματική μείωσή του. Μέσα σε 3 χρόνια αποχώρησαν συνολικά από το σύστημα υγείας 7.097 εργαζόμενοι από τους οποίους κανείς μα κανείς δεν αντικαταστάθηκε. Ταυτόχρονα είχαμε τη διεύρυνση των ελαστικών μορφών εργασίας, με έναν στους πέντε να δουλεύει με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Είναι χαρακτηριστικό πως το 2018, χρονιά που βγήκαμε υποτίθεται από τα μνημόνια, δεν είχαμε ούτε μια πρόσληψη για μόνιμη θέση. Και όλα αυτά συνδυασμένα με τα 30.000 οργανικά κενά που σχεδόν διαχρονικά κατατρέχουν το δημόσιο σύστημα υγείας.
Αναφορικά με τις δαπάνες, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε και πάλι συνέχεια των προηγούμενων κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, ΝΔ. Η κρατική χρηματοδότηση για τις δημόσιες δαπάνες, την περίοδο 2015-2019, μειώθηκε κατά 700 εκατομμύρια ευρώ, ενώ για τον ΕΟΠΥΥ, σε μόλις δύο χρόνια, μειώθηκε κατά 414 εκατομμύρια ευρώ. Ο πρώτος «μεταμνημονιακός» προϋπολογισμός μείωνε την κρατική χρηματοδότηση προς τα δημόσια νοσοκομεία κατά 65 εκατ. ευρώ, ενώ διατηρούσε την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των συνταξιούχων για υγειονομική περίθαλψη κατά 780 εκατ. ευρώ.
Εικόνα ελλείψεων καταγράφηκε και στις νοσοκομειακές κλίνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία, την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ παρέμενε σταθερά κλειστό το 25% των δημόσιων κρεβατιών, ποσοστό που παραμένει αναλλοίωτο τουλάχιστον τα τελευταία 20 χρόνια. Επιπλέον, επί ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχαν μόνο 750 δημόσια κρεβάτια ΜΕΘ από τα οποία λειτουργούσαν μόλις τα 560. Αποκαλυπτικό είναι πως σύμφωνα με τον ΠΟΥ για να καλυφθούν οι ανάγκες ενός πληθυσμού σε εντατική θεραπεία είναι ανάγκη το 10% των συνολικών νοσοκομειακών κλινών ενός νοσοκομείου να είναι ΜΕΘ, κάτι που κάνει σαφές πως για το ελληνικό πληθυσμό είναι αναγκαίες τουλάχιστον 3.500 ΜΕΘ (!). Τέλος κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παρέμειναν τα κενά σε Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας και σε Κέντρα Φυσικής Αποκατάστασης, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε τότε η ΕΕΕΘ.
Η πραγματικότητα έδωσε απαντήσεις σε όσους υποκριτικά ή ειλικρινώς αναρωτιούνταν.
Τόσο η στάση του μετριοπαθούς χειροκροτητή που τήρησε ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην πολιτική της ΝΔ, όσο και τα πεπραγμένα του ειδικά στον τομέα της υγείας, καταδεικνύουν πως είτε με τον έναν είτε με τον άλλον, η πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας θα ήταν περίπου η ίδια.
Οι ελλείψεις σε μέσα προστασίας, σε κλίνες ΜΕΘ, σε διαγνωστικά τεστ, τα κενά στο προσωπικό, η υποχρηματοδότηση αλλά και η «αναγκαία» καραντίνα που λειτουργεί ως αντιστάθμισμα των προηγούμενων, θα ήταν εδώ, όπως ακριβώς συμβαίνει τώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο της διακυβέρνησης πήρε την αποσαθρωμένη δημόσια υγεία και συνέχισε το ξεχαρβάλωμά της. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτή τη φορά από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εν μέσω πανδημίας στηρίζει την πολιτική της ΝΔ που συνοψίζεται σε μπαλώματα στη δημόσια υγεία, δώρα εκατομμυρίων ευρώ στους ιδιώτες και μετακύλιση της κρατικής ευθύνης για τη δημόσια υγεία, που τόσες φορές έχουμε πληρώσει, στο λαό και τη νεολαία.
Η πανδημία, πέρα από τις οδυνηρές απώλειες που αφήνει πίσω της, λειτούργησε άκρως αποκαλυπτικά για το πραγματικό περιεχόμενο της αντιλαϊκής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Κωνσταντίνος Μπ.