Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Πορεία, τεύχος 53, που κυκλοφορεί
Μέσα στο κατακαλόκαιρο, η κυβέρνηση πέρασε το νόμο για τη σχολική αυτονομία. Είναι φανερό ότι το ΥΠΑΙΘ και η κυβέρνηση βγάζουν από το συρτάρι τα πιο ανεκπλήρωτα σχέδια του ΟΟΣΑ και του ΣΕΒ, που μέχρι πριν από λίγο καιρό ούτε στα όνειρά τους δεν μπορούσαν να δουν να υλοποιούνται. Το αφήγημα της κυβέρνησης και του Υπουργείου Παιδείας υπόσχεται επιστροφή στην «κανονικότητα» και ένα λαμπρό μέλλον για την ελληνική εκπαίδευση εάν ακολουθηθεί πιστά η φαρμακευτική τους αγωγή. Ποια είναι αυτή; Κοινός τόπος των εκθέσεων της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του εγχώριου ΣΕΒ είναι η απαίτηση για δρομολόγηση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας, αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, γενικευμένη αξιολόγηση στην εκπαίδευση, συρρίκνωση του μορφωτικού υπόβαθρου, προσαρμοστικότητα και εκμάθηση «βασικών δεξιοτήτων». Ο ΟΟΣΑ είναι σαφής: «Δεν θα έχουν όλοι την τύχη να ακολουθήσουν μια καριέρα στον δυναμικό τομέα της ‘’νέας οικονομίας’’. Επομένως τα σχολικά προγράμματα σπουδών δεν γίνεται να είναι σχεδιασμένα σαν να πρόκειται όλοι να φτάσουν τόσο μακριά».
Η αυτονομία είναι το όχημα της ιδιωτικοποίησης – εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης
Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας (που προβάλλεται αρκετά χρόνια τώρα από τη Άννα Διαμαντοπούλου μέχρι και τον λεγόμενο Εθνικό Διάλογο του Αντώνη Λιάκου και από τον Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο μέχρι και τη Νίκη Κεραμέως) είναι ένα «μοντέλο» που δίνει έμφαση στην υιοθέτηση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας, στη διαφοροποίηση του περιεχομένου του σχολείου, στη μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το ψωμί τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς, από κάποιους χορηγούς ή από εμπορική εκμετάλλευση των δομών της σχολικής μονάδας σε τρίτους), στη λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού) και στην ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο. Παράλληλα, η ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στους εκπαιδευόμενους, στους γονείς, στην «τοπική κοινωνία» και στους «παραγωγικούς φορείς» είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτάται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους. Η παιδαγωγική και η διδακτική οδηγούνται στο να υποταχθούν σε μια νέα αντίληψη, που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική, αφού το σχολείο θα λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και πρέπει να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ’ αυτήν την προοπτική.
Έτσι πίσω από τις φλυαρίες περί αυτονομίας προωθούνται μια σειρά αντιδραστικές αλλαγές στο σώμα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Προωθείται το λεγόμενο «πολλαπλό βιβλίο» και προβλέπεται ότι κάθε εκπαιδευτικός θα επιλέγει για το μάθημα που διδάσκει το βιβλίο που επιθυμεί μέσα από το Μητρώο Διδακτικών Βιβλίων που καθιερώνεται. Η εισαγωγή του θεσμού του πολλαπλού βιβλίου στην πραγματικότητα έρχεται να χτυπήσει τον ενιαίο χαρακτήρα των αναλυτικών προγραμμάτων, ενώ την ίδια ώρα έρχεται να ανοίξει πεδίο μεγάλων κερδών για τους εκδοτικούς οίκους.
Πέρα όμως από το χτύπημα του ενιαίου χαρακτήρα του αναλυτικού προγράμματος ενδιαφέρον έχει για το πώς περιγράφει ο νέος νόμος την σχολική αυτονομία: «Ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος της σχολικής μονάδας, μετά από εισήγηση του Συλλόγου Διδασκόντων ή με δική του πρωτοβουλία, δύναται να αποφασίζει τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας με κάθε φορέα που κρίνει σκόπιμο, με σκοπό τη συμμετοχή της σχολικής μονάδας σε προγράμματα και δράσεις πολιτιστικού, αθλητικού, κοινωνικού ή εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος… Τα προγράμματα και οι δράσεις… δύνανται να οργανώνονται και να υλοποιούνται είτε εξ ολοκλήρου από τον συνεργαζόμενο φορέα είτε από κοινού από τον συνεργαζόμενο φορέα και τη σχολική μονάδα». Αυτό που στην πραγματικότητα περιγράφεται εδώ είναι η προετοιμασία για την είσοδο των ιδιωτών στα σχολεία, όπου οι τελευταίοι θα μπορούν να αξιοποιούν τις εγκαταστάσεις του σχολείου.
Πρόκειται για την «αυτονομία» του αγγλοσαξονικού μοντέλου, όπου η εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων οδηγεί στην κατηγοριοποίησή τους, με αυτά που συγκεντρώνουν χαμηλή βαθμολογία να αναζητούν χορηγούς για να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν. Έτσι, η «αυτονομία» του νέου νομοσχεδίου είναι στην πραγματικότητα η προσπάθεια της κυβέρνησης να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να παρέχει αυτή την απαραίτητη χρηματοδότηση στο δημόσιο σχολείο, μεταθέτοντας την ευθύνη της στην ίδια τη σχολική μονάδα για αυτό.
Παναγιώτης Α.