Οι ερμηνείες που δίνονται στις πολιτικές εξελίξεις και στην κατάσταση του λαϊκού κινήματος, οι προτάσεις πολιτικής και μαζικής δράσης που γίνονται πάνω στη βάση αυτών των ερμηνειών είναι και ήταν πάντα συναρτημένες με την πολιτική γραμμή των κομμάτων και των οργανώσεων που τις διατυπώνουν.
Κάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να ειδωθούν οι εκτιμήσεις των κομμάτων και οργανώσεων που αναφέρονται στην Αριστερά για το πολιτικό τοπίο που προέκυψε μετά τις τελευταίες εκλογές. Εκτιμήσεις που ξεκινούν από τα συμπεράσματα του ΚΚΕ, που αποδίδουν τη διαμορφωθείσα κατάσταση στο “συνολικό αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων” και, μάλιστα, της δίνουν και χαρακτήρα “αντικειμενικής εξέλιξης” με την προβολή της καινοφανούς όσο και αβάσιμης θεωρητικής κατασκευής ότι “σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης υπάρχει, στην αρχή, υποχώρηση του κινήματος” και φτάνουν μέχρι διαπιστώσεις που έχουν γίνει από δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς για “αντιδραστική στροφή” και “αντιδραστικές εξελίξεις”.
Στην πραγματικότητα, η κατάληξη σε τέτοιου είδους εκτιμήσεις κρύβει είτε συγκάλυψη των ευθυνών για λαθεμένες και απομονωτικές πολιτικές που ασκήθηκαν και στάθηκαν ανίκανες να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα διεύρυνσης της αριστερής επιρροής στις λαϊκές μάζες, σε συνθήκες όπου η εφαρμογή των μνημονίων και η πολιτική του συμβιβασμού με αυτά, που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ, ευνοούσαν αυτήν τη δυνατότητα. Είτε απογοήτευση που εκτράφηκε από γραμμές που έσπειραν αυταπάτες και προσδοκίες για το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα όταν μια “κυβέρνηση της Αριστεράς” του ΣΥΡΙΖΑ θα αναλάμβανε την εξουσία και η “απότομη” και συντριπτική διάψευσή τους έχει οδηγήσει σε κατάμαυρες περιγραφές του μετεκλογικού σκηνικού. Σ' αυτό έχουν μερίδιο ευθύνης και όσες δυνάμεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι χθες, ή έξω από αυτόν σαν “αριστερή εργατική αντιπολίτευση” με “μεταβατικά”-ρεφορμιστικά αιτήματα, ενεργούσαν σαν “ομάδες πίεσης” για να σπρώχνουν, υποτίθεται, προς τα “αριστερά” την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και, στην ουσία, δρούσαν σαν ουραγοί και εξωραϊστές της πολιτικής του.
Οι παραπάνω εκτιμήσεις, συνδυαζόμενες και με την πίεση του νέου γύρου σκληρής αντιλαϊκής επίθεσης, που ξεκίνησε με την υλοποίηση του τρίτου μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εξηγούν και τον χαρακτήρα των “πρωτοβουλιών” και των προτάσεων που εμφανίστηκαν στο χώρο των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά, με κείμενα που δίνονται στη δημοσιότητα και καλέσματα για “κοινή δράση”, για “πολιτικό διάλογο” και για “πολιτική συνεργασία της Αριστεράς”: Όπως το πρόσφατο κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ “για κοινή δράση των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς” ή η παράλληλη πρόταση που έκανε ο επικεφαλής της “Λαϊκής Ενότητας”, Π. Λαφαζάνης, σε συζήτηση που οργάνωσε η ιστοσελίδα “ΚΟΜΜΟΝ” με τον εκπρόσωπο του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Α. Χάγιο, και το πρώην μέλος του Π.Γ. της ΚΕ του ΚΚΕ, Β. Καλαματιανού, για “συνεργασία της αριστεράς, φόρουμ για κοινή δράση και διάλογο όλων των αριστερών, αντιμνημονιακών, αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων”.
Ανεξάρτητα από το πώς στην παρούσα συγκυρία αναδιατυπώνονται αυτές οι προτάσεις και καλέσματα, μια προσεκτική παρατήρησή τους πιστοποιεί ότι είναι στην ουσία μια ανάσυρση ή επανάληψη παρόμοιων προτάσεων και μεθοδολογιών που κατατέθηκαν και στο παρελθόν. Όπως και παλιότερα, στην προμετωπίδα τους έχουν την προφανή ανάγκη “αντίστασης και ανατροπής της επίθεσης”. Κάτω απ' αυτήν όμως δεν παύει να δεσπόζει η πολιτική κατεύθυνση και στόχευση αυτών που τις διατυπώνουν, η οποία αποτυπώνεται ευκρινώς και στις αντίστοιχες πρακτικές που προτείνουν.
Το πρώτο χαρακτηριστικό αυτών των προτάσεων είναι ότι μπροστά στην έντονη πίεση που δημιουργεί η τρίτη μνημονιακή επιδρομή, στο αρνητικό μετεκλογικό πολιτικό πλαίσιο και στην καθήλωση του συνδικαλιστικού κινήματος από τις παρατάξεις που το ελέγχουν σε μια αδράνεια ή σε ένα επίπεδο χαμηλών αντιδράσεων, αναζητείται επίλυση του ζητήματος ανάπτυξης της λαϊκής αντίστασης στη μνημονιακή πολιτική με μια παράκαμψη ή υπέρβαση της προσπάθειας να ενεργοποιηθούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι μαζικές λαϊκές οργανώσεις, να επιτευχθεί η ενιαία μαζική κινητοποίηση των εργαζόμενων, με την ανάληψη “πρωτοβουλιών κοινής δράσης” από πολιτικές οργανώσεις.
Δεν είναι πρώτη φορά που εκδηλώνεται μια τέτοια πολιτική κίνηση, έχει πίσω της μια μακρά πορεία που συνδέεται με τους αρνητικούς συσχετισμούς στο πολιτικό και συνδικαλιστικό κίνημα που δεν έχουν ανατραπεί, έχει ξεπηδήσει σαν στρεβλή και λαθεμένη “απάντηση” σ' αυτούς (με πιο κραυγαλέα περίπτωση το ΠΑΜΕ και την πρακτική του) και η οποία, παρά το ότι έχει φανεί πως δεν μπορεί να δώσει διέξοδο, επανέρχεται κάθε φορά που “σφίγγουν” τα πράγματα με τη μορφή προτάσεων προς πολιτικές οργανώσεις για «πρωτοβουλίες» συνεργασίας.
Αν και επικαλούνται ως κίνητρό τους την ανασυγκρότηση και την ενδυνάμωση του μαζικού κινήματος, αυτές οι πολιτικές κινήσεις, στην πραγματικότητα, διαδίδουν και εφαρμόζουν μια αντίληψη υποκατάστασης του μαζικού κινήματος και των οργανώσεών του, με “πρωτοβουλίες κοινής δράσης” των πολιτικών οργανώσεων. Όσο και αν προσπαθούν να τις περιβάλλουν με το μανδύα “μαζικών οργάνων” (“συντονιστικά σωματείων” κλπ.), στην πραγματικότητα, δεν αποτελούν παρά πολιτικές συσπειρώσεις συγκεκριμένης πολιτικής γραμμής.
Αποτελούν ένα εντελώς λαθεμένο προσανατολισμό όσον αφορά την πάλη για την αναζωογόνηση του μαζικού κινήματος, τόσο γιατί, στο όνομα ότι είναι ξεπουλημένες οι ηγεσίες ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ κλπ. ή κατά ορισμένους και τα σωματεία, αποδυναμώνουν και εκτρέπουν τη δουλειά για την αλλαγή των συσχετισμών μέσα στα συνδικάτα, όσο και γιατί οδηγούν σε χωριστικά σχήματα και πρακτικές μέσα στο μαζικό κίνημα, που δυσχεραίνουν και διασπούν την ενιαία κινητοποίηση των εργαζομένων.
Δεν υπάρχουν μόνο οι “ευκολίες” εκείνες, που έβλεπαν ανατροπή των μνημονίων μέσα από εκλογικές αυταπάτες και επένδυσαν στην “κυβέρνηση της Αριστεράς” του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλες “ευκολίες”, που φαντάζονται πως μπορεί να ανασυγκροτηθεί και να ισχυροποιηθεί το μαζικό κίνημα για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής χωρίς την επίμονη και βασανιστική δουλειά της ανατροπής των συσχετισμών μέσα στο μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα, με την παράκαμψη ή αντικατάσταση αυτού του καθήκοντος με πρωτοβουλίες κοινής πολιτικής δράσης πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων. Το ζήτημα δεν είναι αν οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη της μαζικής αντίστασης στην αντιλαϊκή πολιτική, αλλά αν αυτές οι πρωτοβουλίες τους θα επικεντρώνονται στο μαζικό, στο συνδικαλιστικό κίνημα και στην προσπάθεια να εξουδετερωθούν όλοι οι παράγοντες που το καθιστούν ανενεργό.
Δεν είναι αν χρειάζονται και άλλες πρωτοβουλίες όταν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ακινητοποιούνται, αλλά το αν αυτές θα εντάσσονται σε μια προσπάθεια μαζικής ενωτικής κινητοποίησης των εργαζόμενων για τα προβλήματά τους και πλαισίωσης και ενεργοποίησης των σωματείων τους ώστε να αναταχθεί η δράση τους και να γίνουν τα κέντρα οργάνωσης του μαζικού ταξικού αγώνα και το συνδικαλιστικό κίνημα ο οργανωτής του μαζικού αγώνα των εργαζομένων.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό των παραπάνω προτάσεων είναι ότι επαναφέρουν το ζήτημα της κοινής δράσης, με τη γνωστή μορφή που έχει τοποθετηθεί και σε προηγούμενες περιόδους, με χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στην πολιτική τους και χωρίς, βέβαια, στην πολιτική τους να έχει σημειωθεί κάποια μεταβολή. Δεν το θέτουν μέσα στο μαζικό κίνημα, μέσα στα συνδικάτα, σε συλλόγους, σε οργανώσεις του μαζικού κινήματος, όπου συναντώνται δυνάμεις των διάφορων οργανώσεων, για να διαπιστωθούν εκεί οι δυνατότητες συμπράξεων και κοινής δράσης γύρω από τα εργατικά λαϊκά προβλήματα και αιτήματα, αλλά στη βάση μιας κεντρικής πολιτικής συνεργασίας ανάμεσα στις οργανώσεις, κατ' αρχήν, στα ζητήματα της αντιλαϊκής επίθεσης, αλλά και με επιδίωξη προέκτασης αυτής της συζήτησης “στα μεγάλα ζητήματα του κινήματος και της αριστεράς”. Ζητείται πολιτικός συντονισμός και πολιτική κοινή δράση με συγκεκριμένες μορφές και τακτική που εμφανώς αντιστοιχούν στην κεντρική πολιτική κατεύθυνση αυτού που τα προτείνει.
Μια τέτοια πρόταση απηύθυνε ξανά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τις προηγούμενες μέρες προς “ΚΚΕ, ΛΑΕ, Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση, Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά, Εργατικό Αγώνα, ΕΕΚ, Σύλλογο Κορδάτο, αγωνιστές που ανήκαν στη ΜΑΡΣ, την ΟΚΔΕ, Πρωτοβουλία 17 Ιούλη και άλλες οργανώσεις της εκτός τειχών Αριστεράς”, όπως έγραφε το κάλεσμά της “για την κοινή δράση των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς στο κίνημα”. Και λέμε ξανά γιατί ανάλογες προτάσεις πολιτικής συνεργασίας -με μικρές παραλλαγές ανάλογα με τις περιόδους που γίνονταν και τις σκοπιμότητες της συγκυρίας- είχε κάνει και τον Μάρτη του 2012 και πέρυσι τον Δεκέμβρη του 2014 στις οποίες τότε περιελάμβανε και το ΣΥΡΙΖΑ και τον Αύγουστο του 2015.
Αυτήν τη φορά το κάλεσμά της ήλθε σαν υλοποίηση της μετεκλογικής απόφασης του Κεντρικού Συντονιστικού Οργάνου της ότι “επιδιώκει κοινή δράση στο πλαίσιο του αγωνιστικού μετώπου αντιπολίτευσης, ρήξης, ανατροπής....τον διάλογο για τα μεγάλα ζητήματα της αριστεράς. Σε αυτή την κατεύθυνση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πάρει ενωτική πρωτοβουλία προς όλες τις μαχόμενες δυνάμεις του κινήματος και της αριστεράς και ιδιαίτερα προς τη ΛΑ.Ε. και το ΚΚΕ για τον αναγκαίο συντονισμό στη δράση .... Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα συνεχίσει και θα αναβαθμίσει τις πρωτοβουλίες για την πολιτική συνεργασία όλων των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντιΕΕ αριστεράς, µε βάση την αντίστοιχη πρόταση του Αυγούστου”. Και ποια ήταν η πρόταση του Αυγούστου; Το “ανοιχτό κάλεσμα πολιτικής συνεργασίας στις ριζοσπαστικές δυνάμεις που έδωσαν τη μάχη για το «όχι της ρήξης» και το «όχι μέχρι το τέλος». Σε όλες τις δυνάμεις με αντικαπιταλιστικό, αντιιμπεριαλιστικό, αντιΕΕ και ανατρεπτικό προσανατολισμό.”
Στο πατρόν αυτών των αποφάσεων κόπηκε το κάλεσμα “για την κοινή δράση των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς”, που ανάμεσα στ' άλλα ζητούσε τη συμφωνία των προσκαλούμενων οργανώσεων για ένα “μονιμότερο συντονισμό των δυνάμεων της Αριστεράς”, για “συγκέντρωση στο Μουσείο” τη μέρα της πανεργατικής απεργίας της 12.11.2015, για τη δημιουργία “συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων για να περάσουν οι αγώνες στα χέρια των εργαζομένων” (τα οποία ήδη την προηγούμενη μέρα της σύσκεψης είχε κανονίσει να κάνουν τη πρώτη συνάντησή τους), για “ένα πρόγραμμα αναγκών και δικαιωμάτων”, για “την αντεπίθεση και τη νίκη του κινήματος” και για “διάλογο στα μεγάλα ζητήματα του κινήματος και της αριστεράς”.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει, κανείς, πως το κάλεσμα αυτό ήταν μια πρόταση συνεργασίας στον άξονα της πολιτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για ξεχωριστό “κέντρο αγώνα” στο συνδικαλιστικό κίνημα (ανασύσταση της ναυαγισμένης πρωτοβουλίας της για “συντονιστικό πρωτοβάθμιων σωματείων”, που είχε συμπήξει και με δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ το 2011, και το κινούσε σαν “μικρό ΠΑΜΕ”), για ξεχωριστές απεργιακές συγκεντρώσεις (συγκέντρωση στο Μουσείο) και για “αντεπίθεση”. Η οποία, ταυτόχρονα, προτάθηκε και σαν γέφυρα “μονιμότερου συντονισμού των δυνάμεων της Αριστεράς” -από το ΚΚΕ ως την “εκτός των τειχών Αριστερά”- και με επιδίωξη να προεκταθεί και σε διάλογο για “τα μεγάλα ζητήματα του κινήματος της Αριστεράς”.
Η χρησιμοποίηση της “κοινής δράσης” σαν δίκτυ αλίευσης πολιτικών δυνάμεων, η μέθοδος των “φόρουμ” και των “βημάτων διαλόγου της Αριστεράς” για την “ενότητα της Αριστεράς” και για την “απόκρουση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης” είναι μια γνωστή ιστορία από τον ΣΥΡΙΖΑ, που χρησιμοποίησε στο ξεκίνημά του για να αγκιστρώσει στην πολιτική του μικρότερες δυνάμεις και οργανώσεις που αναφέρονταν στην Αριστερά, με όλες τις θλιβερές συνέπειες γι' αυτές, σήμερα. Η αναπαραγωγή τους με την επίκληση της ανάγκης “μετώπου ανατροπής της επίθεσης”, έστω και σε μικρογραφία και σε χαμηλότερη κλίμακα, είτε με προτάσεις “μόνιμης πολιτικής συνεργασίας” είτε με “φόρουμ για κοινή δράση και διάλογο της Αριστεράς”, από τη σημερινή εξωκοινοβουλευτική αριστερά δεν δείχνει σοφία.
Οι πολιτικές γραμμές των κομμάτων και οργανώσεων, των βασικών ρευμάτων που αναφέρονται στην Αριστερά είναι γνωστές, όπως γνωστές είναι οι ριζικές διαφορές που τις χωρίζουν και δεν επιτρέπουν κεντρικές πολιτικές συνεργασίες. Αυτό δεν μπορεί να μην το λαμβάνουμε υπόψη στις συνεργασίες που προτείνονται ή επιχειρούνται σε όλα τα επίπεδα. Αλλά διόλου δεν σημαίνει ότι στα πλαίσια του μαζικού κινήματος δεν επιδιώκουμε την κοινή δράση και τις συμπράξεις με δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και άλλες δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά. Κοινή δράση και συμπράξεις οριοθετημένες πάνω στο έδαφος των μετώπων της λαϊκής πάλης, με ουσιαστικές συμφωνίες στα αιτήματα, στις μορφές και τους στόχους δράσης στους μαζικούς χώρους και τα συνδικάτα.
Χρειάζεται να διευκρινίσουμε τρία ζητήματα όταν μιλούμε για κοινή δράση:
Πρώτο, πως η κοινή δράση δεν ταυτίζεται μονοσήμαντα με τη σύμπραξη με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Η πιο σημαντική έκφραση της κοινής δράσης στο μαζικό κίνημα είναι η ενιαιομετωπική δουλειά μέσα στις εργατικές και λαϊκές μάζες, που επιτρέπει σε μια αριστερή οργάνωση να συνδεθεί με αυτές και να δράσει μαζί τους. Να επενεργήσει σ' αυτές ώστε να δράσουν από κοινού και ενωμένες να κινητοποιηθούν ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική μέσα από τις κατάλληλες μορφές οργάνωσης και αγώνα που θα στηρίζουν και αναπτύσσουν την κοινή δράση και πάλη τους. Η κοινή δράση με άλλες πολιτικές δυνάμεις δεν αποτελεί παρά μια επιμέρους πλευρά της πολιτικής του ενιαίου μετώπου κινητοποίησης και πάλης των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών.
Δεύτερο, η κοινή δράση δεν είναι μια υπόθεση στην οποία απλά ενδιαφέρει πώς να συγκεντρώσουμε περισσότερους εργαζόμενους σε μια κίνηση. Το σε ποια βάση αυτή θα αναπτυχθεί, με ποιους στόχους και μορφές είναι καθοριστικά ζητήματα για την επίτευξή της και για την υλοποίησή της και για τα αποτελέσματά της.
Τρίτο, η κοινή δράση σαν πράξη που γίνεται και εκτυλίσσεται μέσα στο σημερινό μαζικό κίνημα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το ζήτημα της ανασυγκρότησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Από αυτή την άποψη η κοινή δράση δεν μπορεί παρά να ξεδιπλώνεται και να αναπτύσσεται μέσα από την αντιπαράθεση με τις ρεφορμιστικές και λαθεμένες γραμμές και θέσεις και αυτό είναι ένα στοιχείο που την κάνει πιο στέρεη.