Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Βουλή για τον εκλογικό νόμο έμεινε μακριά από τους 200 ψήφους που επεδίωκε η κυβέρνηση και η υπερψήφισή του με απλή πλειοψηφία μεταθέτει για τις μεθεπόμενες εκλογές την εφαρμογή του, αφού σύμφωνα με το Σύνταγμα απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων της Βουλής για να μπει σε ισχύ στις αμέσως επόμενες εκλογές.
Μετά και τη στάση της “Χρυσής Αυγής” να αποχωρήσει από την Ολομέλεια της Βουλής κατά την ψήφιση του εκλογικού νόμου, η υπερψήφιση των άρθρων του έγινε με ψήφους που κυμάνθηκαν από 163 έως 180.
Αυτό δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να πει ότι “πρώτη φορά η Βουλή ψήφισε απλή αναλογική” και να εμφανίσει τον εκλογικό νόμο ως ικανοποίηση του “δίκαιου συστήματος εκπροσώπησης των πολιτών στη Βουλή” (μάλιστα ο Γ.Γ. του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης το συνέδεσε και με το “κίνημα των πλατειών που προέταξε το αίτημα για πραγματική Δημοκρατία...), συγκαλύπτοντας με τέτοιες δημοκρατικοφανείς διατυπώσεις, κατ' αρχήν, το γεγονός ότι και αυτός ο εκλογικός νόμος με τη διατήρηση του πλαφόν του 3% κλπ. δεν θεσπίζει την αυθεντική απλή αναλογική και το γνήσιο δημοκρατικό εκλογικό σύστημα, που είναι το δημοκρατικό αίτημα της Αριστεράς, και ότι η προώθησή του υπακούει σε άλλες σκοπιμότητες.
Τους λόγους προώθησης αυτού του εκλογικού νόμου συνόψισε ο Αλ.Τσίπρας στην πρόσφατη συνέντευξη στον ΣΚΑΙ: Ότι “πρώτο, έχει κλείσει ένας μεγάλος κύκλος στο πολιτικό σύστημα, ο κύκλος της Μεταπολίτευσης, όπου είχαμε κόμματα του 40%-45%. Δεύτερον, έχουμε κλείσει πλέον μια μεγάλη περίοδο πέντε χρόνων συμμαχικών, συνεργατικών κυβερνήσεων. Τρίτον, διότι, κατά την εκτίμησή μου, θα πρέπει να δούμε και τη σοβαρή προοπτική της συνταγματικής αναθεώρησης”.
Στους στόχους του αναφέρθηκε και ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, Γ.Γκιόλας : Σημειώνοντας ότι “η αυτοδυναμία στην εποχή μας είναι δυσχερέστατη έως απίθανη” και “δεν εξασφαλίζει ισχυρές πάντοτε και μακρόβιες κυβερνήσεις”, υποστήριξε ότι η κυβερνητική πρόταση “προάγει και προωθεί τη σύνθεση και κατατείνει σε κυβερνήσεις συνεργασίας” και “έτσι ενισχύεται η κυβερνητική σταθερότητα με την ανάληψη ουσιαστικών και υπεύθυνων πολιτικών πρωτοβουλιών, τη συνδιαμόρφωση και τον έλεγχο, αφού επιπρόσθετα εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και ειρήνη”.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί, κανείς, από αυτήν τη κυβερνητική επιχειρηματολογία, πως στο επίκεντρο της πρωτοβουλίας της για τον εκλογικό νόμο δεν έχει την ικανοποίηση “του αιτήματος των πολιτών για Δημοκρατία” αλλά, πρώτο, την ικανοποίηση της ευρύτερης ανάγκης του αστικού πολιτικού συστήματος, τη λειτουργία του οποίου διαχειρίζεται τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, να βρει έναν τρόπο ευστάθειας της διακυβέρνησής του, η οποία έχει κλονισθεί από τη συνεχιζόμενη οικονομική και πολιτική κρίση. Και, δεύτερο, την ικανοποίηση της ανάγκης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που καταλαβαίνει ότι με τη μνημονιακή πολιτική της μπαίνει και αυτή σε μια τροχιά φθοράς, να διαμορφώσει όρους οι οποίοι, μειώνοντας τα οφέλη που μπορεί να φέρει στην αντιπολίτευση η αποδυνάμωση των εκλογικών ποσοστών της, θα τη διευκολύνουν στην επαναδιεκδίκηση και στη συμμετοχή στην κυβερνητική εξουσία.
“Η προώθηση των κυβερνήσεων συνεργασίας” για την “εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης”, δεν αποτελεί παρά μια ομολογία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ότι η θεσμική “πρωτοβουλία” της αποσκοπεί στο να φτιαχτούν όροι “συνδιαμόρφωσης” της κυβερνητικής πολιτικής από τις κυρίαρχες δυνάμεις του αστικού πολιτικού σκηνικού, τέτοιοι που θα “ενισχύουν την κυβερνητική σταθερότητα” στην άσκηση της αντιλαϊκής πολιτικής, μέσω του “ελέγχου” των λαϊκών αντιδράσεων και της “κοινωνικής αναταραχής”.
Για το ποιος είναι ο σκοπός της θεσμικής “πρωτοβουλίας” της κυβέρνησης, η Κυριακάτικη 'Αυγή” της 17.7.2016 μιλά πολύ καθαρά. Το ολοσέλιδο άρθρο της με τίτλο “Σταθερές κυβερνήσεις με απλή αναλογική” ξεκινά με την εξής χαρακτηριστική τοποθέτηση: “Με τον συνδυασμό της απλής αναλογικής και της συνταγματικής αναθεώρησης προσδοκά η κυβέρνηση να χτίσει το νέο πολιτικό σκηνικό που θα έχει σαν αποτέλεσμα σταθερές κυβερνήσεις συνεργασίας... οι προτάσεις για το νέο Σύνταγμα, τις οποίες θα ανακοινώσει τις επόμενες ημέρες ο πρωθυπουργός, θα έρθουν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά της απλής αναλογικής”.
Είναι φανερό πως ο εκλογικός νόμος είναι μόνο το πρώτο μέρος του θεσμικού πακέτου που ανέλαβε να προωθήσει η κυβέρνηση με στόχο την επίτευξη “κυβερνητικής σταθερότητας”, το δεύτερο μέρος του οποίου είναι η συνταγματική αναθεώρηση. Το πώς δένονται ο εκλογικός νόμος με τη συνταγματική αναθεώρηση πάνω στον άξονα του “να χτιστεί ένα νέο πολιτικό σκηνικό με σταθερές κυβερνήσεις”, μέσα από την αναμόρφωση του συνταγματικού και εκλογικού νομικού πλαισίου, διαφαίνεται και από αυτά που γράφονται στον κυβερνητικό Τύπο ως “ενδεχόμενες” προτάσεις του πρωθυπουργού για τη συνταγματική αναθεώρηση. Προτάσεις όπως:
- η “εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας” που “δεν δίνει το δικαίωμα να ρίξει κάποιος την κυβέρνηση παρά μόνο αν συγκροτήσει άλλη πλειοψηφία στη Βουλή” και “εφόσον προτείνει νέο πρωθυπουργό”.
-“κυβερνητικές πλειοψηφίες χωρίς να είναι απαραίτητες απόλυτες πλειοψηφίες”, δηλαδή, “διεύρυνση της δυνατότητας κυβερνητικής ανοχής ή μειοψηφίας, ως δικλίδα ασφαλείας για τη σταθερότητα σε ακραίες πολιτικές περιόδους”.
-Και όλα αυτά, σε συνδυασμό “με έναν Πρόεδρο Δημοκρατίας, ο οποίος θα έχει έναν ισχυρό ρόλο”, που θα αναδείχνεται “με απευθείας εκλογή από το λαό” και θα έχει “ενισχυμένες αρμοδιότητες που αντιστοιχούνται με την εφαρμογή της απλής αναλογικής”.
Με προτάσεις δημοκρατικής επίφασης (“αντιπροσωπευτικότερη εκπροσώπηση” στη Βουλή μέσω ενός νέου εκλογικού νόμου, την “απευθείας εκλογή του Πρόεδρου από το λαό”) η κυβέρνηση Τσίπρα ανοίγει τη συζήτηση για αναθεώρηση του Συντάγματος σε μια κατεύθυνση που απλώνεται από το να “διευρυνθεί η δυνατότητα” να διοικείται η χώρα από κυβερνήσεις μειοψηφίας μέχρι η διακυβέρνησή της να στηρίζεται σε δύο κέντρα τα οποία θα αντλούν την εξουσία από τη λαϊκή ψήφο.
Σε μια κατεύθυνση, δηλαδή, που, με φερεντζέ τον εκλογικό νόμο για την “απλή αναλογική”, ενισχύει την αντιδημοκρατικότερη διακυβέρνηση με συνταγματικές κατασκευές ανάπλασης της Προεδρικής εξουσίας και νομιμοποίησης των κυβερνητικών μειοψηφιών, στο όνομα “της σταθερότητας σε ακραίες πολιτικές περιόδους”.
Ταυτόχρονα με τις θεσμικές προτάσεις της επιχειρεί να αναμοχλεύσει αντιθέσεις στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, να τους προκαλέσει ρήγματα ή και να ρίξει γέφυρες σε ορισμένες απ' αυτές (π.χ. η Καραμανλική πλευρά της ΝΔ συντάσσεται με την πρόταση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας σε αντίθεση με τον Κ.Μητσοτάκη).
Η “θεσμική” πρωτοβουλία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πρέπει να αποκαλυφθεί και να καταγγελθεί τόσο σα μια κίνηση να φύγουν από το κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης τα σκληρά μνημονικά μέτρα που εφαρμόζει, όσο και σαν μια κίνηση που, στην ουσία της, με αλλαγές του νομικού πλαισίου επιχειρεί να θωρακίσει τη διακυβέρνηση του αστικού πολιτικού συστήματος στην άσκηση της αντιλαϊκής πολιτικής.