Στις 25 Γενάρη συμπληρώθηκαν τα δύο χρόνια από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία . Η απατηλή συνθηματολογία του για “μια κυβέρνηση της Αριστεράς” που θα έδινε “ελπίδα και περηφάνια”, θα “καταργούσε με ένα νόμο και σε ένα άρθρο” τα μνημόνια και θα έκανε “τις αγορές να χορεύουν πεντοζάλη”, με την οποία παραπλάνησε χονδροειδώς τον ελληνικό λαό για να γίνει κυβέρνηση, έχει πλέον αποκαλυφθεί σαν κάτι χειρότερο από μια γελοιογραφία: Αποδείχθηκε όχημα όχι μόνο διατήρησης των μνημονιακών μέτρων που είχαν επιβληθεί επί κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ,αλλά και επιβολής ενός τρίτου μνημονίου στον ελληνικό λαό, που αθροιζόμενο με τα προηγούμενα μνημόνια επιδείνωσε την δραματική οικονομική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα. Αποδείχθηκε ότι ήταν το δημαγωγικό επίχρισμα μιας πολιτικής που αντί για “περηφάνια” έφερε νέες ταπεινώσεις, πρόσφερε όχι “ελπίδα” αλλά πολύ μεγάλη απογοήτευση σε εκείνο τον κόσμο που φάνηκε εύπιστος και δεν κατανόησε έγκαιρα την ουσία της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ήταν, βέβαια, “οι αγορές”, οι δανειστές, η ΕΕ και το ΔΝΤ που χόρεψαν πεντοζάλη, όπως ελαφρολογούσε και δημοκοπούσε ο Αλ. Τσίπρας, αλλά αντίθετα η κυβέρνηση Τσίπρα εκείνη που χόρεψε και χορεύει τον χορό της υποτέλειας και του εξευτελισμού στο ρυθμό που παίζουν η ΕΕ και το ΔΝΤ.
Η ανάληψη της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ σήμανε άμεσα το πέρασμα του σε αυτό που ο αντιπρόεδρός του Γ. Δραγασάκης ονόμασε τότε “βίαιη ωρίμανση”. Δηλαδή, σε μια γρήγορη και πλήρη μετατροπή του σε “υπεύθυνο” κόμμα διαχείρισης της αστικής εξουσίας καθώς και των χρόνια παγιωμένων “αρμονικών” σχέσεων της τελευταίας με τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ο δρόμος είχε, ήδη, προετοιμασθεί από την ηγεσία του πριν ακόμα γίνει κυβέρνηση, με την πολιτική της προσήλωσης στην ΕΕ, με διακηρύξεις αποδοχής του δόγματος της ξένης εξάρτησης της χώρας, όπως οι δηλώσεις Τσίπρα ότι “δεν αμφισβητεί” ότι η χώρα “ανήκει στο Δυτικό πλαίσιο, στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ”, με γέφυρες που έριξε με ιμπεριαλιστικά πολιτικά κέντρα αλλά και και με τα εγχώρια κέντρα (ΣΕΒ κλπ.).Έτσι, “ωρίμασε” ο ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα που έγινε ο δεύτερος πυλώνας εξυπηρέτησης της πολιτικής της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης,καταλαμβάνοντας το “κενό” που δημιουργήθηκε μέσα στην κρίση, με την αποσύνθεση του ΠΑΣΟΚ. Η “ωρίμανσή” του συμβαδίζει με την προσέγγισή του στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, την οποία με περιτύλιγμα την “αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρώπη” μέσα από τη “συνάντηση προοδευτικών δυνάμεων” προωθεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και είναι εμφανές ότι την επιθυμεί διακαώς, όπως δείχνουν και οι συχνές παρουσίες του Αλ.Τσίπρα σε συσκέψεις των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβάνει αυτά τα δύο χρόνια μερικούς πολύ χαρακτηριστικούς σταθμούς που δείχνουν και την πραγματική πολιτική φύση του:
-Τη συμφωνία να συγκροτήσει χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό και στο άψε-σβήσε συγκυβέρνηση με το ακροδεξιό-εθνικιστικό κόμμα των ΑΝΕΛ, δίνοντας στον Π.Καμμενο το κρίσιμο υπουργείο Άμυνας. Απ' αυτή τη θέση το παλιό στέλεχος της Δεξιάς ρυθμίζει καίρια ζητήματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής της “αριστερής κυβέρνησης”, τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ, στρατιωτικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και καλεί να παραχωρηθεί κι άλλο έδαφος της Ελλάδας για αμερικάνικες βάσεις!
-Τη συμφωνία της Φεβρουάριου του 2015 με την ΕΕ, στην οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ένα μόλις μήνα μετά τις εκλογές, έβαζε την υπογραφή της σε ένα κείμενο που έγραφε ότι “οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την κατηγορηματική δέσμευσή τους να τηρήσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές τους πλήρως και εγκαίρως” και ότι “δεσμεύονται να απέχουν από οποιαδήποτε κατάργηση μέτρων και μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις”.
-Το απατηλό δημοψήφισμα του Ιούνη του 2015, το αποτέλεσμα του οποίου, το ΟΧΙ, η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που το είχε προκηρύξει, το ανέτρεψε ωμά την επόμενη μέρα για να σπεύσει ταχέως να υπογράψει τον Ιούλιο του 2017 ένα βαρύ τρίτο μνημόνιο.
Με το τρίτο μνημόνιο η Ελλάδα φορτώθηκε χρέος άλλων 86 δις € και, ταυτόχρονα, δεσμεύτηκε μέχρι το 2018 να πάρει σωρεία αντιλαϊκών μέτρων μέσα από διαρκείς κύκλους “αξιολογήσεων”. Οι αξιολογήσεις δεν αποτελούν μόνο μέσο ωμής υπαγόρευσης αντιλαϊκών νομοθετημάτων που πρέπει να ψηφισθούν από την ελληνική Βουλή, υπό τον εκβιασμό της χορήγησης των δόσεων των δανείων της ΕΕ και του ΔΝΤ, άλλα και ένα σύστημα ασφυκτικής επιτροπείας της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ενδύθηκε για τα καλά το ρόλο κυβερνώντος μνημονιακού κόμματος και για να τον διεκπεραιώσει, μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου ενήργησε στην κατεύθυνση να απαλλαγεί από τις διαφωνίες που δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό του, προχωρώντας σε εκλογές τον Σεπτέμβρη του 2015 για να αναδειχτεί μέσα απ' αυτές μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με σύνθεση απρόσκοπτης υλοποίησης των δεσμεύσεων και των προαπαιτούμενων του τρίτου μνημονίου. Ο πρώτος κύκλος αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου έφερε μέσα στο 2016 βαριά αντιλαϊκά νομοθετήματα, με πρώτο-πρώτο το νέο αντιασφαλιστικό νόμο που τσακίζει τις συντάξεις και καταργεί το ΕΚΑΣ, αλλά, επίσης, και βαρύτερη φορολογία και τη δρομολόγηση μέσα από το λεγόμενο “υπερταμείο” ιδιωτικοποιήσεων μιας εκτεταμένης εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, τις ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια. Εισήγαγε, επίσης, τον “αυτόματο δημοσιονομικό κόφτη”, ένα εξωφρενικό μέτρο αυτόματης καρατόμησης δημόσιων κοινωνικών δαπανών όταν δεν πιάνεται ο στόχος του δημοσιονομικού πλεονάσματος που απαιτούν ΕΕ και ΔΝΤ.
Ενώ οι εξουθενωτικές συνέπειες των μέτρων της πρώτης αξιολόγησης δεν έχουν ξεδιπλωθεί πλήρως, καθώς αυτές θα κλιμακωθούν μέχρι το 2018, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει μπει, ήδη, στον κύκλο της δεύτερης αξιολόγησης που απαιτεί νέο πακέτο αντιλαϊκών μέτρων, το οποίο περιλαμβάνει καινούριες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, νέα καρατόμηση των συντάξεων, παραπέρα κατάργηση προνοιακών παροχών,μείωση του αφορολόγητου κ.α. Η στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, ανεξάρτητα αν εκτοξεύει κούφιες δηλώσεις για το ότι “δεν θα πάρει νέα μέτρα”, διαμορφώνεται με τον ίδιο τρόπο που συνέβη και με το τρίτο μνημόνιο και με την πρώτη αξιολόγηση: “βάζοντας νερό στο κρασί της”, όπως είπε ήδη ο υπουργός Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτος, και “αναλαμβάνοντας την πλήρη δέσμευση να παραμείνει συμμορφούμενη στις δεσμεύσεις του μνημονίου, τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς την διαδικασία συνεργασίας με τους εταίρους”, όπως, επίσης, έγραψε ο Ευ. Τσακαλώτος σε επιστολή του προς τον πρόεδρο του Γιουρογκρούπ, Νταισεμπλούμ, στα τέλη του περασμένου Δεκέμβρη.
Δεν είναι, ωστόσο, μόνο στην οικονομία όπου οι “λύσεις” δίνονται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τη “συμμόρφωση” στις απαιτήσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Σε ανάλογη ρότα χειρίζεται και τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, και ειδικά, αυτή την περίοδο το Κυπριακό που έχει εισέλθει σε κρίσιμη φάση, με τη επαναφορά διχοτομικού σχεδίου,αλλά, επίσης, και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που γνωρίζουν ξανά ένταση, μετά τις απανωτές δηλώσεις του Ερντογάν που αμφισβητούν τη Συνθήκη της Λοζάνης και τα σύνορα Ελλάδας -Τουρκίας. Οι “λύσεις” εδώ περνούν μέσα από την προσαρμογή στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή. Αυτό δείχνει η θέση της ελληνικής κυβέρνησης για την Κύπρο, όπου παρά τη ρητορεία της για τον τουρκικό στρατό και το “αναχρονιστικό” καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων στην Κύπρο, στην πραγματικότητα, βλέπει “ευκαιρία λύσης” του Κυπριακού στο προωθούμενο αμερικανοβρετανικό διχοτομικό σχέδιο για την Κύπρο. Αυτό δείχνει και η συναίνεσή της στην συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία για το προσφυγικό, η συμφωνία της για ενισχυμένη παρουσία του Αιγαίο στο ΝΑΤΟ. Αυτό σηματοδοτούν και οι συμμαχίες της με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αναπτύσσεται με το ίδιο, ουσιαστικά, βασικό μοτίβο που ακολουθούσαν και οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ: της προσδοκίας, δηλαδή, προστασίας και στήριξης στα “εθνικά θέματα” από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με το πλασάρισμα της χώρας ως “περιοχής σταθερότητας” και σημείο γεωστρατηγικής και ενεργειακής σημασίας, που διαθέτει το έδαφος, τον αέρα, τη θάλασσα και το στρατό της για να διευκολύνονται οι ιμπεριαλιστικές εκστρατείες και επιχειρήσεις ακόμα και για την εγκατάσταση νέων αμερικάνικων βάσεων. Αυτή η πολιτική, όπως έχει αποδειχθεί, μέχρι σήμερα μόνο κινδύνους εγκυμονεί για τον ελληνικό λαό, απειλεί με νέα τραύματα τα εθνικά θέματα της Ελλαδας και τα κυριαρχικά δικαιώματά της, την εμπλέκει σε επιθετικούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και την εκθέτει στους εκβιασμούς και τις πιέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, πολλαπλασιάζει την εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πήρε τη σκυτάλη από εκεί που την άφησαν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ για να συνεχίσει, τελικά, το ίδιο έργο που σέρνει την ελληνική κοινωνία στην οικονομική καταβαράθρωση και την κρατά μέσα στα αποπνικτικά δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και εκμετάλλευσης. Το έκανε και το κάνει αυτό προσφέροντας, ωστόσο, και δυο παραπάνω υπηρεσίες στη ντόπια ολιγαρχία και στους ξένους δυνάστες: τους έδωσε με τις αυταπάτες που έσπειρε και την απογοήτευση που επακολούθησε μια ανακοπή του λαϊκού κινήματος που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ενάντια στα μνημόνια και, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα να διαβάλουν την Αριστερά σαν “μνημονιακή” και “αντιλαϊκή” με τη δόλια αξιοποίηση του γεγονότος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, προκλητικά, επιμένει να εμφανίζεται με τον μανδύα αριστερού κόμματος.
Η αντιλαϊκή πολιτική και η πολιτική της απάτης δεν μπορεί, ωστόσο, να πάει μακριά. Γι' αυτό, ήδη, έχει από καιρό αρχίσει να ανοίγει το ρήγμα ανάμεσα στον κόσμο που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνησή του, το οποίο η ηγεσία προσπαθεί να συμμαζέψει εντείνοντας την προπαγάνδα της κάλπικης ελπίδας και του “success story”, ότι “έρχεται ανάπτυξη” και “βγαίνουμε στο ξέφωτο”, ότι “η κυριαρχία της χώρας αποκαθίσταται” και “η επιτροπεία τελειώνει” και άλλα παρόμοια που επιχειρείται να ενισχυθούν και με την τωρινή “επικοινωνιακή εξόρμηση” του ΣΥΡΙΖΑ και των κυβερνητικών στελεχών του σε όλη την Ελλάδα για τα δύο χρόνια διακυβέρνησής του.
Ο επικοινωνιακός κουρνιαχτός που επιχειρεί να σηκώσει η κυβέρνηση δεν μπορεί να κρύψει τις σοβαρές ανησυχίες για τις εξελίξεις που θα έχουν τα πράγματα μέσα στο 2017. Ανησυχίες που εντείνονται όχι μόνο γιατί με την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με τον αναμενόμενο δεύτερο κύκλο αντιλαϊκών μέτρων του τρίτου μνημονίου ή και με το ενδεχόμενο ενός τέταρτου μνημόνιου, αν η τρόικα “κολλήσει” τη δεύτερη αξιολόγηση, η κρίση στην ελληνική κοινωνία θα κλιμακωθεί. Αλλά και γιατί όλα αυτά προβλέπεται να συμβούν σε ένα πιο ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, το Brexit, τη μεγάλη όξυνση των αντιθέσεων, την άνοδο της ακροδεξιάς και την πιθανότητα ισχυρών πολιτικών ανακατατάξεων στην ΕΕ.