Μία γνώριμη από το παρελθόν σε όλους μας προεκλογική πολιτική τακτική εμφανίζεται με όλο και πιο έντονο τρόπο, όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές. Είναι η μέθοδος της τεχνητής πόλωσης ανάμεσα στα δύο κόμματα που διεκδικούν την κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας ψεύτικα και εκβιαστικά διλήμματα προκειμένου να περιχαρακώσουν τους ψηφοφόρους τους και να περιορίσουν διαρροές προς άλλα κόμματα. Από το γνωστό δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ περάσαμε στον νέο ιδιότυπο δικομματισμό με το δίπολο ΝΔ- ΣΥΡΙΖΑ.
Επί δεκαετίες η μέθοδος αυτή «δούλεψε» εξασφαλίζοντας την εναλλαγή στην κυβέρνηση από την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, και μάλιστα πολλές φορές με υψηλά ποσοστά συνολικά πάνω από 80%. Ο εγκλωβισμός του εκλογικού σώματος γινόταν με πλαστές αντιθέσεις και διλήμματα του τύπου «αλλαγή- απαλλαγή» και ιδιαίτερα από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ με το δίλημμα « δεξιά- αντιδεξιά», οικειοποιώντας τα διαδεδομένα αντιδεξιά φρονήματα της μεταπολίτευσης.
Η τακτική αυτή καταγγέλονταν από το σύνολο των δυνάμεων που αναφέρονταν στην αριστερά και ιδιαίτερα από το ΚΚΕ εσωτερικού αρχικά και τον Συνασπισμό και τον ΣΥΡΙΖΑ κατόπιν, γιατί τους λεηλατούσε εκλογικά αφήνοντάς τους και εκτός βουλής.
Σήμερα, βέβαια, οι πρώην καταγγέλλοντες, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, όντας πλέον ο ένας ισχυρός πόλος που μαζί με τη ΝΔ διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία, «ξέχασαν», όπως και πολλά άλλα, αυτά που έλεγαν και υιοθέτησαν αυτή την δοκιμασμένη μέθοδο του νέου δικομματισμού. Μόνο που οι συνθήκες πλέον έχουν αλλάξει, οι μάσκες έχουν πέσει, και ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος «δεν τσιμπάει». Παρόλα αυτά όμως και οι δύο «μονομάχοι» πλασάρουν πολωτικά συνθήματα, ανεβάζουν τους τόνους της αντιπαράθεσης, με κοινό επιχείρημα πως ο καθένας τους αποτελεί την μοναδική εγγύηση για την ομαλή πορεία του τόπου. Δύσκολα όμως πείθουν, αφού κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει πως ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ πριν από μόλις μερικές εβδομάδες ψήφισαν από κοινού στη βουλή το τρίτο μνημόνιο, ταυτιζόμενοι πλέον στη στρατηγική τους και τις βασικές επιλογές για την αντιλαϊκή πολιτική που θα ασκήσουν με τη μία ή την άλλη σύνθεση στην κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές. Το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας τους, που όλο και πυκνότερα αναφέρεται εντός και εκτός Ελλάδας, ακυρώνει τις προσπάθειες της πόλωσης. Έτσι ο νέος δικομματισμός εξελίσσεται σε μια καρικατούρα του παλαιού κραταιού δικομματισμού. Παρόλα αυτά όμως δεν πρέπει να υποτιμηθεί, αλλά να καταγγελθεί στην προπαγάνδα μας, ώστε να περιοριστεί ο εγκλωβισμός λαϊκών δυνάμεων, ιδιαίτερα αυτών που ταλαντεύονται ακόμη για τη στάση τους απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Παρακολουθούμε όλοι τις τελευταίες μέρες τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του Τσίπρα, που εντελώς αμήχανα και αμυντικά προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, για την ολοκληρωτική του συνθηκολόγηση, υποταγή και ευθυγράμμιση με τους ξένους δυνάστες και την ντόπια πλουτοκρατία. Για να υποστηριχθεί αυτή η πολιτική τακτική, έπρεπε να λειανθεί ή να εξαλειφθεί κάθε ταξική ή ριζοσπαστική αναφορά, για να συγκαλυφθεί η καινούργια πολιτική με ουδέτερο και αταξικό πολιτικό λόγο και συνθήματα.
Έτσι ανακαλύφθηκε το extra κεντρικό πολιτικό σύνθημα των εκλογών που είναι « το καινούργιο ενάντια στο παλιό» ή «ξεμπερδεύουμε με το παλιό, υποδεχόμαστε το αύριο». Μόνο που το «καινούργιο» ξέφτισε τόσο πολύ και τόσο γρήγορα, που δεν το ξεχωρίζει κάποιος από το παλιό. Αυτό το καινούργιο συγκυβέρνησε με το παλιό των ΑΝΕΛ και τον Καμμένο και αυτό το καινούργιο «ερωτοτροπεί» τώρα με άλλο ένα καινούργιο όπως είναι το Ποτάμι του καινούργιου Θεοδωράκη, αλλά και με ένα πολύ παλιό που θέλει να δείξει καινούργιο, όπως είναι το ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηματά. Ταυτόχρονα το παλιό κατά τον Τσίπρα, που είναι η Ν.Δ του Μεϊμαράκη, δεν έχει κανένα πρόβλημα να συνεργαστεί μετεκλογικά και να συγκυβερνήσει με το καινούργιο του Τσίπρα. Τόσο πολύ λοιπόν διαφορετική πολιτική πρόκειται να εφαρμόσουν και ως εκ τούτου συγκρούονται το παλιό με το καινούργιο, που είναι έτοιμοι την επομένη των εκλογών να τα «βρούν», να συγκυβερνήσουν και να εφαρμόσουν από κοινού τη βάρβαρη πολιτική του τρίτου μνημονίου.
Όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, τόσο κλιμακώνεται η προσπάθεια της ΝΔ, αξιοποιώντας το μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, να εμφανιστεί «δικαιωμένη» για τη βάρβαρη πολιτική που στήριξε και υλοποίησε τα προηγούμενα χρόνια, όντας κορμός των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Να εδραιώσει την αντίληψη ότι η πολιτική αυτή ήταν μονόδρομος, ότι για το λαό δεν υπήρχε ούτε μπορεί να υπάρχει άλλη επιλογή. Ακόμα - ακόμα να του αποσπάσει «δήλωση μετανοίας», που στις εκλογές του Γενάρη την αποδοκίμασε εκλογικά.
Να λανσαριστεί, δε, ως η αστική πολιτική δύναμη - πραγματικός εγγυητής της «ευρωπαϊκής πορείας» της χώρας, επειδή έχει την «τεχνογνωσία» των δύο πρώτων μνημονίων και τη βούληση να τα εφαρμόσει. Είναι κι αυτή μια υπηρεσία που προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα, η άφεση αμαρτιών που στην πράξη έδωσε στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, συγκροτώντας μαζί τους επί διακυβέρνησής του ένα ευρύ κοινοβουλευτικό μέτωπο ψήφισης και υλοποίησης των βάρβαρων νόμων του τρίτου μνημονίου.
Κι ας τσακώνεται, από την άλλη, μαζί τους για την κυβερνητική «καρέκλα», το ποιος θα έχει την κύρια ευθύνη στη διαχείριση της αστικής εξουσίας, ενσωματώνοντας μέσα από αυτό το ψευτο-δίπολο λαϊκά στρώματα ακριβώς στην εφαρμογή της βαθιά αντιλαϊκής πολιτικής. Γνωρίζοντας και οι δύο «κοκορομάχοι» του επιχειρούμενου δικομματικού καυγά, ότι θα υπάρχει πολιτικό κόστος, αναζητούν τρόπο να το μοιραστούν σε κυβερνήσεις «συνεργασίας». Ο ίδιος ο Μεϊμαράκης υπογράμμισε την ανάγκη συνεργασιών με όσο πιο πολλά κόμματα γίνεται, τονίζοντας ότι έχουν τελειώσει οι μονοκομματικές κυβερνήσεις, καθώς και ότι είναι «η εποχή των συζητήσεων και των συναινέσεων για να περάσουν οι μεταρρυθμίσεις και τα νέα μέτρα. Για πρώτη φορά πρωθυπουργός πήρε 251 κοινοβουλευτικές ψήφους και είχε τόσο μεγάλη δύναμη στο Κοινοβούλιο. Θα μπορούσε (σ.σ.: ο Αλ. Τσίπρας) να αναδειχθεί ως ένας εθνικός ηγέτης», πρόσθεσε ο Μεϊμαράκης, αποδεχόμενος ουσιαστικά να αναγνωρίσει έναν τέτοιο ρόλο στον κατά τ' άλλα κύριο πολιτικό του αντίπαλο.
Σε αυτή την επικίνδυνη πολιτική της τεχνητής πόλωσης και του ιδιότυπου δικομματισμού, ο λαός πρέπει να τους γυρίσει την πλάτη και να ευχηθεί με νόημα προς παλιούς και καινούργιους: Καλά ξεμπερδέματα.