Οξύνεται η αντιδραστική διαμάχη ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-καναλάρχες για τον έλεγχο των καναλιών

Άγρια διαμάχη έχει ξεσπάσει στα πλαίσια της νέας κατάστασης που διαμορφώνεται στο τηλεοπτικό τοπίο και με βάση τη δημοπράτηση των τεσσάρων καναλιών. Κυβέρνηση, αντιπολίτευση και καναλάρχες ακροβολίζονται ανταλλάσσοντας επιθέσεις σε μια μάχη πολιτικού ελέγχου και οικονομικών συμφερόντων.

Η αντιπαράθεση αυτή και η κλιμάκωσή της,  αφενός βολεύει την κυβέρνηση καθώς επισκιάζει τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις, την άφιξη του κουαρτέτου και το άνοιγμα της συζήτησης με τις σκληρές απαιτήσεις των δανειστών στα πλαίσια της δεύτερης αξιολόγησης, αφετέρου όμως συσπείρωσε απέναντί της ένα σκληρό αντικυβερνητικό τηλεοπτικό μπλοκ. Δίπλα στον ΣΚΑΙ, τα κανάλια που απειλούνται με κλείσιμο, το ΜΕΓΚΑ, ο ΑΛΦΑ και το ΣΤΑΡ βομβαρδίζουν καθημερινά με αντικυβερνητικά πυρά.

Προκλητικά οι καναλάρχες  τους και οι ευθυγραμμισμένοι δημοσιογράφοι, μπροστά στην απειλή των συμφερόντων τους  κραυγάζουν για την ποιότητα και τη δημοκρατία της ενημέρωσης και απέναντι στην απειλή του μαύρου των δικών τους καναλιών διαπιστώνουν, τώρα, έλλειμμα δημοκρατίας και συνταγματικές παρεκτροπές. Αυτοί που με ικανοποίηση χαιρέτησαν το μαύρο της ΕΡΤ και το πέταγμα χιλιάδων εργαζομένων στο δρόμο, αυτοί που συγκάλυψαν και εξωράισαν τις αλλεπάλληλες συνταγματικές και αντιδημοκρατικές εκτροπές.

Οι καναλάρχες και οι μεγαλοδημοσιογράφοι τους, που ταύτισαν την ποιότητα της ενημέρωσής τους με την αποδοχή από το λαό της σκληρής πραγματικότητας των μνημονίων, της φτώχειας και των απολύσεων, που χλεύασαν και συκοφάντησαν κάθε απεργιακή κινητοποίηση και κάθε αγωνιστική  εκδήλωση, τώρα χύνουν δάκρυα υποκρισίας για τους εργαζόμενους των καναλιών που απειλούνται οι θέσεις τους. Τους εργαζόμενους των δικών τους καναλιών που το προηγούμενο διάστημα συρρίκνωσαν, πετσόκοψαν τους μισθούς τους, άφησαν απλήρωτους, τώρα τους περιβάλλουν με ψεύτικη στοργή, θέλοντας να τους αξιοποιήσουν ως μοχλό πίεσης για τα συμφέροντά τους.

Απέναντι στους εργαζόμενους των υπό κλείσιμο καναλιών η κυβέρνηση σαν Πόντιος Πιλάτος νίπτει τα χέρια της, δεν τοποθετείται στο ουσιαστικό πρόβλημα των εργαζομένων, την απόλυση και την ανεργία, παίζει μαζί τους το μπαλάκι των ευθυνών, θέλει να τους χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς, να τους στρέψει απέναντι στους εργοδότες τους, για τα θαλασσοδάνεια, την κακοδιοίκηση, τη διαπλοκή και τις άνομες πρακτικές τους.

Το  ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών έχει μπροστά του δρόμο. Η κυβέρνηση, μετά τη δημοπράτηση των τεσσάρων αδειών, έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο σε επόμενη φάση και πέμπτης άδειας και αφήνει μετέωρη την εκκρεμότητα των θεματικών και περιφερειακών σταθμών. Χωρίς να προσδιορίζει το χρόνο, το πλαίσιο και τις προϋποθέσεις για τα κανάλια αυτά, στήνει σκηνικό διαπραγμάτευσης συμφωνιών και συναλλαγών δεύτερης φάσης με νέους υποψήφιους και δυσαρεστημένους καναλάρχες.

Στην παρούσα φάση το κυβερνητικό επιτελείο θριαμβολογεί για τα 254 εκ. που πήρε (;) από τους τέσσερις καναλάρχες παίζοντας με το θυμικό της φτωχοποιημένης κοινωνίας πως επιτέλους πληρώνουν και πλουτοκράτες και μάλιστα αυτοί που είναι ταυτισμένοι με την απροκάλυπτη μνημονιακή και ξενόδουλη προπαγάνδα. Δημαγωγεί ασύστολα το κυβερνητικό επιτελείο απέναντι στη γονατισμένη από την ανεργία, τη φτώχεια και τους φόρους κοινωνία, εμφανίζοντας ξανά και ξανά τα 254 εκ.  που - αν δεν τα χαρακτηρίσει μονομερή ενέργεια η τρόικα ή αν δεν πάνε στην αποπληρωμή του χρέους -  θα γίνουν χρυσόσκονη για τους πεινασμένους.
Με θράσος, επίσης,  ξεστομίζονται κυβερνητικοί ισχυρισμοί πως τώρα μπαίνει τάξη στο άναρχο τηλεοπτικό τοπίο,  πως μέσα από όλη τη διαδικασία αυτή εξασφαλίζεται η ποιότητα και η δημοκρατική ενημέρωση.

Αν από τη μια μεριά η ποιότητα και η δημοκρατική ενημέρωση δεν έχει καμία σχέση με τον αριθμό των καναλιών και την ψευτοπολυφωνία,  όπως υποστηρίζουν η ΝΔ, τα άλλα αστικά κόμματα και οι δυσαρεστημένοι καναλάρχες, άλλο τόσο δεν έχει σχέση από την άλλη με μια διαδικασία με μοναδικό κριτήριο το τζογάρισμα σε ένα παιχνίδι πόκερ όπως έγινε στη δημοπράτηση. Όπου παλιοί και νέοι παίκτες διαγκωνίστηκαν για την πολυπόθητη άδεια ακόμη και με ποσά ασύμφορα σε σχέση με τα προβλεπόμενα οικονομικά οφέλη που ένα κανάλι μπορεί να αποφέρει, καταδεικνύοντας πως οι άδειες για τους κατόχους τους αποτελούν επιχειρήσεις ενδεχομένως ακόμη και ζημιογόνες, όχημα όμως  - όχι για την τηλεοπτική ποιότητα και τη δημοκρατικότερη ενημέρωση  αλλά – για τον πολιτικό έλεγχο και για την προώθηση των ευρύτερων οικονομικών συμφερόντων των ιδιοκτητών τους. Ενδεικτικό άλλωστε είναι και το γεγονός της σύμπλεξης καναλιών και ποδοσφαιρικών ομάδων, πεδίο επίσης πρόσφορο για δουλειές εκατομμυρίων αλλά και κοινωνικής χειραγώγησης.

Και αν εντέλει κάτω από ανόητους  ισχυρισμούς μπορεί η κυβέρνηση να διατείνεται πως στο πλάι του Αλαφούζου και του ΣΚΑΙ, του ΜΕΓΚΑ και του ΑΝΤ1, η παρουσία των Μαρινάκη, Σαββίδη και Καλογρίτσα εγγυώνται την αναβάθμιση του τηλεοπτικού τοπίου και της αντικειμενικής και δημοκρατικής ενημέρωσης, η κοινωνία οφείλει να προετοιμάζεται για την περαιτέρω κακοποίησή τους.

Στην πραγματικότητα τίποτε από όλα αυτά δεν ενδιαφέρει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Αντίθετα το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται πώς μέσα από την πάλη που συντελείται στους οικονομικούς κύκλους της μεγαλοαστικής τάξης, πώς μέσα από την αναδιάταξη και το ανακάτεμα της τράπουλας  θα βρει στηρίγματα της  πολιτικής της. Πώς θα μπορέσει μέσα από το άνοιγμα, που ευνόησε,  ενός νέου σκηνικού, να συνάψει συμμαχίες και να στήσει τη δική της διαπλοκή θρυμματίζοντας την πολύχρονη διαπλοκή τής ΝΔ  και του ΠΑΣΟΚ. Είναι φανερό πως η πάλη που διεξάγεται αφορά τον έλεγχο της «τηλεόρασης» και της «ενημέρωσης»  και είναι ολωσδιόλου ξένη προς τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών που βρίσκονται αντιμέτωπες με τα δικά τους τεράστια προβλήματα. Είναι φανερό επίσης πως η προσπάθεια Τσίπρα – Παππά,  διαμόρφωσης φιλοκυβερνητικού σκηνικού στα κανάλια, προσκρούει σε σοβαρά εμπόδια, απέναντί της  συνασπίζονται η ΝΔ και άλλα αστικά κόμματα, και η μεγάλη μερίδα των εν λειτουργία καναλιών, που τώρα ανεβάζουν τους τόνους και οξύνουν την αντιπαράθεση, θερμαίνοντας το πολιτικό τοπίο.
Από την άποψη αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα η απόφαση, τον Οκτώβριο, του Συμβουλίου Επικρατείας για τη συνταγματικότητα του νόμου Παππά και τη νομιμότητα της αδειοδότησης των τεσσάρων καναλιών.

Διαβάστε επίσης