Ρεφορμιστικές προτάσεις εξόδου από την κρίση

«ΠΑΥΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ - ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ THN ONE - ΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ»

Ένα σχήμα ρεφορμιστικής πολιτικής που πλασάρεται ως «αντικαπιταλιστική» ή «προοδευτική» διέξοδος από την κρίση

H μεγάλης κλίμακας επίθεση στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, που βρίσκεται σε εξέλιξη και θα κλιμακωθεί τα επόμενα χρόνια, προκαλεί έντονες αναταράξεις στην ελληνική κοινωνία, αλλά και ποικίλες τοποθετήσεις και απαντήσεις από τις πολιτικές δυνάμεις που δρουν μέσα σ' αυτήν.

H υποδουλωτική συμφωνία της κυβέρνησης του ΠAΣOK με το ΔΝΤ και την EE και το λεγόμενο «πρόγραμμα σταθερότητας» προωθούνται με μια καταιγιστική κυβερνητική προπαγάνδα, η οποία επιδιώκει να επιβάλει τα αλλεπάλληλα αντιλαϊκά μέτρα ως μια «σιδηρά αναγκαιότητα» και να πείσει τη λαϊκή συνείδηση πως «δεν υπάρχει άλλος δρόμος» εκτός από τα επώδυνα μέτρα της για να βγει η χώρα από τη δημοσιονομική κρίση. H κυβερνητική πολιτική και προπαγάνδα ασκεί ισχυρές πιέσεις. Της επιδράσεις της μπορεί να τις δει κανείς και στις συζητήσεις που γίνονται δημόσια και σε αναλύσεις πολιτικών δυνάμεων για την «εναλλακτική λύση» που πρέπει να αντιπαραβάλει το εργατικό και λαϊκό κίνημα στον αντιλαϊκό «μονόδρομο» κυβέρνησης -EE-ΔNT.

Πάνω σ' αυτό το έδαφος, το τελευταίο διάστημα έχουν αναπτυχθεί προτάσεις που περιγράφονται είτε σαν «φιλολαϊκή κατεύθυνση επίλυσης της κρίσης» είτε σαν «ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης» είτε σαν «προοδευτική διέξοδος από την κρίση» και περιλαμβάνουν μια σειρά θέσεις, όπως την «παύση πληρωμών της Ελλάδας προς τους κερδοσκόπους», την «έξοδο από την ONE», την «εθνικοποίηση των τραπεζών», τον «εργατικό και κοινωνικό έλεγχο στις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας» κ.α., οι οποίες διατυπώνονται και σαν αιτήματα στο μαζικό κίνημα από μια βεντάλια πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων που ξεκινούν από τον ΣYN και τον ΣYPIZA και φθάνουν ως το NAP και την ANTAPΣYA. Οι θέσεις αυτές, ανεξάρτητα αν υπό την έκφραση της «προοδευτικής διεξόδου» εμφανίζονται σαν παράγωγες της γνωστής φιλοσοσιαλδημοκρατικής πολιτικής του ΣYN και του ΣYPIZA ή υπό την έκφραση των «μέτρων αντικαπιταλιστικού περιεχομένου» προβάλλονται σαν ένα «ριζοσπαστικό αριστερό πρόγραμμα» σε «αντικαπιταλιστική κατεύθυνση», διέπονται από μια κοινή ρεφορμιστική λογική. Xρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής για όσους ισχυρίζονται πως με αυτές τις θέσεις επαναφέρουν στο προσκήνιο του κινήματος συνθήματα που «έχει ξεχάσει η Aριστερά» (ο «εργατικός έλεγχος» , «οι εθνικοποιήσεις», «η παύση πληρωμών») και θεωρούν ότι με την υποστήριξή τους στις παρούσες συνθήκες δίνουν «ριζοσπαστικό» και «επαναστατικό» περιεχόμενο στην πάλη του εργατικού κινήματος πως, ασφαλώς, στην ιστορία του εργατικού κινήματος έχουν υποστηριχθεί τέτοια αιτήματα. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν στα γραπτά του Λένιν όταν ήταν προ των πυλών ή όταν έγινε η Οκτωβριανή Επανάσταση και σ' αυτά παραπέμπουν και αυτοί που θεωρούν ότι τα «επικαιροποιούν» σήμερα, σαν ένα «σύγχρονο ριζοσπαστικό πρόγραμμα πάλης». Πραγματικά τότε, όταν το εργατικό κίνημα είχε καταχτήσει την πολιτική δύναμη, όταν είχε πάρει την κρατική εξουσία στα χέρια του και στηριζόμενο πάνω σ' αυτήν προχωρούσε σε επαναστατικά μέτρα για να ελέγξει την «ξεχαρβαλωμένη οικονομική ζωή της Pωσίας» και να αντιμετωπίσει το «οικονομικό χάος» -όπως έγραφε ο Λένιν- έθεσε τα ζητήματα του «εργατικού ελέγχου στην παραγωγή και στην κατανομή προϊόντων», καθώς και στις «χρηματιστικές και τραπεζιτικές πράξεις» και πάρα πέρα το ζήτημα της «εθνικοποίησης των τραπεζών», με σκοπό τη «ρύθμιση της οικονομικής ζωής» από την κρατική εξουσία της εργατικής τάξης. Όπως σημείωνε ο ίδιος ο Λένιν στην κατακλείδα του σχετικού άρθρου του τον Mάη του 1917 «η σχεδιασμένη και πετυχημένη εφαρμογή όλων των παραπάνω μέτρων είναι δυνατή μόνον, όταν όλη η κρατική εξουσία περάσει στα χέρια των προλετάριων και των μισοπρολετάριων». H υπογράμμισή του δείχνει, ακριβώς, τους πολιτικούς όρους και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες τέθηκαν τότε και μπορούν να τεθούν ζητήματα όπως ο εργατικός έλεγχος επιχειρήσεων ή η εθνικοποίηση τραπεζών. Το ερώτημα είναι: μέτρα που απαιτήθηκαν στις επαναστατικές συνθήκες του Oκτώβρη του 1917 στη Pωσία, αν μεταφερθούν ως αιτήματα και διεκδικηθεί η εφαρμογή τους στην σημερινή πολιτική και οικονομική κατάσταση κατά πόσο προσδίδουν στην πάλη του εργατικού κινήματος επαναστατικό περιεχόμενο και ακόμα ειδικότερα κατά πόσο βοηθούν στον αγώνα για την ανατροπή του αντεργατικού πογκρόμ κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ που βρίσκεται στο επίκεντρο του εργατικού αγώνα. H απάντηση μπορεί να είναι καταφατική μόνο για όποιον φαντάζεται ότι βρίσκεται σε επαναστατικές συνθήκες ανάλογες του Oκτώβρη του 1917, για όποιον εκτιμά ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα επαναστατικής κατάστασης, για όποιον δε βλέπει ποιος είναι ο πραγματικός πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων, η θέση του κομμουνιστικού κινήματος, το επίπεδο ανάπτυξης, συνείδησης και οργάνωσης του εργατικού κινήματος. H απάντηση είναι, προφανώς, αρνητική, για κάθε πολιτική δύναμη που δεν έχει τέτοιες «επαναστατικές φαντασιώσεις» και απογειώσεις. Γιατί συνθήματα που έχουν ένα προοδευτικό και επαναστατικό περιεχόμενο μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, αν ριχτούν και επιδιωχθεί η εφαρμογή τους μέσα σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, αποκτούν αντίθετο περιεχόμενο. Γίνονται λάθος, προκαλούν ζημιά και αν μιλήσουμε, συγκεκριμένα, για αιτήματα όπως του «εργατικού ελέγχου» ή της «εθνικοποίησης τραπεζών» εκφυλίζονται και σπρώχνουν το εργατικό κίνημα σε μια ρεφορμιστική κατεύθυνση. Δε λείπει άλλωστε η εμπειρία στο εργατικό κίνημα για το τι σημαίνει εθνικοποίηση μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, «εργατικός κοινωνικός έλεγχος» σε μια κρατικοποιημένη καπιταλιστική επιχείρηση, «παύση πληρωμών» υπό αστική κυριαρχία, για το τι σημαίνει πολιτικά και οικονομικά μια χώρα να είναι στην EE έστω και αν είναι έξω από την ONE. Αλλά ας μιλήσουμε εντελώς συγκεκριμένα:

 

Για το σύνθημα της «εθνικοποίησης των τραπεζών»

Τι θα διεκδικήσει, σήμερα, το εργατικό κίνημα αν θέσει το αίτημα της εθνικοποίησης τραπεζών;

Θα διεκδικήσει από την κυβέρνηση να περάσει υπό τον έλεγχο του αστικού κράτους το τραπεζικό σύστημα και το αστικό κράτος να ρυθμίζει τις τραπεζικές εργασίες και δραστηριότητες. Αλλά αυτό τι θα συνεισφέρει στην εργατική τάξη; Αν αντί των ιδιωτών τραπεζιτών αναλάβει το αστικό κράτος, ως κράτος των κεφαλαιοκρατών, να ρυθμίζει τις τραπεζικές δραστηριότητες και μέσω αυτών την οικονομική ζωή του τόπου σύμφωνα με τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας, η εργατική τάξη δεν πρόκειται να έχει όφελος. Μόνο όποιος απαλείφει από το αστικό κράτος τον ταξικό του χαρακτήρα μπορεί να σκέφτεται διαφορετικά. Γι' αυτό και η εθνικοποίηση τραπεζών δεν είναι έξω από την πολιτική και την πρακτική της αστικής τάξης και του καπιταλιστικού συστήματος. Εθνικοποίηση της Εμπορικής Τράπεζας π.χ. είχε κάνει και η κυβέρνηση Καραμανλή το 1975. Εθνικοποιήσεις (κρατικοποιήσεις) «προβληματικών» επιχειρήσεων είχε κάνει και η κυβέρνηση Α. Παπανδρέου. «Προσωρινή εθνικοποίηση» των σουηδικών τραπεζών έγινε και κατά την χρηματοπιστωτική κρίση του 1992. Εθνικοποίηση τραπεζών πρότειναν και εγχώρια πολιτικά στελέχη των αστικών κομμάτων πέρυσι, όταν είχε φουντώσει η κρίση με τα «τοξικά ομόλογα», με στόχο, ουσιαστικά, την «εξυγίανση» των «δηλητηριασμένων» από «τοξικά ομόλογα» ελληνικών τραπεζών (και το φόρτωμα της αποπληρωμής αυτής της «εξυγίανσης» στις πλάτες του ελληνικού λαού μέσω του κράτους, κατά το πρότυπο της «εξυγίανσης» των «προβληματικών» καπιταλιστικών επιχειρήσεων που κρατικοποιήθηκαν από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980). «Σχεδόν πλήρη προσωρινή εθνικοποίηση του σημαντικού τμήματος του χρηματοπιστωτικού συστήματος» έχουν εισηγηθεί, πρόσφατα, και ξένοι οικονομολόγοι για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Κατά συνέπεια το αίτημα της εθνικοποίησης των τραπεζών, διατυπωμένο σε συνθήκες αστικής πολιτικής κυριαρχίας, δεν περιέχει τίποτα το επαναστατικό ή αντικαπιταλιστικό, αλλά αντίθετα και αφομοιώσιμο είναι από το καπιταλιστικό σύστημα και εκτρέπει την πολιτική του εργατικού κινήματος στο δρόμο των προτάσεων διαχείρισης του αστικού συστήματος και της καπιταλιστικής κρίσης.

Για το αίτημα του «εργατικού και κοινωνικού ελέγχου»

Τι θα διεκδικήσει, σήμερα, το εργατικό κίνημα αν θέσει το αίτημα του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου των επιχειρήσεων;

O εργατικός και κοινωνικός έλεγχος των καπιταλιστικών επιχειρήσεων σε συνθήκες κατάληψης της κρατικής εξουσίας από την εργατική τάξη είχε το νόημα του σπασίματος του εμπορικού και τραπεζικού απόρρητου των καπιταλιστών, που μπορούσε να γίνει με την κρατική δύναμη που είχε στα χέρια της η εργατική τάξη. Χρησιμοποιήθηκε σαν ένα εργαλείο επιβολής στη λειτουργία των επιχειρήσεων, των κατευθύνσεων που επέτασσε το κράτος της εργατικής τάξης.

Στις συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας ποιο νόημα μπορεί να αποκτήσει η διεκδίκηση εφαρμογής ενός τέτοιου μέτρου; Μήπως του ανοίγματος των πράξεων και των μυστικών της ιδιοκτησίας, της διαχείρισης, των μεθόδων και των διασυνδέσεων των καπιταλιστών στους εργαζόμενους; Φαντάζεται, κανείς, ότι το αστικό κράτος με νόμους θα υποχρέωνε σε κάτι τέτοιο τους καπιταλιστές; Οι εργαζόμενοι να αποκτούν πρόσβαση στα ενδότερα της διοίκησης των επιχειρήσεων και να την θέτουν στην υπηρεσία «των εργατικών και κοινωνικών αναγκών»; Θα ήταν μεγάλη αφέλεια και αυταπάτη να πιστεύει, οποιοσδήποτε ότι μπορούν αυτά να συμβούν μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.

Το μόνο που μπορεί να συμβεί, σε συνθήκες κυριαρχίας της αστικής τάξης -υπάρχει ήδη μια τέτοια πρακτική-, είναι αυτό το αίτημα, το πολύ-πολύ, να εκπέσει στη γνωστή συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων, ένας «θεσμός» που στην Ελλάδα ξεκίνησε με την επονομαζόμενη «κοινωνικοποίηση» των δημόσιων επιχειρήσεων και έχει αποδειχθεί μέχρι τώρα σαν ένα μέτρο που έγινε αποδεκτό από το αστικό κράτος, γιατί μπορεί μ' αυτό να διοχετεύει μέσα στο εργατικό κίνημα την αντίληψη της ταξικής συνεργασίας και να το σέρνει σε μια λογική καπιταλιστικής συνδιαχείρισης των επιχειρήσεων.

Οι υποστηρικτές του αιτήματος του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το τι νομίζουν, στην πραγματικότητα, από τη μια σπέρνουν ψευδαισθήσεις στους εργαζόμενους ότι μπορούν να ελέγξουν τις επιχειρήσεις σε συνθήκες κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας και, από την άλλη, τους σπρώχνουν να σκέπτονται με τη λογική πώς να γνωρίζουν και να έχουν λόγο για τη διαχείριση της καπιταλιστικής επιχείρησης, η οποία οδηγεί παραπέρα στη λογική συνδιαχείρισης της καπιταλιστικής επιχείρησης, στο να γίνονται οι εργαζόμενοι ευάλωτοι στα αστικά ιδεολογήματα («πώς να γίνει ανταγωνιστική η επιχείρηση τους» κ.α.) που καταστρέφουν την ταξική συνείδησή τους.

 

Για το σύνθημα της «παύσης πληρωμών»

Τι θα διεκδικήσει το εργατικό κίνημα αν θέσει το αίτημα της παύσης πληρωμών; H παύση πληρωμών, το να σταματήσει δηλαδή το ελληνικό κράτος να πληρώνει τους τοκογλύφους δανειστές του, είναι ένα μέτρο που η διεκδίκηση του από τη σκοπιά του εργατικού κινήματος θέτει το ζήτημα ποιος και πώς θα το εφαρμόσει και με ποιο όφελος για την εργατική τάξη.

Και εδώ, είναι διαφορετικό όταν η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου γίνεται από ένα κράτος που βρίσκεται στα χέρια της εργατικής τάξης και μπορεί να στηριχθεί από μια επαναστατική πολιτική που πραγματικά μπορεί να διαφυλάξει και να προασπίσει τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα στο εσωτερικό της χώρας και, ταυτόχρονα, να αποκρούσει τους μεγάλους εκβιασμούς και πιέσεις που θα δεχθεί από το εξωτερικό. Και διαφορετικό όταν αυτό ζητείται ή πάει να γίνει με μια αστική κυβέρνηση που αν αναγκαστικά φτάσει σε αυτό το σημείο, για να αντιμετωπίσει τους κραδασμούς που θα δεχτεί, την εφαρμογή του θα τη στηρίξει σε απαιτήσεις μεγάλων λαϊκών θυσιών και σε οδυνηρούς συμβιβασμούς με τον ξένο ιμπεριαλιστικό παράγοντα. Επειδή οι υποστηρικτές αυτού του αιτήματος το αντιλαμβάνονται, σπεύδουν και προσθέτουν ότι η «μονομερής παύση πληρωμών» «δεν αρκεί» και «δεν έχει κανένα πρακτικό νόημα αν δεν συνοδευτεί με την επιβολή δραστικών ελέγχων στην κίνηση του κεφαλαίου, με την εθνικοποίηση των κύριων τραπεζών, με την έξοδο από το ευρώ και την ONE και με μια γενναία αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των εργαζομένων, όχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά ως βασική προϋπόθεση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας σε νέα κοινωνική, ταξική και οικονομική βάση. Mόνο έτσι μπορεί να ορθοποδήσει η οικονομία και να οικοδομηθεί ένα ριζικά διαφορετικό κράτος».

Mόνο που η τοποθέτηση αυτή υπεκφεύγει όσον αφορά το ποιος, ποια κυβέρνηση είναι αυτή που θα ασκήσει την παραπάνω -ρεφορμιστικού τύπου- πολιτική που, υποτίθεται, θα δώσει «πρακτικό νόημα» στην «παύση πληρωμών». Η «παύση πληρωμών» σαν άμεσο αίτημα διεκδικείται από την αστική κυβέρνηση της Ελλάδας. Ωστόσο, η ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία και η κυβέρνησή της, ακόμα και αν υποθέσουμε -πράγμα πολύ δύσκολο αν λογαριάσουμε τις ισχυρές ξένες εξαρτήσεις της- υποχρεώνονταν να προσφύγει σε ένα τέτοιο μέτρο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που θα δημιουργούνταν, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία για το τι θα έκανε: Θα φόρτωνε όλες τις επιπτώσεις της πάνω στον ελληνικό λαό ενώ δε θα έπαυε να βρίσκει λύσεις στα πλαίσια των δεσμών που θέλει να έχει και να διατηρεί με τις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Κάτω απ' αυτούς τους πολιτικούς όρους, η «παύση πληρωμών» είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι οδηγεί σε μια διέξοδο με «ριζοσπαστικό» ή «προοδευτικό» χαρακτήρα για τον ελληνικό λαό.

 

Για το σύνθημα της «εξόδου από την ONE»

Τι θα διεκδικήσει το εργατικό κίνημα αν θέσει το αίτημα της εξόδου από την ONE; Η προφανής απάντηση είναι να περιέλθει η Ελλάδα στην πολιτικοοικονομική σχέση που είχε με την EE πριν ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ. Το χαρακτηριστικό αυτού του αιτήματος είναι ότι δεν θέτει ζήτημα εξόδου από την EE αλλά μόνο από την ONE. Εντάσσεται σε μια λογική «αντιμετώπισης της κρίσης» με όρους αστικής οικονομικής διαχείρισης, που προσβλέπουν σε μια νομισματική «ανεξαρτητοποίηση» της Ελλάδας, έτσι που με εργαλείο το δικό της νόμισμα (επαναφορά της δραχμής) η Ελλάδα να χειρισθεί πιο ελεύθερα (με υποτίμηση της δραχμής κλπ.) τα οικονομικά προβλήματά της, χωρίς να δεσμεύεται από τις συνθήκες της ΟΝΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή τη «λύση» άλλοι τη βλέπουν ως προσωρινή, μένοντας προσηλωμένοι στη θέση να μη φύγει η Ελλάδα από την ΕΕ (ΣΥΝ) άλλοι ως μέρος μιας (ρεφορμιστικής) πολιτικής που βλέπει βαθμιαία έξοδο από την ΕΕ, με πρώτο σκαλοπάτι την έξοδο από την ΟΝΕ (ΝΑΡ).

H ουσία της είναι ότι ζητά η Ελλάδα να παραμείνει στην ΕΕ, με ό,τι προφανώς αυτό συνεπάγεται πολιτικά και οικονομικά για τον ελληνικό λαό μια τέτοια παραμονή σ' αυτόν τον ιμπεριαλιστικό οργανισμό. Είναι εντυπωσιακό, σε κάθε περίπτωση, πως μπορεί να παρουσιάζεται σαν «ριζοσπαστικό αριστερό» ένα τέτοιο αίτημα. Το πόσο «αντικαπιταλιστικό» ή «προοδευτικό» είναι μπορεί να κριθεί ακόμα και από το ότι η ικανοποίησή του βρίσκεται μέσα στα ενδεχόμενα που συζητεί το ίδιο το γερμανογαλλικό ιμπεριαλιστικό διευθυντήριο της ΕΕ...

Το σύνολο των παραπάνω αιτημάτων, καθώς και ορισμένα άλλα, προβάλλονται από τους υποστηρικτές τους σαν «ένα συνεκτικό πρόγραμμα μέτρων». Μια συνόψισή του έγινε πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «ΠΡΙΝ» (11.4.2010) με κεντρικό τίτλο «Στάση πληρωμών εδώ και τώρα» και με το κύριο άρθρο της να γράφει πως «το εργατικό και λαϊκό κίνημα πρέπει να διεκδικήσει στάση πληρωμών προς τους κερδοσκόπους, άμεση έξοδο από την ΟΝΕ και εθνικοποίηση-κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, με απαγόρευση εξόδου κεφαλαίων από τη χώρα». Το ερώτημα, ωστόσο, είναι ποιος θα θέσει σε εφαρμογή ένα τέτοιο πρόγραμμα μέτρων. Απαντώντας η «ΑΥΓΗ» (9.5.2010), σε άρθρο της που πραγματεύεται τη «ριζοσπαστική διεκδίκηση» της «μονομερούς παύσης πληρωμών», με σαφήνεια γράφει πως «το πρόβλημα γίνεται πολιτικό. Δηλαδή αφορά τις προϋποθέσεις δημιουργίας μιας προοδευτικής κυβέρνησης που θα διεκδικήσει με αποφασιστικότητα και ενεργητική στήριξη του λαού μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους φτάνοντας, έως τη μονομερή παύση πληρωμών, με παράλληλη προώθηση μέτρων οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης και αναγέννησης της χώρας». Και συνεχίζει αναλύοντας ότι μια τέτοια «προοδευτική έξοδος συνεπάγεται: Εθνικοποίηση τραπεζών... Προώθηση παραγωγικής ανασυγκρότησης... Επιστροφή κερδοφόρων ΔΕΚΟ στο δημόσιο έλεγχο, επέκταση σε τομείς στρατηγικής σημασίας...» κ.λπ.

Καθαρά, λοιπόν, λέγεται εδώ, και με συνέπεια στην γραμμή του ΣΥΝ, ότι το «πρόγραμμα προοδευτικής διεξόδου» με «εθνικοποιήσεις τραπεζών» κ.α, θα γίνει από μια «προοδευτική κυβέρνηση» που θα προκύψει στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Στο ίδιο ζήτημα η θέση του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την εφαρμογή του «ριζοσπαστικού προγράμματος μέτρων», εμφανίζεται θολή όχι όμως και μη ορατή, καθώς μια σειρά κείμενά τους παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα σε μια «εργατική εξουσία», χωρίς να είναι καθαρό αν θα είναι μια «δυαδική εξουσία» που σχηματίζεται(;) ή κάποια «ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση»(;) που μπορεί να προκύψει «από τα κάτω» μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος.

Σε κάθε περίπτωση είτε καθαρά είτε θολά, τόσο η «προοδευτική διέξοδος από τη κρίση» του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ όσο και το «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα μέτρων» του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναπαράγουν μια ρεφορμιστική πολιτική, συγγενική με εκείνη της «λαϊκής εξουσίας» και «λαϊκής οικονομίας» του ΚΚΕ. Οι εναργώς πολιτικά σκεπτόμενοι οφείλουν να αντικρούσουν και να απορρίψουν αυτά τα προγράμματα ρεφορμιστικών αιτημάτων που προτάσσονται και επικαλύπτουν τα κεντρικά εργατικά αιτήματα . Όχι μόνο γιατί σπέρνουν ρεφορμιστικές αυταπάτες, αλλά και γιατί παρακάμπτουν, αποπροσανατολίζουν από το κύριο στόχο του εργατικού κινήματος, τη συσπείρωση των εργαζομένων για την ανατροπή των αντεργατικών μέτρων.

Οφείλουν να επιμείνουν στην ανάγκη συγκέντρωσης και κινητοποίησης των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων για την ανατροπή της συμφωνίας κυβέρνησης-ΕΕ- ΔΝΤ και του «προγράμματος σταθερότητας» και στη δημιουργία προϋποθέσεων, μέσα από μια μακρά πορεία αγώνων ισχυροποίησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, για την προώθηση των μεγάλων πολιτικών του στόχων, της ανατροπής της διπλής κυριαρχίας της μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, της εξόδου της χώρας από την EE και το NATO. Πάνω σ' αυτήν την γραμμή πρέπει να ασκήσουν την πολιτική επίδρασή τους στις εξελίξεις, μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα

Διαβάστε επίσης